Κριτική από τον Παύλο Λεμοντζή
«Υστερόγραφα όνειρα υπάρχουν, προειδοποιητικά, που ανθίζουν στα απόκρημνα του Ολύμπου, ονειροβάτες-σχοινοβάτες μοχθούν να τα φτάσουν, χωρίς πάντα να ’ναι γι’ αυτούς μπορετό και ξυπνούν κάθιδροι στον ύπνο τους κραυγάζοντας, ενώ πέφτουν στο κενό του φαραγγιού που το φωτίζει ένα φεγγάρι όνειρο, που κατακτήθηκε μα δεν καταργήθηκε, γιατί δεν μπόρεσαν ακόμα να του βρουν τα βιοσυστατικά του»
Βασισμένο στο «Όναρ Ημερόφαντον» του Βασίλη Βασιλικού, το «Yστερόγραφα Όνειρα» αναδεύει ανεκπλήρωτα όνειρα και ελπίδες, βασανιστικές αγάπες και διστακτικούς προορισμούς μιας χώρας και των ανθρώπων της, μέσα από μικρές ιστορίες ονειρικής καθημερινότητας και κέντρο της, ένα τυπογραφείο εφημερίδας ονείρων.
Ημερόφαντον όναρ, κατά τον Αισχύλο, είναι το όνειρο που βλέπουν πολλοί μαζί μέρα μεσημέρι, δηλαδή η πραγματικότητα που καλούμαστε να ψηλαφίσουμε. Προκαλεί την εθνική μας μνήμη με γενοκτονίες και ολοκαυτώματα ο σπουδαίος Βασίλης Βασιλικός, αλλά η δραματουργός Βαρβάρα Νταλιάνη μπολιάζεις το πρωτότυπο με δηκτικές φρέσκες ιστορίες, με σατιρικές προεκτάσεις αριστοφανικού τύπου, εφόσον παρελαύνουν μπαγαπόντηδές, απατεώνες και συμφεροντολόγοι πολίτες πλάι σε ευθυνόφοβους ή έχοντες την εξουσία κορώνα τους δημόσιους λειτουργούς, αλλά πληγωμένους έρωτες.
“Υπάρχουν όνειρα που πουλιούνται στην αγορά, συσκευασμένα νωπά, σε τιμή ευκαιρίας, όνειρα εισαγωγής ή και ντόπια, αφορολόγητα, εγχώριας κατασκευής, όνειρα που βγαίνουν ανάλογα με τις εποχές, όπως τα φρούτα, κι άλλα στην ψυχραποθήκη, που τα βρίσκεις όλη τη χρονιά, όνειρα σε λαϊκές αγορές και πολυκαταστήματα, άλλα μεγαλωμένα με χημικά λιπάσματα κι άλλα με κοπριά ζώων, δηλαδή αγνά, όνειρα θερμοκηπίων κι όνειρα ελευθέρας βοσκής, όνειρα με δόσεις και μισοτιμής”.
Η πρωτοποριακή εφημερίδα «Επετηρίδα των Ονείρων» είναι η πρωταγωνίστρια.
Ταξιτζήδες αφηγούνται στους πελάτες τους ιστορίες σουρεαλιστικές.
Η ακτινογραφία της ερωτικής σχέσης του Δον Πατσίφικο και της Δόνας Ροζίτας.
Το πνευματώδες ερωτικό παιχνίδι ενός άντρα και μιας γυναίκας στην αίθουσα τράνζιτο διεθνούς αεροδρομίου.
Πανταχού παρόντα τα όνειρα. Ατομικά και συλλογικά.
Και όλα αυτά λίγο πριν το ξαφνικό πέρασμα του κομήτη του Χάλλεϋ από την ατμόσφαιρα της Γης.
Όλες αυτές οι υποθέσεις είναι μια συλλογή, που αφορούν ζωές ανθρώπων είτε ως πρωταγωνιστές είτε όχι. Πρόκειται για ετερόκλητες ιστορίες που, όμως, απαρτίζουν ένα έργο σπονδυλωτό που αντικατοπτρίζει τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Υπάρχουν όνειρα που αντιπαλεύουν τη λογική, τις κοινωνικές αναπαραστάσεις, τις ασυμμετρίες και τις σχέσεις εξουσίας και τεκμηριώνονται από το ανάβλυσμα των συναισθημάτων μας, και όνειρα που πωλούνται στην αγορά, δεύτερο χέρι, συσκευασμένα σε τιμή ευκαιρίας, όνειρα ανταλλάξιμα.
