Ως ομότιμος καθηγητής αρχιτεκτονικής Α.Π.Θ., επί εικοσαετία συντονιστής και διδάσκων του Διαπανεπιστημιακού Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Μουσειολογία-Διαχείριση Πολιτισμού» και επί πενήντα εννέα έτη ενεργός αρχιτέκτων, με κατά την τελευταία τριακονταπενταετία εξειδίκευση σε έργα πολιτισμού, νομίζω ότι δεν θα έπρεπε να παραλείψω να σχολιάσω το εν λόγω δημοσίευμα, τουλάχιστον συνοπτικά και μόνον όσον αφορά τα θιγόμενα θέματα της δικής μου ειδικότητας – συν τοις άλλοις διότι τρέφουμε εκτίμηση για την συγγραφέα του άρθρου, την κ. Χάιδω Κουκούλη Χρυσανθάκη, με την οποία γνωριζόμαστε ακαδημαϊκά και θα περιμέναμε να είχε ζητήσει και την από μεριάς μας ενημέρωση, μια και ζούμε και στην ίδια πόλη.
Δεν θα αναφερθώ στα νομικά, διαδικαστικά και ηθικά ζητήματα της χρήσης του ακινήτου κατά το πρόσφατο παρελθόν, στα οποία έχει ήδη απαντήσει έγκυρα η Ιερά Μητρόπολις, αν και αυτά καταφανώς διασυνδέονται με το όψιμο ενδιαφέρον, τόσο εκπροσώπων της Στέγης, όσο και αρμόδιων και μη υποστηρικτών της, για την αρχιτεκτονική αξία του ακινήτου.
- Κάθε έμπειρος και πολυπράγμων αρχιτέκτων, αρχαιολόγος, ιστορικός ή φιλόσοφος γνωρίζει ότι κάθε πολιτισμός είναι ένα σύστημα αξιών, το οποίο ενστερνίζεται ένας κοινωνικός χώρος σε έναν γεωγραφικό τόπο, με αποτέλεσμα την κοινωνική συνοχή. Στο εσωτερικό κάθε πολιτισμού εμφανίζονται διάφορες εσωτερικές, συχνά δε αντίπαλες εκδοχές της εκτίμησης και της αξιολόγησης της βαρύτητας, κατά την λήψη αποφάσεων για συγκεκριμένα πολυπαραμετρικά δημόσια ζητήματα (βλ. π.χ. Μουσείο Ακρόπολης, Εθνική Πινακοθήκη, υποθαλάσσια Θεσσαλονίκης, σταθμοί αφενός Αγ. Σοφίας και αφετέρου Βενιζέλου του ΜΕΤΡΟ κ.ά.). Αυτό εκφράζεται πρακτικά σε ποικίλες μορφές συγκρούσεων επί διαφορετικών απόψεων μέσα στην ίδια κοινωνία.
- Επίσης γνωρίζει ότι η μεταβίβαση ορισμένων προσωπικών δικαιωμάτων σε κάποια υπερκείμενη «αρχή», με σκοπό την αποφυγή ή μείωση των διαπροσωπικών ή διομαδικών συγκρούσεων για την επίλυση των διαφορών, δηλαδή αποφυγή της αυτοδικίας, σημάδεψε την αυγή των πρώτων, έστω και στοιχειωδώς, «πολιτισμένων» κοινωνιών.
