Πρόλογος
Σε μια ανεπτυγμένη κοινωνία σε επίπεδο υποδομών, αξιών και στάσεων ζωής, σύμφωνα με τα δεδομένα μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η συνάντηση γιατρού-ασθενούς δύναται να βασιστεί σε πατερναλισμό, πληροφόρηση, ερμηνεία ή συζήτηση. Ανάλογα με την επιστημονική πληρότητα του «πομπού» και του μορφωτικού επιπέδου του «δέκτη». Αυτή η συνάρτηση είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η κωμωδία «Ο κατά φαντασίαν ασθενής».
Το θέμα
Ο Μολιέρος, άρρωστος ο ίδιος από μικρή ηλικία, στρέφει τα βέλη του εναντίον των γιατρών της εποχής του. Η κατάσταση της ιατρικής του 17ου αιώνα δικαιολογούσε τέτοιες αποδοκιμασίες, ψόγους, μομφές. Υπήρχαν πολλοί τσαρλατάνοι και περιπλανώμενοι κομπογιαννίτες δίπλα στους επιστήμονες, οι οποίοι με καθάρσια, υποκλυσμούς, φλεβοτομές, με ύφος πομπώδες και φανταχτερές λατινικές ορολογίες, ασκούσαν το επάγγελμα του γιατρού, καμουφλάροντας έτσι την ανεπάρκεια των γνώσεών τους και την αναξιοπιστία των συνταγών τους.
Σήμερα η διάγνωση σε μια τέτοια περίπτωση, θα ήταν «υποχονδριακή νεύρωση» και οι φροϋδικοί ψυχαναλυτές θα ξάπλωναν τον ήρωα- Αργκάν, τουλάχιστον τέσσερις φορές την εβδομάδα στο γνωστό ντιβάνι, προσπαθώντας ν’ ανακαλύψουν τι πήγε λάθος στα τρία πρώτα χρόνια της ζωής του.
Την εποχή του Ζαν Μπατίστ Ποκελέν (1622 – 1673), γνωστότερου σαν Μολιέρου, γιατροί και αγύρτες εφάρμοζαν απλοϊκές μεθόδους ίασης, όμως, για έναν «κατά φαντασίαν ασθενή» η θεραπεία απαιτούσε απανωτά σοκ, όπως ακριβώς συμβαίνει στο τέλος της μολιερικής κωμωδίας του. Η στυγνή αποκάλυψη ότι η δεύτερη γυναίκα του ήρωα- ασθενούς, Μπελίνα, δεν έχει την παραμικρή διάθεση να κλάψει πάνω στο δήθεν πτώμα του, ανοίγει μεν τα μάτια του Αργκάν, ως προς την ιδιοτέλειά της, δεν καταφέρνει δε, να τον γιατρέψει οριστικά από τις αρρωστημένες του φαντασιώσεις.
Ο Αργκάν, άρρωστος μόνο στην φαντασία του, καταντάει με τον εγωισμό του και τις εμμονές του να ταπεινωθεί, να εξευτελιστεί και να γίνει έρμαιο στα χέρια των επιτήδειων «πρακτικών» της εποχής του. Ακόμα, με τις ακρότητές του, γίνεται τύραννος για τους ανθρώπους που έχει κάτω από την επίβλεψή του, κάνοντας τα παιδιά του να υποφέρουν. Θέλει να παντρέψει την κόρη του Αγγελική με γιατρό για να έχει δωρεάν ιατρική φροντίδα. Ο αδερφός του Μπεράλδος μαζί με την υπηρέτρια του Αργκάν, Τουανέττα, θα προσπαθήσουν να τον θεραπεύσουν από τις φαντασιοπληξίες του.
Ο Μολιέρος ήταν απόλυτος. Ξεπερνώντας τη συνηθισμένη του σάτιρα σ’ αυτό το κείμενο -ούτε λίγο ούτε πολύ- αρνείται κάθε θεραπευτική αγωγή που προτείνει η ιατρική επιστήμη. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι όποιος αρρωστήσει κι εφαρμόζει «κούρες», χάνει τον καιρό του. Πιστεύει δε, ότι η φύση είναι ο απόλυτος θεραπευτής. Παίζοντας ο ίδιος τον ρόλο του «ασθενούς κατά φαντασίαν» στη σκηνή, καταρρέει και μέσα σε λίγες ώρες πεθαίνει αβοήθητος.