Ο Βασιλικός καταθέτει με αφοπλιστική φρεσκάδα μια σύντομη πραγματεία βγαλμένη από τη ζωή, για το όνειρο. Εκείνο που βρίσκει χίλιους τρόπους για να τρυπώσει μες στην ψυχή μας, θέτοντας το μέτρο της προσωπικής μας φιλοδοξίας, της επιθυμίας που κορυφώνεται μες στο υποσυνείδητό μας κόσμο. Όταν εμείς λείπουμε, τα όνειρα κάνουν την εμφάνισή τους, μας αφήνουν αμήχανους με σπασμωδικές αναμνήσεις όταν όλα έχουν τελειώσει το πρωί. Άραγε, πόσοι από εκείνο το ατέλειωτο πλήθος που κατακλύζει διασταυρώσεις, αποβάθρες και πεζοδρόμους δεν συλλογίζονται τα βραδινά τους όνειρα, κάτι θεσπέσιες σκηνές πραγμάτων αδύνατων.
Ο Βασιλικός κατορθώνει ακόμη και τον Φρόιντ να βάλει τη θέση του, αναγνωρίζοντας ως ολότελα περιττή και άχρηστη την ερμηνεία που έδωσε. Η αιτία ενδεικτική του πνεύματος του Βασιλικού που ευρύτατο και στοχαστικό αναγνωρίζει στον σπουδαίο επιστήμονα ένα είδος οικιακής υποβάθμισης του ονείρου. Εκείνου του οράματος που περιέχει όλο μας τον εαυτό, που αποσύρεται σαν τη θολή σκηνή μιας όπερας, για να παραχωρήσει τη θέση του σε ασύνδετες αφορμές ή πάλι στην σκληρή πραγματικότητα. Φυσικά, δεν είναι όλα τα όνειρα ασφαλή για τους ανθρώπους και ίσως ορισμένα να αποδεικνύονται εξόχως επικίνδυνα.
Για παράδειγμα, τα όνειρα πια λογαριάζονται φθηνότερα, καθένας μπορεί να τα πραγματοποιήσει και έπειτα να μην δώσει λογαριασμό σε κανέναν. Τα όνειρα, δεν κατέχουν καμιά αξία προσωπική και λίγο πολύ όλα μοιάζουν μεταξύ τους, συνοψίζοντας το ζητούμενο της εποχής μας. Λίγη αναγνώριση, πολύ χρήμα, αρκετή δόξα διαμορφώνουν το μείγμα των ονείρων που έτσι ρηχά και επιφανειακά μας δυναστεύουν και αφαιρούν κάτι από την ίδια την σημασία τους. Καμία σχέση με ήρωες μυθολογικούς που τα όνειρά τους παρέμεναν υψηλά, σκέτα ιδεώδη δηλαδή. Στις μέρες μας ο Ίκαρος θα φάνταζε κάπως αφελής και καθόλου σοφός, αν επέμενε στα κέρινα φτερά και όλα τα υπόλοιπα τα γνωστά και άκρως τραγικά.
Σήμερα, κανείς δεν ονειρεύεται πως πετά κοντά στον ήλιο, σήμερα τα όνειρα διαθέτουν πρακτικό χαρακτήρα. Μιλώ για τα όνειρα τα καθημερινά και όχι για τα άλλα, αυτά που μας γυροφέρνουν νύχτες ολόκληρες, υπενθυμίσεις των σκοτεινών τροπών που παίρνει η ζωή μας.
