Γράφει η Αναστασία Τερζόγλου
Η Σμύρνη μάνα καίγεται, καίγεται και το βιός μας, η λύπη μας δεν λέγεται, δεν λέγεται ο καημός μας. Ρωμιοσύνη, Ρωμιοσύνη, δεν θα ησυχάσεις ποια, δέκα χρόνια ζεις ειρήνη, και 40 στην σκλαβιά. Στίχοι που απεικονίζουν απόλυτα την Ελληνική ιστορία. Μετά την καταστροφή των Σοκίων της Σμύρνης, κυνηγημένοι από τα γεγονότα, εγκαταστάθηκαν οι γονείς της Λευκής στην Μακεδονία. Σε μία καμπή κρίσης, σε μεταπολεμική κατάσταση στην Ελλάδα, κυνηγώντας μια καλύτερη ζωή έφτασε μετανάστρια και νιόπαντρη στο Μόντρεαλ, η ηλικιωμένη της πραγματικής ιστορίας μας. Η Λευκή.
Ήταν μία από τις εκατοντάδες Ελληνοπούλες που πατούσαν το πόδι τους στον Καναδά, έχοντας κατά νου, την ευπορία. Είχε την καλή τύχη, να είναι ήδη παντρεμένη από το χωριό της. Έτσι, είχε τον σύντροφο της, το στήριγμα της, την παρέα της σε κάθε δυσκολία, αλλά και χαρά. Αυτό σίγουρα μείωνε κατά πολύ, την πίκρα, της ξενιτιάς. Παρ’ όλα αυτά, οι γονείς που έμειναν πίσω δεν εφησύχασαν. Κατέφθασαν σύντομα με τα υπόλοιπα παιδιά τους, κοντά στην αγαπημένη τους πρωτοκόρη.
Στην αρχή ζούσαν όλοι μαζί, σε ένα σπίτι. Γονείς, παντρεμένα και ανύπαντρα παιδιά.
Συνηθισμένη συμπεριφορά των πρώτων μεταναστών. Αυτό, το εφάρμοζαν για να μειώνουν τον πόνο της αποκόλλησης από την ρίζα τους, αλλά και για λόγους ασφάλειας. Ακολουθούσαν τον νόμο της αγέλης. Ένας για όλους και όλοι για έναν. Η Λευκή, περιστοιχισμένη πλέον, και από την πατρική της οικογένεια, ρίζωσε εδώ, έφτιαξε όμορφη, ευλογημένη οικογένεια. Γέννησε Έλληνες, που με την σειρά τους, κι αυτοί, άφησαν το δικό τους στίγμα, στην κοινωνία του Μόντρεαλ. Η Λευκή, όπως όλες οι Ελληνίδες της παλαιάς σχολής, μαγείρευε εξαιρετικά, αλλά Ελληνικά. Μαγείρευε, καθημερινά. Μια παρωχημένη συνήθεια, για τους ταχείς ρυθμούς, της σημερινής, μοντέρνας, κοινωνίας. Ιδιαίτερα θρησκευόμενη, είχε απόλυτα ανθρωπιστική συμπεριφορά, προσπαθώντας όμως, να μην κακοκαρδίσει κανένα. Στα νιάτα της, καθήλωνε με την ομορφιά της. Περνώντας τα χρόνια, στην δροσιά της νιότης, πήρε θέση η τεράστια υπομονή, η γλυκύτητα, η εγκαρτέρηση.
Συνήθως, ζωγραφιζόταν στα χείλη της το συγκαταβατικό αινιγματικό χαμόγελο της Τζοκόντας. Δεν διέκρινες αν ήταν μελαγχολική ή ευδιάθετη. Μόνο, καθώς χαμογελούσε, έβλεπες την λάμψη στα μάτια της που σε γλυκοχαϊδεύανε, και σου ζέσταιναν την ψυχή. Σε αγκάλιαζε με στοργή, κάθε βλέμμα της. Κάθε λόγος της ήταν παρήγορος. Βάλσαμο κυλούσε από τα χείλη της, που επούλωνε κάθε τραύμα. Πολλές φορές έτρεχε η μνήμη στο χώμα που την γέννησε. Έθαβε γρήγορα και μεθοδικά την επιθυμία της για επιστροφή, ή, έστω επίσκεψη, στο γραφικό χωριό της. Το χρέος προς τις οικογενειακές υποχρεώσεις που ανέλαβε, της απόδιωχνε κάθε διάθεση.
Ήταν λιμάνι, σημείο αναφοράς κάθε ενός από την οικογένεια, όχι μόνο την προσωπική της, αλλά, και την πατρικής της. Ο απαλός, σαν χάδι ήχος της φωνής της, που πολύ σπάνια υψωνόταν, η απολυτά άμεση και σοφή σκέψη της, παρηγορούσε, αδέλφια, παιδιά κι εγγόνια. Η απίστευτα νόστιμη Μεσογειακή κουζίνα της, σε συνδυασμό με την Σμυρνέικη καταγωγή της, ήταν γαστρονομική πανδαισία στον κάθε επισκέπτη, που αποζητούσε την πρόσκληση της, σε γεύμα. Καλοδεχόταν με απέραντη ζεστασιά τους δικούς της ανθρώπους, που αυτό έμεινε σαν κληρονομία στα παιδιά κι εγγόνια της.
Έτσι, η ολόλευκη πινελιά στο Μόντρεαλ, που εναρμονίστηκε απόλυτα με το περιβάλλον συνεχίζει την πορεία της, γιατί λόγω της δικής στωικότητας γεννήθηκαν απόγονοι. Λόγω της Ελληνικής της καταγωγής, κράτησε κοντά τα παιδιά κι εγγόνια της. Έτσι τους μετέφερε, εκτός της Ελληνικής κουλτούρας, την θαυμάσια συμπεριφορά της, που περικλείει μόνο καλά στοιχεία.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΤΕΡΖΟΓΛΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ
ΠΤΥΧΙΟΥΧΟΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΝΙΣ ΣΕΡΒΙΑΣ.