Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024
Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

Η σουρεαλιστική «Μήδεια» του Μποστ από το Εθνικό Θέατρο στο 65ο Φεστιβάλ Φιλίππων

Ημέρα:

spot_img

 Πρόλογος

Πριν από την κανονική παράσταση, η οποία καθυστέρησε ένα τέταρτο να ξεκινήσει, μετείχαμε οι θεατές σε μια άλλη, έκτακτη, που έλαβε χώρα στο κοίλο του αρχαίου θέατρου Φιλίππων, όταν μια ηθοποιός του Εθνικού διάβασε το γνωστό πια κείμενο του Σ.Ε.Η κι άλλων σωματείων, που αφορά στον Δημήτρη Λιγνάδη, ο οποίος αποφυλακίστηκε με όρους. Δύο – τρεις θεατές αντέδρασαν έντονα με φωνές δυνατές, προπηλακίστηκαν από το πλήθος, ακολούθησαν ανταλλαγές φράσεων, η κοπέλα απτόητη ολοκλήρωσε την ανάγνωση κι, επιτέλους, άρχισε η «Μήδεια» του Μποστ, η οποία πολύ γρήγορα μας παρέσυρε στους φρενήρεις ρυθμούς της, μας απογείωσε και το επεισόδιο ξεχάστηκε εντελώς.

ΤΡΟΦΟΣ
Κυρία, κάποιος σας ζητεί που μοιάζει ευπατρίδης
και αν τον ήκουσα καλά, λέγεται Ευριπίδης…

ΜΗΔΕΙΑ
Αχ, θα ’ν ’ αυτός ο συγγραφεύς που γράφει τραγωδίας
δράματα πάσης φύσεως καθώς και κωμωδίας.
Είμαι σχεδόν ημίγυμνος, αλλά και δεν με μέλει
πες του να μπει να τον δεχθώ, να δούμε τί με θέλει.»

Απ’ το πρώτο ανέβασμα του έργου το 1993 στο θέατρο «ΣΤΟΑ», το χιούμορ του Μποστ, ο οποίος ήθελε «οι θεατές περισσότερο να χαμογελάνε και λιγότερο να χαχανίζουν», πέτυχε τον στόχο του και δημιούργησε μια μοναδική σάτιρα βασισμένη στις πιο τραγικές ιστορίες της αρχαίας δραματουργίας. Με τη μοναδικότητα της γραφής του μετέτρεψε την τραγική ηρωίδα του Ευριπίδη σε μια -μέχρι δακρύων από τα γέλια- κωμικοτραγική φιγούρα και, παράλληλα, με αριστοφανικές μεταφορές και συνεχείς παρερμηνείες καυτηρίασε τη νεοελληνική πραγματικότητα.

Όπως ο ίδιος ανέφερε χαρακτηριστικά: «Πρόκειται για ένα έργο που επικρίνει τους επικριτάς, προβληματίζει τους κριτάς και ελευθερώνει τους θεατάς»

 Υπόθεση

Από το 1987 λέγανε διαρκώς ο Θανάσης Παπαγεωργίου και η Λήδα Πρωτοψάλτη στον Μποστ: «γράψε κάτι καινούργιο Μέντη» κι εκείνος ζητούσε να του δώσουνε θέματα και ιδέες. Το ένα το εύρισκε ανούσιο, το άλλο χιλιοειπωμένο, το τρίτο δεν του φαινότανε αστείο. Μέχρι που έπεσε η ιδέα για το αρχαίο δράμα και, έτσι απλά, του είπανε: «πάρε το θέμα σου από μια τραγωδία».

Όμως, από όσες τραγωδίες του προτείνανε καμιά δεν του προκάλεσε ενδιαφέρον για ν΄ ασχοληθεί. Όταν του μιλήσανε για τη Μήδεια του Ευριπίδη, αναθάρρησε. «Αυτή μάλιστα, έχει και φόνους», είπε μ’ εκείνο το πονηρό και πολλά υποσχόμενο μισοχαμόγελό του. Κι έτσι, γεννήθηκε η «Μήδεια».