Παρ’ όλα αυτά, και στις σύγχρονες πολιτισμένες κοινωνίες, φαινόμενο ανάλογο της αυτοδικίας εμφανίζεται όταν η κοινωνία αδυνατεί να αντιμετωπίσει την έντονη δραστηριότητα συχνά ελάχιστων και περιφερειακών μειοψηφιών, οι οποίες απαιτούν να επιβάλλουν τον κανόνα τους – τις πολιτικές, κομματικές ή ιδεολογικές προτεραιότητές τους ή και τα συμφέροντά τους – στο κοινωνικό σύνολο. Το φαινόμενο το βίωσα δραματικά στην πανεπιστημιακή μου ζωή, με την υποβάθμιση του ελληνικού πανεπιστημίου από την ακραία και άτοπη κομματικοποίηση στην εσωτερική του λειτουργία και την de facto κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου από μειοψηφίες καθηγητών και φοιτητών (βλ. και βιβλίο μου: Π. Τζώνος, Είδα να συμβαίνει – μια πανεπιστημιακή ιστορία, Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη, 2021). - Ως ενεργός αρχιτέκτων και, παράλληλα, με βάση το επιστημονικό-συγγραφικό και διδακτικό μου έργο, πάντα είχα και έχω, κατά την κρίση μου, τεκμηριωμένες απόψεις για τις κάθε φορά αρχιτεκτονικές μου προτάσεις. Στην προκείμενη περίπτωση, όταν προ δύο ετών η Ιερά Μητρόπολις μού ανέθεσε την μελέτη του σημαντικού αυτού έργου για την πόλη της Καβάλας, σημαντικού όχι μόνο εκκλησιαστικά, αλλά και αναπτυξιακά, είχα να αντιμετωπίσω τα εξής ζητήματα:
(α) Το κτίριο, πολυκατοικία του 1958, δεν είχε κηρυχθεί διατηρητέο από καμία αρμόδια υπηρεσία, ούτε είχε ποτέ γίνει λόγος γι’ αυτό, παρά την, κατά την δεκαετία του 1980, από επιτροπή του ΥΠΠΟ, πρόταση για κήρυξη διατηρητέων πολλών κτιρίων της πόλης. Αυτό συνέπιπτε και με την προσωπική μου κρίση, αλλά δεν έπαιζε κανέναν πρακτικό ρόλο.
(β) Το κτίριο γειτόνευε με κτίριο-μνημείο της πόλης, και κατά συνέπεια θα έπρεπε να ακολουθήσω την νόμιμη διαδικασία εγκρίσεων για την μορφή του.
(γ) Η απαιτούμενη προσθήκη ορόφου -για έναν στοιχειωδώς επαρκή εκθεσιακό χώρο, μικρό για ένα περιεχόμενό που οφείλει να απηχεί τη συμβολή του Αποστόλου Παύλου στον Χριστιανισμό, έθετε ένα επιπλέον μορφολογικό ζήτημα για την σχέση του με το γειτονικό μνημείο (σωστά η κ. Κουκούλη υποστηρίζει ότι η Ι. Μητρόπολις «δικαιούται, ως η πρώτη Αποστολική Εκκλησία της Ευρώπης, να διεκδικήσει … την ίδρυση Εκκλησιαστικού Μουσείου ως μεγάλου έργου εθνικής και παγκόσμιας εμβέλειας»).
Η αρχιτεκτονική μου πρόταση θέλησε:
(Ι) να αποφύγει μια, μη αποδεκτή (μάλλον καταστροφική…) κατά τη γνώμη μου, τριαδική μορφολογική σχέση μεταξύ υφιστάμενου κτιρίου, προσθήκης και γειτονικού μνημείου,
(ΙΙ) να διατηρήσει υπαινικτικά την μνήμη του υφιστάμενου κτιρίου και
(ΙΙΙ) να δημιουργήσει ένα σύγχρονο ουδέτερο φόντο.
Με αυτούς τους χειρισμούς ο εξωτερικός μανδύας ουδετεροποιεί και συγχρόνως αφήνει να αναπνέει από κάτω το υπάρχον κτίσμα, σεβόμενος τόσο το γειτονικό μνημείο, όσο και το προϋπάρχον κτίσμα, έστω και μη κηρυγμένο ως διατηρητέο από περισσότερες αρχές και περισσότερων βαθμών κρισιμότητας υπηρεσίες της πολιτείας, τοπικές και ανώτατες επιφορτισμένες με αυτό το καθήκον. Η κ. Κουκούλη, ως μέλος του Τοπικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων προφανώς και δεν θα το είχε και εκείνη θεωρήσει άξιο διατήρησης, αφού δεν είχε ενεργήσει σχετικά.
‘Ετσι, με τις παραπάνω προσεγγίσεις που ακολουθήθηκαν, αυτό το νέο και τόσο σημαντικό για την πόλη πολιτιστικό έργο, σεβόμενο το παρελθόν, αλλά και το παρόν του τόπου, ενοποιείται με τα γειτονικά και τη σειρά των κτισμάτων του μετώπου αυτού.
- Η πρακτική αυτή είναι, θα έλεγα, ο κανόνας στη σύγχρονη αρχιτεκτονική διαχείριση ανάλογων καταστάσεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Όλα τα παραπάνω διατυπώνονται σαφώς τόσο στην τεχνική έκθεση, όσο και στα σχέδια τα οποία υποβλήθηκαν για τις κατά νόμον εγκρίσεις σε τοπικό, ανώτερο και ανώτατο επίπεδο.
