ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ
«Μισώ τον νατουραλισμό στη σκηνή», είχε πει στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε ο Μπομπ Ουίλσον πέρυσι στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, προαναγγέλλοντας την παράσταση που θα σκηνοθετούσε: «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Έντουαρντ Άλμπι.
«Είμαι εικαστικός καλλιτέχνης, συνεπώς, εκφράζομαι με εικαστικό τρόπο: τη φόρμα, το φως και τον ήχο», σχολίασε τότε.
Στο «SENSO» ο ευφυής νεαρός Σωτήρης Ρουμελιώτης πετυχαίνει ακριβώς αυτό. Να αναδείξει τα σουρεαλιστικά του στοιχεία με τη δική του φόρμα. Τρείς έξυπνες και ικανές γυναίκες ηθοποιοί, οι: Έλμα Βλαστοπούλου, Ζωή Λάη και Δήμητρα Φάκα όφειλαν να μπουν στον κόσμο του Ρουμελιώτη για να υπάρξει παράσταση. Και το έκαμαν με τον καλύτερο τρόπο.
Ο σκηνοθέτης είχε ορίσει τη φόρμα. Πού θα κοιτάνε τα πρόσωπα, πού θα σταθεί το χέρι, πού θα ξαπλώσει το κορμί, πού θα αλλάξει η φωνή, πού και πώς θα κινούνται τα σώματα. Δεν πρότεινε όμως ένα νεκρό πλαίσιο, αλλά μια συνθήκη που πρέπει να τη στεφανώσουνε οι πρωταγωνίστριες με σουρεαλισμό, αλλά και ποίηση. Και αυτό συμβαίνει στη σκηνή του θεάτρου «Τ».
Το έργο και η παράσταση
Το «Senso» διαδραματίζεται στη Βενετία και στην εποχή του Τρίτου Ιταλικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας, το 1866. Ηρωίδα του είναι η Λίβια, μια κόμισσα από το Τρέντο, η οποία είναι παντρεμένη αλλά δυστυχισμένη, με έναν αδιάφορο ηλικιωμένο αριστοκράτη και που περιπλανιέται πρόθυμα, αναζητώντας την ικανοποίησή της.
Η ιστορία ξεκινά λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο, με τη Λίβια να αναπολεί στα 39α γενέθλιά της την πρώτη της αληθινά παθιασμένη σχέση . Η ονειροπόλησή της μάς μεταφέρει στη Βενετία κατά τη διάρκεια του πολέμου, όπου η Λίβια ερωτεύεται έναν ορμητικό νεαρό υπολοχαγό του αυστριακού στρατού.
Αν και, προφανώς, αυτός τη χρησιμοποιεί για τα χρήματά της και την κοινωνική της θέση, η Λίβια βυθίζεται σε μια υπόθεση πλήρους σεξουαλικής εξάρτησης από τον εραστή της. Τον αφήνει να ξοδεύει ελεύθερα τα χρήματά της, δεν ενδιαφέρεται για το τι πιστεύει η κοινωνία για εκείνη και αγνοεί την αξιολύπητη δειλία του νέου εραστή της, όταν αρνείται να σώσει ένα παιδί που πνίγεται.
Αν και ο πόλεμος απομακρύνει τους εραστές, η Λίβια αισθάνεται την ανάγκη να επισκεφτεί ξανά τον υπολοχαγό. Όταν τον συνοδεύει σε μια άσκηση, εκείνος της ζητά περισσότερα χρήματα για να δωροδοκήσει τους γιατρούς του στρατού, ώστε να αποφύγει το πεδίο της μάχης. Η Λίβια του δίνει με χαρά όλα της τα κοσμήματα. Εκείνος φεύγει για τη Βερόνα.
Τελικά, η λαχτάρα της για τον νεαρό αξιωματικό κάνει τη Λίβια να παραλογίζεται, αλλά το είναι της εκτινάσσεται στα ύψη, όταν φτάνει ένα γράμμα του. Της λέει ότι την αγαπά και ότι τα χρήματά της του επέτρεψαν να αποφύγει κάθε μάχη. Κρατώντας ακόμα το γράμμα του επιβιβάζεται σε μια άμαξα και κατευθύνεται στη Βερόνα για χάρη του.