Ο Μποστ πήρε την τραγική ηρωίδα του Ευριπίδη και την ξαναγέννησε όπως ήθελε αυτός και, μάλιστα, με τρελό κέφι. Η παλιά Μήδεια μπορεί να έφτυσε αίμα στα χέρια του, αλλά βγήκε ολοκαίνουργια, κεφάτη, σέξι, ποπ και, κυρίως, εκρηκτική και απροσδόκητη, από το ευφάνταστο extreme makeover που της επεφύλαξε!

Όπως και στη Φαύστα του, έτσι και εδώ ο Μποστ, μας δίνει την υπόθεση του έργου δια μέσου του Προλόγου, ο οποίος λέγεται από τον Τροφό:

«Είμαι τροφός των δυο παιδιών, του Ιάσων και της Μήδειας και ηλικίας και των δυο απάνω κάτω ίδιας. Στα δεκατρία δηλαδή, είναι το ένα το παιδί και όσο για το άλλο, γύρω στα δεκατέσσερα και όχι πιο μεγάλο. Δουλειά μου είναι το πρωί, στον ήλιο να τα βγάζω, κι’ όταν βραδιάζει αρκετά στο σπίτι να τα βάζω. Σε μία κρίση έρωτος η άσπλαχνη μητέρα θέλων να δώση μάθημα στον άπιστο πατέρα, σφάζει τα δύο της τα παιδιά λόγω ζηλοφθονίας προβαίνων εις την διάπραξιν φρικτής δολοφονίας. Πράγμα φρικτόν ο έρωτας. Τον άνθρωπο τρελαίνει και μαρασμόν μάς προκαλεί και ο θνητός πεθαίνει.»

Και πραγματικά, αυτή είναι η υπόθεση της Μήδειας. Έπειτα, ο Τροφός απαγγέλλει ένα ηθικό δίδαγμα, αναφορικά με τον Έρωτα και τα δεινά που προκαλεί σε θνητούς, νέους και γέρους.

O Μποστ κατάφερε να δημιουργήσει ένα εντελώς προσωπικό και αναγνωρίσιμο σατιρικό ύφος, ως σκιτσογράφος, κειμενογράφος, θεατρικός συγγραφέας, αλλά και ζωγράφος. Η ανορθόδοξη χρήση της γλώσσας και τα σκοπίμως ανορθόγραφα κείμενά του είχαν στόχο να αποδομήσουν την καθαρεύουσα και να καθιερώσουν τη δημοτική γλώσσα. Η σάτιρα του Μποστ έβαζε στο στόχαστρό της τον μικροαστό Έλληνα των μεταπολεμικών δεκαετιών, τον καθωσπρεπισμό, την ημιμάθεια, τον νεοπλουτισμό, την ξενομανία, τις έντονες ταξικές αντιθέσεις της μεταπολεμικής Ελλάδας, καθώς και την ελληνική πολιτική ζωή.

«Η Μήδεια, η Αντιγόνη, ένας ψαράς, ο Ιάσονας, μια καλόγρια και ένας διαφορετικός Χορός, συναντιούνται αναπάντεχα για να διαλύσουν κάθε μας βεβαιότητα, «να επικρίνουν τους επικριτάς, να προβληματίσουν τους κριτάς και να ελευθερώσουν τους θεατάς».

Ο συγγραφέας

Ο Χρύσανθος Βοσταντζόγλου του Κλεόβουλου και της Ουρανίας (γνωστός ως Μέντης Μποσταντζόγλου ή Μποστ) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1920 η οικογένειά του κατέφυγε στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και το 1926 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Από παιδί έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, τις ξένες γλώσσες και τη ζωγραφική.

Το παρατσούκλι Μέντης τον συνόδευε από τα γυμνασιακά του χρόνια. Το 1939 έδωσε εξετάσεις στην Σχολή Καλών Τεχνών, σταμάτησε όμως να παρακολουθεί μαθήματα έξι μήνες αργότερα, καθώς ήθελε να ακολουθήσει προσωπικό δρόμο. Την ίδια χρονιά πρωτοεμφανίστηκε ως εικονογράφος, στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα του Δημήτρη Φωτιάδη.