Η μελέτη εγκρίθηκε από όλες τις παραπάνω βαθμίδες κρατικού ελέγχου, ακόμη και μετά από αίτηση θεραπείας και προσφυγή από μέλη της Στέγης, και μάλιστα την τελευταία στιγμή, δηλαδή όταν ήδη είχε γίνει γνωστό ότι το αρμόδιο πολυμελές Συμβούλιο ειδικών είχε αποφανθεί ομόφωνα ότι το κτίσμα δεν καλύπτει τους από τον νόμο προβλεπόμενους σχετικούς όρους. - Στην επάνω από μισόν αιώνα επαγγελματική μου δραστηριότητα έχει τύχει κάποιες αρχιτεκτονικές μου προτάσεις να μην γίνονται αποδεκτές από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού. Αυτό το θεώρησα αυτονόητο και πραγματοποίησα τις απαραίτητες διορθώσεις, χωρίς να μου περάσει ποτέ από το μυαλό να δημοσιεύσω διατυπώσεις του είδους π.χ. «τι κρίμα που το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο του ΥΠΠΟ δεν είχε την απαραίτητη καλλιέργεια και οξύνεια για να καταλάβει το ορθό της αρχιτεκτονικής μου πρότασης».(Βλ. παράγραφος 1 και 2 παραπάνω).
- Έρχομαι τώρα και στο κείμενο της επίτιμης εφόρου αρχαιοτήτων της Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Καβάλας, στο δημοσίευμα «ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΧΑΙΔΩΣ ΚΟΥΚΟΥΛΗ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΔΙΑΣΩΣΗΣ ΤΗΣ ΣΤΕΓΗΣ»:
//Αν δεν κάνω λάθος ήδη ο τίτλος δηλώνει ότι στόχος του δημοσιεύματος είναι να σωθεί η ΣΤΕΓΗ … (η οποία, ως γνωστόν, δεν χρειάζεται να σωθεί, αφού στο νέο κτίριο θα έχει στη διάθεσή της -εφόσον βέβαια το δεχθεί- επαρκείς χώρους και μάλιστα ανακαινισμένους εκ βάθρων και σύννομους ως προς τους κανόνες της ασφαλούς και νομίμου λειτουργίας ενός χώρου συναθροίσεως κοινού).
// Αυτονόητο είναι ότι η κ. Χάιδω Κουκούλη, με την ιδιότητά της μάλιστα, έχει κάθε δικαίωμα και υποχρέωση να διατηρεί προσωπική γνώμη για τα θέματα της ειδικότητάς της – και όχι μόνο.
Το θέμα είναι αν είναι δικαίωμα και (τι είδους, προς ποιόν) υποχρέωσή της να καταλήγει στο κείμενό της ως εξής :
…κρίμα για τους επίλεκτους αρχιτέκτονες του έργου…
…κρίμα για τις θεσμικά υπεύθυνες για την προστασία των Νεωτέρων Μνημείων της Ελλάδας Υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, των οποίων το Κεντρικό Συμβούλιο Νεοτέρων Μνημείων ενέκρινε ομόφωνα την αρχιτεκτονική μελέτη του διώροφου Κειμηλιαρχείου που το εξαφανίζει και απέρριψε ομόφωνα την Αίτηση Θεραπείας, η οποία επιχειρεί να το σώσει.
… κρίμα που και οι τοπικές θεσμικές οργανώσεις των αρχιτεκτόνων κάτω από το βάρος της καταλυτικής εγκριτικής απόφασης του Υπουργείου Πολιτισμού δεν βρήκαν τη δύναμη να συσπειρωθούν και να αντιδράσουν!…
- Το συμπέρασμα που, κατά τη γνώμη μου, αβίαστα προκύπτει από το παραπάνω είναι ότι:
Τι ΚΡΙΜΑ που όλοι οι, υπογραμμισμένοι στην παραπάνω παρ. 6., αρμόδιοι φορείς για την φροντίδα του πολιτισμού, προφανώς για λόγους ανεπάρκειας ή ιδιοτέλειας, δεν ασπάζονται την μόνη επιστημονικά ορθή και ανιδιοτελή γνώμη της επίτιμης εφόρου αρχαιοτήτων της Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Καβάλας κ. Χάιδως Κουκούλη, και μάλιστα, όπου το, από την επίτιμη έφορο, συνιστώμενο αντίδοτο στην απαράδεκτη αυτή κατάσταση είναι κάποιοι «να συσπειρωθούν και να αντιδράσουν!..»