Τοποθέτηση
Ο Μολιέρος δεν παύει κι εδώ να βυθίζει τη διεισδυτική του ματιά στην ψυχή των ηρώων του. Πίσω από τη φάρσα του «κατά φαντασίαν ασθενή», που άλλωστε εξελίσσεται την περίοδο των αποκριών, πίσω από τις γελοιότητες και τα ελαττώματα των ανθρώπων που παρουσιάζει, ξεσκεπάζει το βάθος των χαρακτήρων του και τις τραγικές συνέπειες των πράξεών τους. Παρόλο που υπάρχει μια αναμφισβήτητη τυποποίηση στους ρόλους που έγραψε, πίσω από την φαινομενική απλότητα του προσώπου κρύβεται μια φύση σύνθετη, αληθινά ανθρώπινη.
Από τις αρχές του 17ου αιώνα το λογοτεχνικό ρεύμα «μπαρόκ» ήταν παρών στη Γαλλία. Ωστόσο, το 1661 κατά την άφιξη του βασιλιά Λουδοβίκου 14ου, του περίφημου βασιλιά «Ήλιου», εμφανίζεται μια νέα λογοτεχνική τάση, ο κλασικισμός. Αρκετοί συγγραφείς όπως ο Ρακίνας και ο Μολιέρος έχουν χρησιμοποιήσει αυτήν την τάση. Αντιπροσωπευτικό δείγμα είναι η κωμωδία «Ο κατά φαντασίαν ασθενής» που έγραψε ο Μολιέρος το 1673. Σε μια πρώτη ανάγνωση του κειμένου, αντιλαμβανόμαστε σαφέστατα ότι ο συγγραφέας επικεντρώνεται στους φορμαλιστές γιατρούς, ύστερα στους χαρακτήρες οπορτουνιστές και τρίτον στις σχέσεις γονέα –παιδιού. Υπερτερεί η αγάπη των παιδιών προς τον πατέρα, σαν ένα μήνυμα ιερού καθήκοντος και όχι συμβατικής υποχρέωσης.
Εάν ο θεατής της συγκεκριμένης παράστασης μπορεί να ερμηνεύσει το έργο και πέρα από την αισθητική Φιλιππίδη, την οποία υπεραγαπά και συρρέει σε θέατρα για να την χειροκροτήσει, τότε έχουν σημασία τα όσα έγραψα πριν. Διαφορετικά, μένει στο «πήγαμε, γελάσαμε, τι ωραία που περάσαμε». Άλλωστε, ο Πέτρος Φιλιππίδης έδωσε μια συνέντευξη πρόσφατα (ίσως και περισσότερες) στην οποία έλεγε ότι δεν τον ενδιαφέρει καμία κριτική. Ούτε η καλή ούτε η κακή. Ξέρει, βέβαια, ότι ουδείς είναι υπεράνω κριτικής. Όλοι κρινόμαστε. Έτσι, θα πω ότι η παράσταση συγκέντρωσε μέγα πλήθος. Σπάνια βλέπω τέτοια πληρότητα στο αρχαίο θέατρο Φιλίππων, όπως αυτή που πέτυχε ο δημοφιλής κωμικός. Χιλιάδες θεατές κατέκλυσαν διαζώματα, σκαλάκια διαδρόμων, έως και τον λόφο πάνω από το κοίλο, πολύ πριν την έναρξη. Δεκάδες άλλοι έμειναν έξω από την είσοδο. Η μία και μόνη παράσταση φάνηκε πολύ λίγη για το διψασμένο για γέλιο κοινό. Οτιδήποτε κι αν έπαιζε ο Πέτρος Φιλιππίδης θα συνέβαινε το ίδιο. Η έλευσή του, τελικά, σε έναν τόπο είναι γεγονός. Τουλάχιστον κοινωνικό.
Η παράσταση
Με αριστοφανικό δάνειο ξεκίνησε. Εμφανίστηκε ο πρωταγωνιστής, κοίταξε με τον γνώριμό του τρόπο το κοινό σιωπηλός, αυτόν τον τρόπο που θεωρώ ότι κάθε που τον φέρνει στο προσκήνιο είναι μια εξαιρετική εσωτερική ερμηνεία του ύφους Μπάστερ Κίτον, άφησε ένα μεγαλόπρεπο οπίσθιο εκφύσημα με echo, σείστηκε το θέατρο από τα γέλια κι έφυγε στα ενδότερα του σκηνικού, που αναπαριστούσε το πλούσιο σπιτικό του. Στην επόμενη σκηνή, το μουσικό επεισόδιο. Ο θίασος εμφανίζεται από τη μια είσοδο σαν μια ανθρώπινη κλειστή πολύχρωμη δέσμη, που με την πλημμυρίδα της υπέροχης μουσικής του Θέμη Καραμουρατίδη σκορπίζει, δημιουργεί χορό αττικής κωμωδίας και προϊδεάζει το κοινό για μια συνέχεια ευφορίας. Ξετυλίγεται η ιστορία αναπάντεχα απολαυστική, έκδηλη η ικανοποίηση των θεατών από τα παθήματα του Αργκάν, έως το ευτυχισμένο τέλος.