Στο χώρο των γραμμάτων πρωτοεμφανίστηκε το 1945 με την έκδοση του βιβλίου Ο Άγιος Φανούριος. Θέμα για δούλεμα. Βοήθημα διά την κατανόησιν των κινέζων κλασικών του 20ου αιώνος, ήτοι των συγγραφέων Γκά-τσου και Βου-σβου-νι, με εμφανή ήδη στοιχεία, τις επιρροές που δέχτηκε από το καλλιτεχνικό ρεύμα του υπερρεαλισμού αλλά και του ιδιότυπου σατιρικού λόγου του. Το 1948 παντρεύτηκε τη Μαρία Παπαγιαννακοπούλου με την οποία απέκτησε δύο γιους. Πέθανε στην Αθήνα.

O Μποστ ασχολήθηκε τόσο με τις εικαστικές τέχνες όσο και με την τέχνη του λόγου. Σκιτσογράφος, εικονογράφος, γελοιογράφος, χαρτογράφος και ζωγράφος, συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες, περιοδικά και εκδοτικούς οίκους, πραγματοποίησε εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και εξέδωσε λευκώματα με τη δουλειά του, από τα οποία σημειώνουμε ενδεικτικά την ιδιαίτερα επιτυχημένη έκδοση Σκίτσα του Μποστ με πρόλογο του Ηλία Πετρόπουλου (1959).

Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, σε συνεργασία με τον οποίο ο Μποστ έγραψε και τα κείμενα για την παράσταση «Όμορφη Πόλη» που πραγματοποιήθηκε με επιτυχία στο θέατρο Παρκ το καλοκαίρι του 1962. Είχε προηγηθεί το πρώτο θεατρικό έργο του με τίτλο «Δον Κιχώτης» (1961).

Σταθμός ωστόσο στην πορεία του ως θεατρικού συγγραφέα υπήρξε η «Φαύστα» ή «Η απολεσθείς κόρη» (1964). Ο θεατρικός λόγος του Μποστ εκφράζει την αγωνία του για τη σύγχρονη Ελλάδα μέσα από τη δίοδο της ευφυούς σάτιρας και αποτελεί καρπό δημιουργικής αφομοίωσης των διαβασμάτων του συγγραφέα αλλά και της λαϊκής ελληνικής παράδοσης.

Έγραψε επίσης πεζά κείμενα και ευθυμογραφήματα. Παράλληλα, ασχολήθηκε για χρόνια με το πολιτικό χρονογράφημα, ενώ για την αγωνιστική του δράση στο χώρο της Αριστεράς γνώρισε διώξεις ήδη από την περίοδο της γερμανικής κατοχής, αλλά και στη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας.

Η παράσταση

Η γκροτέσκα εκδοχή που παρουσιάζει ο Γιάννης Καλαβριανός με τη συνεργασία της Έρις Κύργια στη δραματουργική επεξεργασία (ως έξυπνη παραμόρφωση με διττό στόχο την απλή τέρψη της δωρεάν κωμικής εντύπωσης και την πολιτική ή φιλοσοφική σάτιρα), περιέχει αρκετά στοιχεία που μετατρέπουν το αρχικό κείμενο σε μια ακόμα πιο ξέφρενη κωμωδία, που εξακολουθεί να στηρίζεται στο μοναδικό σπινθηροβόλο πνεύμα του συγγραφέα, βασισμένη στις πιο τραγικές ιστορίες της αρχαίας δραματουργίας. Είναι, όμως, τόσες πολλές οι προσθήκες, οι παρεμβάσεις, τα μπόλια ό,τι να’ ναι, ώστε θα τη χαρακτήριζε κανείς άνετα, έμμετρη σύγχρονη επιθεώρηση με όλες τις απαραίτητες ευωδιαστές, πεντανόστιμες sauces και άλλα τραγανιστά εδέσματα, αυτά που αρέσκονται να καταναλώνουν οι θεατές και να ξεσπούν σε ακράτητα γέλια, όπως ειρωνικά σχόλια για την ελευθερία του Τύπου («τύπου ελευθερία»), για το μεταναστευτικό, την ακρίβεια, την παιδεραστία, τους πρόσφυγες και άλλα ζητήματα, επίκαιρα και ζοφερά, τόσο για την κοινωνία όσο και για το ίδιο το Εθνικό Θέατρο.