Βρίσκει την πόλη ερειπωμένη, με νεκρούς και τραυματίες παντού. Η Λίβια δεν πτοείται. Πηγαίνει στο διαμέρισμα που του είχε αγοράσει, όπου τον βρίσκει μεθυσμένο παρέα με μια πόρνη.
Η ταπείνωση κι ο εξευτελισμός που νιώθει μετατρέπουν τον επίμονο πόθο της σε εκδίκηση, όταν θυμάται ότι έχει ακόμα το γράμμα του. Βρίσκει το αρχηγείο του αυστριακού στρατού, όπου κατηγορεί τον άπιστο εραστή της, προσκομίζοντας την απόδειξη της λιποταξίας του σε έναν στρατηγό. Η εκδίκησή της για την αναίσχυντη απιστία του νεαρού αξιωματικού είναι προφανής, ωστόσο τα κίνητρά της δεν του δίνουν καμία άφεση. Το επόμενο πρωί αυτός και οι γιατροί που δωροδόκησε αντιμετωπίζουν το εκτελεστικό απόσπασμα, ενώ παρευρίσκεται και η ίδια στην εκτέλεση.
Σημείωμα Σκηνοθέτη
«Η ιταλική λέξη SENSO σημαίνει αίσθημα, αίσθηση, πάθος. Σημαίνει, όμως, και λογική. Αυτή η οξύμωρη αμφιταλάντευση με γοήτευσε στην ομότιτλη νουβέλα του Camillo Boito, αυτή η δυναμική συνύπαρξη δύο, φαινομενικά, αντίθετων καταστάσεων: να παραδίνεσαι ολοκληρωτικά στην κυριαρχία των αισθημάτων και των αισθήσεων από τη μια και να υποτάσσεις το πάθος σου στην ψυχρή αυστηρότητα της έλλογης σκέψης από την άλλη.
Ένιωσα, λοιπόν, την ανάγκη να ανεβάσουμε επί σκηνής αυτό το έργο του 19ου αιώνα, πιστεύοντας ότι είναι κρίσιμο – σε μια εποχή που οι αισθήσεις και η λογική υποτιμούνται και παραγκωνίζονται – να βυθιστούμε σε έναν έντονο υπαρξιακό στροβιλισμό. Δεν μπορώ να πω αν υπάρχει νικητής – πάθος ή λογική; – και δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Ελπίζω η παράσταση να είναι μια ευκαιρία να αφεθούμε και να παρασυρθούμε από έννοιες, εικόνες, ήχους και συναισθήματα που έχουμε πάψει να τους δίνουμε σημασία, λόγω της σύγχρονης συντριπτικής καθημερινότητας. Επιπλέον, είναι μια προσωπική ωδή στην αβυσσαλέα δύναμη του Έρωτα, μια προσπάθειά μου να σταθώ απέναντί του και να «πιαστούμε στα χέρια», γνωρίζοντας εξαρχής πως θα ηττηθώ. Γιατί ο έρωτας είναι αλύπητος».
Σωτήρης Ρουμελιώτης
Ο σκηνοθέτης είναι και ο δραματουργός του αρχικού κειμένου, ο διασκευαστής κατά μια άλλη έννοια που, ύστερα από μια δεύτερη ανάγνωση-ερμηνεία του λογοτεχνικού έργου, με την αξιοποίηση συγκεκριμένων μετασχηματιστικών τεχνικών και κωδίκων υπερδιόρθωσης (σύμφωνα με τις αρχές που λειτουργούν και διέπουν ένα νέο πολιτισμικό περιβάλλον), καταλήγει στην παραγωγή κάποιου άλλου, μεταγενέστερου κειμένου, το οποίο συνιστά αυτόνομη καλλιτεχνική δημιουργία έντεχνου λόγου, με δικό του «συγγραφέα» και δική του παρουσία στο «σώμα» της σύγχρονης γηγενούς λογοτεχνικής παραγωγής.
Τα δομικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του πρωτότυπου έργου, όπως ο μύθος και η δράση, η πλοκή και οι δραματικές καταστάσεις, το πλέγμα των αφηγηματικών με τις καθαρά θεατρικές τεχνικές, το αξιακό και εννοιολογικό του σύστημα, συνεχίσουν να αποτελούν τον σταθερό καμβά πάνω στον οποίο αναπτύχθηκε το δευτερογενές κείμενο.