Ο Βασιλικός προβαίνει και σε άλλες ευφάνταστες αναγωγές. Έτσι τα καινούρια όνειρα θα μπορούσαν να είναι απλές γυψοσανίδες , σκέτο χαρτόνι και γυαλί, σε μια μοντέρνα κατασκευή, κατάλληλη σε μέγεθος για τα μικρά μας, τ ’ αστικά παλατάκια που κάθε τέτοια ώρα σφύζουν από ζωή, τη δική μας ζωή, απαράλλαχτα φωτισμένα. Ή πάλι, μερικές κατακόκκινες ντομάτες στο περιβόλι που με χίλια βάσανα κρατήσαμε όρθιο στο πίσω μέρος της αυλής, καλά κρυμμένο από τα αυθαίρετα που σηκώνονται μες στη νύχτα, αλλάζοντας για πάντα το σκηνικό ενός δρόμου. Ή θα μπορούσαμε να αρεσκόμαστε σε όνειρα με ανθρώπινη μορφή, όπως ο Δόνα Ροζίτα, «μια γυναίκα πλατιά, γιατί εμπεριέχει το όνειρο, δηλαδή εκτάσεις υγρές, δεντροφυτεμένες, κήπους όπου μπορούνε και ζούνε τα πουλιά». Όνειρα καμωμένα από ιστορία, από ζωή και παραμύθι, όνειρα της διπλανής πόρτας και ωραίες, ιδανικές στιγμές, μονάχα δικές μας, νησιά για να επιστρέφουμε όταν ο κόσμος εκεί έξω τρέμει.
Πέρα από αυτήν τη λογοτεχνική αναπαράσταση του μηχανισμού της μνήμης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποτελεί η οπτική γωνία μέσα από την οποία προσφέρεται η αφήγηση.
Σ’ ένα λιτό σκηνικό ( ένα παλκοσένικο μπροστά από ένα γραφείο εφημερίδας), που διαμόρφωσε και φώτισε ο Βασίλης Αποστολάτος, τρεις νέοι ηθοποιοί: Αναστάσης Γεωργούλας, Πάνος Κούγιας και Δανάη -Αρσενία Φιλίδου, ερμηνεύουν με πάθος, με δύναμη, με όρεξη και με συνέπεια στις απαιτήσεις των ρόλων, μικρές ανθρώπινες ιστορίες σε διαφορετικά χρονικά επίπεδα αφήγησης.
Η δραματουργία της Βαρβάρας Νταλιάνη και των συνεργατών της, σχημάτισαν δράσεις μη γραμμικές με κινήσεις πίσω – μπρος, αλλά η εξέλιξη προχωρά με συνοχή, κατανοητά, ώστε οι θεατές να είναι μέσα στα θέματα.
Το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας επέλεξε, στο πλαίσιο του αφιερώματος στον Βασίλη Βασιλικό, ένα σπονδυλωτό έργο που μιλά για ανθρώπινα όνειρα, για εσωτερικές παρορμήσεις, για ορέξεις ανομολόγητες, για μικρά και μεγάλα κομμάτια επιθυμίας ανεκπλήρωτης, μέσα σ’ ένα καυτό καλοκαίρι, όπως το φετινό. Ο χώρος που φιλοξενεί την παράσταση, μια αποθήκη της LORD ως σκηνικό και μια κατηφόρα περίκλειστη από τείχη, ως πλατεία κάτω από τον έναστρο ουρανό.
Αγγίγματα, ήλιος, βροχή, διαδηλώσεις, αρνήσεις, αποτυχίες, ερωτικά παιχνίδια. Ζωντανεύει πρόσκαιρα η μηχανή που μετουσιώνει τις σκέψεις μας. Ξυπνά, προσώρας, η εισροή ερεθισμάτων από τη σκηνή. Αυτή η υλική μας υπόσταση, κάποια συστατικά χημικών ενώσεων που μαγικά μάς δίνουν τη μορφή μας. Την αποδεχόμαστε, την καμαρώνουμε, τη συγκρίνουμε.
Είναι η ορατή η διάσταση του χρόνου πάνω μας. Η ανάπτυξη, η δύναμη, η γονιμότητα, η ωρίμανση, ή η φθορά;
Κι επειδή η γλυκιά και πολύτιμη εξέλιξη του εγκεφάλου μας δεν είναι αντιληπτή διά γυμνού οφθαλμού, η παρακολούθηση των ιστοριών απαιτεί εμβάθυνση, άρα η παράσταση μάς δίνει τροφή για σχόλια. Κατά το δοκούν, φυσικά.