Ενεργοποιώντας και τη συγγραφική του ιδιότητα ο Γιάννης Καλαβριανός, πρόσθεσε στο έργο δύο εμπνευσμένα δικά του χορικά, στο γλωσσικό μοτίβο του Μποστ, σε βαθμό που δεν ξεχωρίζεις ποιο είναι το πρωτότυπο και ποια η προσθήκη. Σκοπός του, να φρεσκάρει τη σάτιρα του τότε κειμένου που ήταν στραμμένη στην επικαιρότητα του 1993. Καινοτομία που πετυχαίνει απόλυτα.

Πρόκειται για μια, σίγουρα, ευφρόσυνη παράσταση του Εθνικού Θέατρου, όπου το πνευματώδες, πανούργο έργο του Μποστ, πλήρους σκανδαλώδους χιούμορ και ευφάνταστων δεκαπεντασύλλαβων στίχων, προκαλεί αβίαστα γέλιο. Ενώ στο κείμενο καυτηριάζεται η υποκρισία της κοινωνίας και των υψηλών θεσμών, παράλληλα δικαιολογείται η παιδοκτονία της Μήδειας και δίνεται η ευκαιρία στον τυφλό Οιδίποδα να δείξει στο κοινό την κοινωνική και ταξική του πτώση.

Με αδιάκοπη ειρωνεία τονίζεται η «εντιμότητα» και η «ηθική ανωτερότητα» των Ελλήνων έναντι άλλων λαών, ενώ κορυφαία σκηνή της παράστασης είναι η συνάντηση και ο διάλογος της ίδιας της Μήδειας με τον συγγραφέα της ομώνυμης τραγωδίας, Ευριπίδη. Ο ευφυής Μποστ σκαρφίζεται μια ευρηματική συνομιλία μεταξύ τους για να δώσει δήθεν στο κοινό πληροφορίες, για το πώς ο μεγάλος τραγωδός αποφάσισε να κάνει τη βασική του ηρωίδα φόνισσα των παιδιών της, ενώ η Μήδεια χωρίς να το καλοκαταλαβαίνει του δίνει ιδέες, για να προχωρήσει την υπόθεση του έργου του!

Σε μια ατμόσφαιρα πανηγυριού περισσεύει το τρελό κέφι, πλημμυρίζουν τη σκηνή τα ζωντανά, έντονα χρώματα απ’ τα ευφάνταστα υπέροχα κοστούμια, εμπνευσμένα, θαρρείς, από ένα λαμπερό τσίρκο σπουδαίων καλλιτεχνών, οι ηθοποιοί κεντάνε τους ρόλους με χρυσή κλωστή, σκορπάνε γέλιο, χαρίζουν ευφροσύνη, διασκεδάζουν αβίαστα εαυτούς και θεατές και απογειώνουν τον δεκαπεντασύλλαβο του χαρισματικού Μποστ.

Απολαυστική η εκρηκτική Γαλήνη Χατζηπασχάλη στον ρόλο της Μήδειας, η οποία ισορροπεί ολόκληρη την παράσταση με την τεχνική της ικανότητα. Ενσαρκώνει σπαρταριστά τη Μήδεια, ως σύγχρονη Ελληνίδα μάνα που, απηυδισμένη, αποφασίζει να σκοτώσει τα «παραστρατημένα» παιδιά της. Η Γαλήνη Χατζηπασχάλη είναι μια έξοχη Μήδεια, είναι φυσική κομεντιέν ηθοποιός, είναι απίστευτα διασκεδαστική και διαθέτει φλογερό ταπεραμέντο, εκπληκτική άρθρωση και ευγλωττία.

Ο καλός ηθοποιός Γιώργος Γλάστρας μεταμορφώνεται σε Τροφό – γελωτοποιό, που συμμερίζεται τα άγχη μιας μητέρας και δίνει πάντα λύσεις σε ό,τι αφορά στα παιδιά.

