Γράφει η Αναστασία Τερζόγλου
Η Ιφιγένεια, άρχισε την κοινή ζωή της με τον σύζυγο, πηγαίνοντας κατ’ αρχήν στο χωριό του συζύγου. Αλλά, φτωχά τα χρόνια και η μετακίνηση από την πόλη που ζούσε στο χωριό, με καθόλου ανέσεις, δυσκόλεψαν την νεόνυμφη.
Έτσι, όταν ένας θείος του συζύγου που χήρεψε και χρειαζόταν παρέα και υποστήριξη στην χηρεία του, τους προσκάλεσε στο Μόντρεαλ του Καναδά, το ζευγάρι το αποφάσισε αμέσως. Σ’ αυτό συνετέλεσε και η επικείμενη εγκυμοσύνη της Ιφιγένειας. Η ευθύνη μιας νέας ζωής, αύξανε την ανάγκη για μετακίνηση, ώστε να βρεθεί ασφαλέστερος, εξελιγμένος, πλούσιος τόπος για την εκκολαπτόμενη νέα οντότητα.
Το υπερωκεάνιο που έκανε επανειλημμένα αυτή τη διαδρομή, φιλοξένησε το ζευγάρι στο παρθενικό τους ταξίδι. Η Ιφιγένεια, φέρουσα στα σπλάχνα της τον καρπό του έρωτά της με τον αγαπημένο της, έπλεε στην κυριολεξία πελάγη ευτυχίας. Παρ’ όλες τις δυσκολίες του ταξιδιού, λόγω κύησης. Είχε ολοκληρωθεί το όνειρο πού έχει κάθε κοπέλα. Παντρεύτηκε τον καλό της, υπήρχε καρπός του ερωτά τους και τώρα, οδηγείται στην νέα γη να αποθέσει, να σπείρει, να ξεβοτανίσει, να ποτίσει, να κλαδέψει και να υποστηρίξει την νέα ζωή.
Όλα έμοιαζαν παραμυθένια. Το υπερωκεάνιο είναι μια διαφορετική εμπειρία, αλλά και οι άνθρωποι που προέρχονται από διαφορετικά μέρη της Ελλάδας, επρόσφεραν επίσης ωραία συντροφιά. Κανείς από τους μετανάστες δεν φαντάζεται τα μελλούμενα. Όλοι ήταν νέοι, γεμάτοι ενέργεια άνθρωποι, που ήθελαν να δημιουργήσουν. Έτσι, είχαν, τον ενθουσιασμό του πρωτάρη. Κανείς δεν εγνώριζε τις γλώσσες που θα πρέπει να επικοινωνούν, αλλά αυτό δεν φαινόταν να τους τρομάζει. Σκέπτονται, ότι τουλάχιστον, θα μάθουν τα βασικά, ώστε να επικοινωνούν. Εξάλλου η νοηματική, είναι κι αυτός, ένας τρόπος επικοινωνίας. Οι δεκατέσσερις μέρες ταξιδιού πέρασαν. Το υπερωκεάνιο έπιασε το λιμάνι του Χάλιφαξ και από εκεί το τραίνο, έφερε τους νεοφερμένους στο Μόντρεαλ. Οι συνταξιδιώτες ευχήθηκαν ο ένας στον άλλο καλή τύχη και τράβηξε ο καθένας τον δρόμο του. Ίσως κάποια άλλη στιγμή να ξανασμίξουν, κάτω από άλλες συνθήκες, αλλά προς στιγμήν, ο καθένας έχει διαφορετικό φύλλο πορείας.
Η Ιφιγένεια με τον σύζυγο, κατευθύνονται στον θείο τους. Τον συγγενή που θα στήριζαν και θα στηριζόντουσαν. Τον μοναδικό άνθρωπο που είχαν εδώ και φυσικά, θα στηρίζονται απόλυτα επάνω του. Θα ήταν ο πατέρας τους, ο καθοδηγητής, ο φίλος τους. Ο σύζυγος της Ιφιγένειας αμέσως βρήκε εργασία. Οπουδήποτε στην αρχή. Τα οικογενειακά βάρη φαίνονταν ολοκάθαρα στον ορίζοντας και ο νέος, υπεύθυνα τα ανέλαβε. Η Ιφιγένεια πάλι, προσπαθούσε το σπίτι να λάμπει, παρ’ όλη την εγκυμοσύνη που ευτυχώς, αισίως προχωρούσε. Πολύ σύντομα το παιδί γεννήθηκε, γερό και δυνατό. Η χαρά αυξήθηκε κατακόρυφα. Όλα έδειχναν να διαγράφεται ευτυχισμένο το μέλλον για το ζευγάρι. Όμως η ζωή κανένα δεν αφήνει χωρίς δοκιμασίες.
Έτσι το πρώτο μαύρο σύννεφο εμφανίστηκε. Ο θείος, ο μόνος υποστηρικτής του νεαρού ζευγαριού εδώ, στο Μόντρεαλ, άρχισε να καλοβλέπει την νέα κοπέλα. Μέσα στο σπίτι του ήταν, τον υπηρετούσε σαν πατέρα, με ευγνωμοσύνη και αγάπη περισσή, μιας που ήταν πολύ φιλότιμο κορίτσι. Ο μεγάλος άνθρωπος παρανόησε με την γυναίκα του ανιψιού του. Η αθώα κοπέλα δικαιολογούσε την τρυφερότητα που της έδειχνε σαν πατρική στοργή. Πού να πάει ο νους της. Μέχρι που μια ημέρα, καθώς έλειπε ο ανηψιός του, προσπάθησε να της κάνει, άσεμνες χειρονομίες, αδιάντροπα.
Η Ιφιγένεια, άρπαξε το μωρό και κατευθύνεται στο κοντινό πάρκο, το οποίο συνήθως διέσχιζε ο σύζυγος το βράδυ επιστρέφοντας από την δουλειά του.
Σ Υ Ν Ε Χ Ι Ζ Ε Τ Α Ι
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΕΡΖΟΓΛΟΥ
ΠΤΥΧΙΟΥΧΟΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
ΝΙΣ ΣΕΡΒΙΑΣ