Στην παράσταση, λοιπόν, του θεάτρου «Τ» η σκηνοθεσία εστιάζει στην οπτική της Λίβια αποκλειστικά, εξ αφορμής του μυστικού ημερολογίου της. Περιγράφει ξεκάθαρα τον εγωιστικό της πόθο, τη σεξουαλική της επιθυμία και την ικανοποίηση που νιώθει με τον χαμό του εραστή της.
Κατά συνέπεια, το έντεχνο θεατρικό κείμενο που γράφτηκε με προορισμό να παρασταθεί μπροστά σ’ ένα κοινό ενηλίκων θεατών, όπως το επέβαλλαν οι όροι και οι συνθήκες της εποχής του, αποδίδεται σήμερα σ’ ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, σ’ ένα κοινό με ιδιαίτερες προσληπτικές δυνατότητες και προσδοκίες. Αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο η διασκευή του πρωτότυπου, αποτελεί ένα ευαίσθητο εγχείρημα που ξεπερνά κατά πολύ τις παγιωμένες αρχές τις μεταφραστικής λειτουργίας και προεκτείνεται στη διάσταση του εικονοποιημένου συμβολικού λόγου και δικαιώνει τον Σωτήρη Ρουμελιώτη.
Ο ιδιοφυής σκηνοθέτης έχει κατανοήσει ότι σε αντίθεση με τους συγγραφείς παρόμοιων χαρακτήρων όπως η Anna Karenina και η Madame Bovary, ο Camillo Boito παρουσιάζει την ηρωίδα του χωρίς συμπάθεια. Η Λίβια του «Senso» έχει επίγνωση της συμπεριφοράς της και μπορεί να εκτιμήσει τις συνέπειες. Επομένως, συμπεριφέρεται κυνικά, κινείται είτε αδιάφορη είτε αγνοώντας τις «πληγές» που έχει προξενήσει στους άλλους. Είναι έξυπνα αμετανόητη, ενώ αναζητά εγωιστικά ό,τι είναι καλύτερο για τον εαυτό της και μόνο.
Τοποθετημένο στις τελευταίες ημέρες της Αυστριακής κατοχής στην Ιταλία, το 1866, με την επανάσταση να οργανώνεται σαν βόμβα έτοιμη να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή, το «Senso» είναι μια πολιτική αλληγορία, ακριβώς επειδή ο σκηνοθέτης αντανακλά το έκρυθμο πολιτικό σκηνικό σε μια μεγάλη ερωτική ιστορία που γεννιέται, ζει, αναπνέει, γιγαντώνεται και πεθαίνει κάτω από το βάρος της απαγόρευσης, των ταξικών ενοχών και των κοσμικών αμαρτιών λες όλου του ανθρώπινου είδους, λες και συνέβη χθες.
Η Λίβια του Ρουμελιώτη, μοιρασμένη σε τρεις εξαιρετικές ηθοποιούς : Έλμα Βλαστοπούλου, Ζωή Λάη και Δήμητρα Φάκα είναι χαμένη στις δικές της σκέψεις, περιφρονώντας παντελώς τον κόσμο, ζει τη ζωή της με την υπέρμετρη ματαιοδοξία, εγωπάθεια, ναρκισσισμό και εγωκεντρισμό που τη διακρίνουν σε όλη την παράσταση. Πιστεύοντας πως δεν είναι δυνατόν να υπάρχει άλλη γυναίκα πιο όμορφη από εκείνη, απολαμβάνει τον θαυμασμό των ανδρών και τη ζήλια των γυναικών, μέχρι τη στιγμή που η μοίρα τής παίζει ένα σκληρό παιχνίδι. Τυφλωμένη από αισθήματα εγωισμού παίρνει φοβερές αποφάσεις και, δίχως να μετανιώσει στιγμή, συνεχίζει να ζει με σημαία της τη ματαιοδοξία.
Μία πολύ έξυπνα στημένη παράσταση, απροσδόκητη, με πολύ έντονα συναισθήματα πάθους και σκέψεις που σε αγγίζουν, αλλά και με εικόνες και περιγραφές που σε ταξιδεύουν και σε μεταφέρουν στην Ιταλία του 19ου αιώνα.