Ο έμπειρος Θανάσης Δήμου δωρίζει το ταλέντο του στους θεατές, προξενώντας αυθόρμητα γέλια ως Οιδίποδας, ενώ ο Στέλιος Ιακωβίδης δίνει σάρκα και οστά στον Ευριπίδη, τον γεμάτο αβεβαιότητα για τη συγγραφική του πορεία.

Η Αντιγόνη της Άντρης Θεοδότου μιλάει με κωμικότατο στόμφο και θρήνο αρχαίου δράματος, για την κατάντια του πατέρα της και τη δική της.

Η μοναδική Σύρμω Κεκέ – σ’ έναν διαρκή οίστρο – σκορπά γενναιόδωρα το γέλιο, ως καλόγρια Πόλυ, εντυπωσιακή φιγούρα από μόνη της και, σαφέστατα, δεινό υποκριτικό ταλέντο.

Ο Ιάσων – Σταύρος Σβήγκος, ωραίος και μοιραίος, ακτινοβολεί στη σκηνή ως άστατος ερωτύλος, εγωπαθής μεν, φλογερός εραστής δε.

Ο Χορός (Μαρία Κωνσταντά, Ειρήνη Μακρή, Λυγερή Μητροπούλου, Ελπίδα Νικολάου, Κατερίνα Πατσιάνη, Ματίνα Περγιουδάκη, Μαριάμ Ρουχάτζε, Θεοδοσία Σαββάκη, Νιόβη Χαραλάμπους) με την εξαιρετική Μαρία Κοσκινά κορυφαία, είναι καλοκουρδισμένη ομάδα ταλαντούχων γυναικών στην υποκριτική, στην κίνηση, στο τραγούδι.

Να σημειώσω ότι όλοι οι ηθοποιοί είναι καλλίφωνοι και αποδίδουν πολυφωνικά τα υπέροχα χορικά που πρόσθεσε ο σκηνοθέτης σε συνεργασία με τον ευφυή συνθέτη Θοδωρή Οικονόμου, ο οποίος παίζει ζωντανά στη σκηνή πιάνο, όπως και οι υπόλοιποι εξαίρετοι μουσικοί.

Τα κοστούμια της Βάνας Γιαννούλα ιδιαιτέρως έξυπνα, ενδεικτικά των διαφορετικών εποχών τις οποίες διένυσε και συνεχίζει να διανύει η Ελλάδα, έχουν σκελετό φορεσιάς λαϊκής γειτονιάς αλλά με σύγχρονα στοιχεία, όμως, όλα σχεδιασμένα πάνω σε σουρεαλιστικά πατρόν, ενώ στιγματίζουν την προσωπικότητα του κάθε ήρωα.

Το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, λειτουργικό. Δράση μπροστά σ’ ένα, υποτίθεται, ολόχρυσο ερειπωμένο παλάτι. Ασφαλώς, παράσταση μπορεί να γίνει και σε παντελώς έρημη σκηνή, οπότε δε μένουμε στα σκηνικά.
Την αξιέπαινη κινησιολογία των ηθοποιών επιμελήθηκε η Μαριάννα Καβαλλιεράτου.

Αυτή η «Μήδεια» του Μποστ, συν τις κάμποσες προσθήκες, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Καλαβριανού, είναι μια απολαυστική παράσταση, μια σύγχρονη επιθεώρηση, χωρίς βαρύγδουπες αναλύσεις και μεγαλοστομίες, μια πλούσια, ωστόσο, παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου.

Επίλογος

Με έναν 20μελή θίασο και μια μη αναμενόμενη ορχήστρα εγχόρδων με τέσσερις μουσικούς επί σκηνής, σε ένα σκηνικό που θυμίζει χρυσό ερειπιώνα η σκηνοθεσία με παιγνιώδη διάθεση βουτά στην ανελέητη κωμωδία του σπουδαίου συγγραφέα. Αντλώντας έμπνευση από την αισθητική του δημιουργού της και προσπαθώντας να προσεγγίσει την καθαρότητα της γελοιογραφίας, η παράσταση επιχειρεί μια κατάδυση στο καλλιτεχνικό σύμπαν του Μποστ.