Βέβαια, η επίτιμη έφορος αρχαιοτήτων “με 35 χρόνια υπηρεσίας στην προστασία των Μνημείων του Πολιτισμού στην Ανατολική Μακεδονία” είχε υπάρξει μέλος συμβουλίων για την κήρυξη ή μη ως διατηρητέων διαφόρων κτισμάτων της περιοχής εποπτείας της. Πώς, άραγε, αντιμετώπιζε όσους εναντιώνονταν σε πλειοψηφικές ή, ακόμα χειρότερα, ομόφωνες αποφάσεις των οργάνων που συμμετείχε; Πως ενεργούσε, όταν δικές της εισηγήσεις δεν γίνονταν δεκτές από υπερκείμενα όργανα της διοίκησης; Προέτρεπε τις «τοπικές θεσμικές οργανώσεις των αρχιτεκτόνων κάτω από το βάρος … καταλυτικών εγκριτικών απόφασεων του Υπουργείου Πολιτισμού … να βρουν … τη δύναμη να συσπειρωθούν και να αντιδράσουν»; Και αν δεν το έκανε τότε, γιατί το κάνει τώρα;
– Δεν νομίζω ότι χρειάζεται πάλι να παραπέμψω στις παραγράφους 1. Και 2. του σημειώματος αυτού.
Τελειώνοντας θα πρέπει να αναφερθώ τόσο σε ορισμένες -υποθέτω μάλλον όχι ηθελημένες- παραναγνώσεις της τεχνικής μας έκθεσης, όσο και σε παραινέσεις, που είναι προφανές ότι παρεισφρύουν από άγνοια του αρχιτεκτονικού και μουσειακού αντικειμένου και όχι από κακή πρόθεση:
// Στο κτίσμα δεν προστίθενται «πολλαπλών χρήσεων χώροι». Αντιθέτως ο υπάρχων χώρος πολλαπλών χρήσεων εξωραΐζεται, τόσο αισθητικά, όσο και λειτουργικά, νομιμοποιείται με πρόσθετη θύρα εξόδου κινδύνου – για σύννομη και ασφαλή χρήση του από όποιον το χρησιμοποιήσει. Μπορεί, λοιπόν, να λειτουργήσει «διασφαλίζοντας έτσι την αυτόνομη και αρμονική συνύπαρξή» του με το κτήριο της Μητρόπολης, παρά τα περί αντιθέτου περιγραφόμενα στο εν λόγω άρθρο.
// Πουθενά από τον νέο σχεδιασμό δεν προκύπτει «εξαφάνιση των αρχιτεκτονικών στοιχείων των όψεων του κτηρίου», όπως ήδη παραπάνω αναλύθηκε.
// Για τον χαρακτηριζόμενο ως απευκταίο «επανασχεδιασμό των εσωτερικών χώρων», μάλλον δεν προτείνεται σοβαρά η σχεδιαζόμενη μουσειακή έκθεση να παρακολουθήσει τη διαμερισμάτωση του ορόφου, σε ένδειξη σεβασμού της εσωτερικής αρχιτεκτονικής της πολυκατοικίας του 1958.
// Με την κ. Κουκούλη, ασφαλώς, θα συμφωνήσουμε ότι πράγματι «η Μητρόπολη Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου δικαιούται ως η πρώτη Αποστολική Εκκλησία της Ευρώπης να διεκδικήσει την ίδρυση Εκκλησιαστικού Μουσείου ως μεγάλου έργου εθνικής και παγκόσμιας εμβέλειας». Εμείς θα προσθέταμε ότι η πόλη της Καβάλας θα πρέπει να στηρίξει και να διεκδικήσει το Έργο, το οποίο θα την φέρει στο διεθνές προσκήνιο που της αξίζει, και σε αυτό σίγουρα έχει αρωγό τον εμπνευσμένο Μητροπολίτη της κ.κ. Στέφανο, ο οποίος υλοποιεί την ευχή του οραματιστή μακαριστού Μητροπολίτη Προκοπίου.
Π. Τζώνος, δρ αρχιτέκτων-μηχανικός
Ομότιμος καθηγητής Α.Π.Θ.
(στην κεντρική φωτογραφία ο Πάνος Τζώνος. Αρχιτέκτων, Dipl.Ing. Arch. Karlsruhe, Grad. Dipl. AA, London, Δρ Αρχ. Α.Π.Θ., Ομότιμος καθηγητής αρχιτεκτονικής Α.Π.Θ.)