Ωστόσο, υπάρχουν μερικές ενδιαφέρουσες διαφορές μεταξύ του υλικού πηγής και της προσαρμογής, ιδιαίτερα των προσώπων αφήγησης/αναδρομής στο στοιχείο της γραπτής ιστορίας, που καθιστά σαφές ότι η ηρωίδα έχει γίνει τόσο σκληρή και ισχυρή «σκλάβος » της επιθυμίας, όσο ο εραστής της νιότης της στα προηγούμενα χρόνια.
Το μαζοχιστικό στοιχείο είναι αρκετά ισχυρό εδώ, ίσως περισσότερο από ό,τι στην πραγματική ιστορία, καθώς γίνεται έντονα φανερό σε σημεία, και αυτό αποτελεί μια άλλη εξαιρετική καινοτομία στον παρακμιακό κανόνα συμβατικής μεταφοράς βιβλίου στη σκηνή.
Η ευρηματική σκηνοθεσία είναι εμφανής σε κάθε λεπτομέρεια της αφήγησης.
Η φροντίδα του σκηνοθέτη για την ατμόσφαιρα του σκηνικού, για τους φωτισμούς και τα χρώματα, για τα κοστούμια και τη διακόσμηση, ο χειρισμός του στις σαρωτικές σκηνές μάχης των συναισθημάτων, βοηθούν να κρατηθεί σε θαυμαστή ισορροπία μια ασταθής ιστορία και να της δώσει βάθος, ουσία και αφορμή για συλλογισμούς στις σύγχρονες σχέσεις, αυτές που ταλανίζονται από πάθη, από αδυναμίες, από αρνητικά σημεία σε χαρακτήρες και σε αυτοκαταστροφικές επιθυμίες.
Η έξοχη, θαρρείς κινηματογραφική, πρωτότυπη μουσική του Κώστα Παλαιογιάννη, προσδιορίζει τη συνθήκη που επέλεξε ο σκηνοθέτης για τη δράση επί σκηνής και έχει την πρόθεση να διευκολύνει την πρόσληψη του θεατή, αλλά έχει και τη δυνατότητα να δώσει υπόσταση σε απούσες δυνάμεις ή πρόσωπα, να διατυπώσει ερωτήματα, να συμπληρώσει δραματικά στιγμιότυπα και να στηρίζει εμφατικά περιστατικά.
Τα σκηνικά- χάρτινη ταπετσαρία δαπέδου – και τα υψηλής αισθητικής κοστούμια της Μαρίας Καραδελόγλου, στιγματίζουν τόπο και χρόνο, έτσι όπως τα αντιλαμβάνεται ο κάθε θεατής. Το βρίσκω καινοτόμο και άκρως εικαστικό δημιούργημα. Καθοριστικοί συντελεστές στην ποιητική ατμόσφαιρα της παράστασης και οι ηχογραφημένοι ήχοι οργάνων από: Ζωή Κατσάρα (σοπράνο), Χρήστο Γούλα (βιολοντσέλο), Κωνστάντη Στρατάκη (φλάουτο) και Κωστή Παλαιογιάννη (κιθάρα, παραγωγή, μίξη).
Χώρος: Θέατρο Τ, Αλεξάνδρου Φλέμινγκ 16, Θεσσαλονίκη
Παραστάσεις: Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:30
Διάρκεια: 85’ (χωρίς διάλειμμα)
Συντελεστές:
Κείμενο: Βασισμένο στην ομότιτλη νουβέλα του Camillo Boito
Σκηνοθεσία / Δραματουργία / Φωτισμοί: Σωτήρης Ρουμελιώτης
Σκηνικά / Κοστούμια: Μαρία Καραδελόγλου
Πρωτότυπη μουσική: Κωστής Παλαιογιάννης
Βοηθός Σκηνοθέτη / Επιμέλεια Προβολών: Κατερίνα Νικολάτου
Φωτογραφίες / Trailer: Χρήστος Κυριαζίδης
Υπεύθυνη προβολής: Λία Κεσοπούλου
Οργάνωση Παραγωγής: Izveribad
Θερμές ευχαριστίες στους: Ζωή Κατσάρα (σοπράνο), Χρήστο Γούλα (βιολοντσέλο), Κωνστάντη Στρατάκη (φλάουτο) και Κωστή Παλαιογιάννη (κιθάρα, παραγωγή, μίξη) για τις ηχογραφήσεις
Παίζουν:
Έλμα Βλαστοπούλου
Ζωή Λάη
Δήμητρα Φάκα
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