Πρόκειται, σαφώς, για ένα ψυχογράφημα της ελληνικής νοοτροπίας, εφόσον τα όνειρα ποικίλουν από το ντόπιο ατομικό έως το ντόπιο συλλογικό. Βεβαίως είναι πολιτικό μανιφέστο, αποκλειστικά αριστερής απόκλισης, εφόσον ο Βασίλης Βασιλικός είναι ο πυλώνας του έργου.
Στην παράσταση, λοιπόν, της Βαρβάρας Νταλιάνη, επτά διαχρονικές ιστορίες ακουμπούν και ερμηνεύουν το σήμερα, οι οποίες όμως αρδεύονται από παραποτάμια όνειρα, έτσι όπως αυτά εικονοποιούνται στην καθοριστική πρώτη. Ιστορίες ατμοσφαιρικές, αιρετικές, προκλητικές, που συμμαχούν με τον έρωτα, προσπερνούν τους δοτούς προορισμούς, συνδιαλέγονται με την αυτογνωσία, αναζητούν τη νοητή ευθεία που μας ενώνει με τον ποθητό σταθμό και συνομιλούν με τον σημαντικό άλλο που κουβαλάμε μέσα μας. Αυτόν που μας συντροφεύει στην τράνζιτο ζωή που, ακουσίως ή εκουσίως, βιώνουμε.
Μπορεί να έχουμε συνηθίσει να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο μας σε χρονικές συνέχειες, όπου το ένα γεγονός ακολουθεί το επόμενο, όμως η μνήμη μας ποτέ δεν είναι γραμμική. Η μνήμη κάνει αναδρομές συνδυάζοντας μεταξύ τους ετερόκλητες εποχές και συμβάντα, θα λέγαμε ότι διαθλάται τόσο διαχρονικά όσο και σύγχρονα, συνδυάζοντας γεγονότα και καταστάσεις παράλληλα. Αυτήν ακριβώς την πορεία της μνημονικής διάθλασης σκιαγραφεί και το σπονδυλωτό έργο που βασίζεται στο γνωστό βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού «Όναρ Ημερόφαντον».
Το υστερόγραφο γράφεται στο τέλος της επιστολής. Είναι το κομμάτι που δεν συμπεριλαμβάνεται στο κυρίως σώμα της, αλλά θεωρείται απαραίτητο για να ολοκληρώσει το πνεύμα της. Να είναι, ίσως, το κομμάτι που ο αποστολέας θυμήθηκε την τελευταία στιγμή ή εκείνο που ο αποστολέας θέλει να προσέξουν περισσότερο;
Ας πούμε, ότι είναι επιστολές γραμμένες με αόρατα υλικά, με συναισθήματα, αναμνήσεις και περαστικές σκέψεις και αισθήσεις. Επιστολές που συνοδεύουν πάντα ένα «ΑΝΤΊΟ», έστω και αν τις γράφουμε νοερά περπατώντας στο δρόμο, κάνοντας μπάνιο, ηλιοθεραπεία ή οδηγώντας ή κοιτάζοντας τον ουρανό.
Υστερόγραφο μιας σχέσης που τονίζει όσα θα μπορούσαν να γίνουν αλλά δεν έγιναν ποτέ…
Μια παράξενη πανίδα ανθρώπων και καταστάσεων, αδόκιμων για τ’ όνειρο που, όμως, δικαιώνονται από τη γραφή του Βασιλικού και με κάθε επιχείρημα φιλοξενούνται σε αυτή την ξεχωριστή παράσταση, στο πλαίσιο του 67ου Φεστιβάλ Φιλίππων!
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Σκηνοθεσία: Νταλιάνη Βαρβάρα
Δραματουργία: Νταλιάνη Βαρβάρα και η ομάδα
Σκηνικός χώρος και Φωτισμοί: Βασίλης Αποστολάτος
Ηχητική Επιμέλεια: Βαρβάρα Νταλιάνη
Επιμέλεια κοστουμιών: H_Theia_Soula
ΔΙΑΝΟΜΗ:
Αναστάσης Γεωργούλας, Πάνος Κούγιας, Δανάη – Αρσενία Φιλίδου
- Οι φωτογραφίες είναι του Λάσκαρη Τσούτσα
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