«Υπήρξαμε πολύ πιστοί σ’ αυτήν την τραγωδία. Κι από την πολλή πιστότητα, κάναμε κωμωδία» επιβεβαιώνουν τραγουδιστά και, εν χορώ, οι πρωταγωνιστές της.

Ταυτότητα παράστασης

Σκηνοθεσία: Γιάννης Καλαβριανός

Δραματουργική επεξεργασία: Γιάννης Καλαβριανός, Έρι Κύργια

Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη

Κοστούμια: Βάνα Γιαννούλα

Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου

Χορογραφία: Μαριάννα Καβαλλιεράτου

Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος

Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου

Δραματολόγος παράστασης: Εύα Σαραγά

Βοηθός σκηνοθέτη: Κέλλυ Παπαδοπούλου

Β΄βοηθός σκηνοθέτη: Διονυσία Βλαστέλλη

Βοηθός σκηνογράφου: Κατερίνα Βλάχμπεη

Βοηθός ενδυματολόγου: Αλέξανδρος Γαρνάβος

Διανομή (με αλφαβητική σειρά)

Γιώργος Γλάστρας                                           Τροφός

Θανάσης Δήμου                                               Οιδίποδας

Άνδρη Θεοδότου                                             Αντιγόνη

Στέλιος Ιακωβίδης                                           Ευριπίδης

Θανάσης Ισιδώρου                                         Ψαράς

Σύρμω Κεκέ                                                        Καλόγρια

Μαρία Κοσκινά                                  Κορυφαία

Φανή Παναγιωτίδου                                      Εξάγγελος

Γιώργος Σαββίδης                                            Καλόγερος

Σταύρος Σβήγκος                                             Ιάσονας

Γαλήνη Χατζηπασχάλη                    Μήδεια

Χορός (αλφαβητικά)

Μαρία Κωνσταντά, Ειρήνη Μακρή, Λυγερή Μητροπούλου, Ελπίδα Νικολάου, Κατερίνα Πατσιάνη, Ματίνα Περγιουδάκη, Μαριάμ Ρουχάτζε, Θεοδοσία Σαββάκη, Νιόβη Χαραλάμπους.

Μουσικοί επί σκηνής (αλφαβητικά)

Παρασκευάς Κίτσος (κοντραμπάσο), Θοδωρής Οικονόμου (πιάνο–μουσική διεύθυνση), Δημήτρης Χουντής (σοπράνο σαξόφωνο), Μαρία Χριστίνα Harper (άρπα).

Φωτογράφος παράστασης: Ελίνα Γιουνανλή

Δημιουργία βίντεο: Xρήστος Συμεωνίδης

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

 

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΘΕΜΑΤΑ

Τι απαιτεί ο δήμος Καβάλας από τους δημότες για την πυρασφάλεια

Συνέντευξη Τύπου για τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος που...

Εξιχνιάστηκαν 5 απάτες σε βάρος ηλικιωμένων σε περιοχές της Καβάλας

Εξιχνιάσθηκαν έπειτα από επιστάμενες έρευνες των αστυνομικών του Τμήματος...

Έκανε το σπίτι του θερμοκήπιο καλλιέργειας κάνναβης

Συνελήφθη χθες (24-4-2024) το μεσημέρι, σε περιοχή της Θεσσαλονίκης,...

Κάνε ότι κοιμάσαι!

του Παύλου Λεμοντζή Αυτό έκανα. Δήθεν κοιμόμουν, με ανοικτά τα...

Κυκλοφοριακό: Τα χειρότερα έρχονται μετά το Πάσχα!!!

Αντώνης Μαστοράκης: Ζούμε πλέον εποχές που δεν υπήρχε ο...

Ευρωεκλογές: Δεν υπάρχουν περιθώρια για πειραματισμούς

Μπάμπης Δράκος: Να μην επιτρέπουμε στη χώρα να επιστρέψει...

Κ. Σιμιτσής: Δεν ασχολούμαι με τον κανονισμό στάθμευσης της Παναγίας

Κατηγορηματικά διαψεύδει ότι θα αναλάβει ως νομικός τους επαγγελματίες...