Παρά τη μεγάλη διάρκεια οι αποχωρήσεις ήταν ελάχιστες, ενώ στην τελευταία πράξη οι ερμηνείες των ηθοποιών απογείωσαν παράσταση και κοινό. Έξοχοι ερμηνευτές, άξιοι συνοδοιπόροι του Φιλιππίδη, ο οποίος αν έκοβε τους πλεονασμούς, τις υπερβολές, τις αυθαίρετες προσθήκες στο κείμενο χάριν της τέρψης θεατών, όπως πιστεύει και, όπως φαίνεται από τις αντιδράσεις δικαιώνεται, θα ήταν ένας εξαίρετος «κατά φαντασίαν ασθενής». Δυστυχώς, παρορμητικός ο ίδιος και χωρίς σκηνοθέτη να τον περιμαζέψει, πλατείαζε αδικαιολόγητα σε αρκετές στιγμές και εύκολα γκρέμιζε ό,τι έχτιζε μέσα στο ίδιο λεπτό, επειδή έχανε με τη θέληση του το μέτρο. Ωστόσο, του αξίζουν έπαινοι για την πολλή δουλειά σε όλα τα επίπεδα, εφόσον υπογράφει μετάφραση, σκηνοθεσία και ερμηνεύει τον Αργκάν, τραγουδά και χορεύει και ξεχωρίζει ως πυλώνας του οικοδομήματος.
Έκπληξη ο Αντίνοος Αλμπάνης στον ρόλο του θηλυπρεπούς Τομά, εξαιρετικός στην κίνηση και τον λόγο, απέδειξε πόσο καλός ηθοποιός είναι. Παρά τις υπερβολές στις ερμηνείες τους, άρεσαν και επευφημήθηκαν και οι υπόλοιποι ηθοποιοί της διανομής. Υπηρέτησαν τη σκηνοθετική γραμμή της επιτήδευσης με τον καλύτερο τρόπο και διακρίθηκαν και για τις ερμηνείες και για τη συνεργασία τους. Τα υπέροχα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ μέσα στην εποχή, οι χορογραφίες της Ελπίδας Νίνου άκρως διασκεδαστικές, θύμισαν στάσιμα αττικής κωμωδίας, η δε τελευταία σκηνή, ένα έξοχο μιούζικαλ υψηλής αισθητικής.
Επρόκειτο για μια τυποποιημένη στο καλούπι «Φιλιππίδης» παράσταση, που της αναγνωρίζω ένα κατόρθωμα. Έβγαλε τόσες χιλιάδες ανθρώπους από τα σπίτια τους και τους έφερε στο θέατρο. Αφουγκράστηκα πολλές φορές το κοινό κι άκουσα πολλούς να λένε ότι έρχονται πρώτη τους φορά στους Φίλιππους. Κέρδος για το θέατρο.
Η ταυτότητα της παράστασης:
Μετάφραση-Απόδοση: Πέτρος Φιλιππίδης, Δημήτρης Φιλιππίδης
Σκηνοθεσία: Πέτρος Φιλιππίδης
Σκηνικά-Κοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ
Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης
Χορογραφίες-Κινησιολογία: Ελπίδα Νίνου
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Μουσική διδασκαλία: Παναγιώτης Τσεβάς
Βοηθός χορογράφος: Ζωή Πολυχρονιάδη
Βοηθός σκηνοθέτη: Χάρης Χιώτης
Παραγωγή: Θεατρικές Επιχειρήσεις Αφοί Τάγαρη
Παίζουν: Πέτρος Φιλιππίδης (Αργκάν), Μυρτώ Αλικάκη (Μπελίν), Τάκης Παπαματθαίου (Μπεράλντ), Τάσος Γιαννόπουλος (κος Ντιαφουαρύς), Αντίνοος Αλμπάνης (Τομά Ντιαφουαρύς), Λαέρτης Μαλκότσης (Μπονφουά), Ιωάννα Ασημακοπούλου (Τουανέτ), Νεφέλη Κουρή (Ανζελίκ), Ρένος Ρώτας (Κλεάντ), Θάλεια Σταματέλου (Λουιζόν), Χάρης Χιώτης (κος Φλεράν), Βαγγέλης Κυπαρίσσης (κος Πυργκόν).
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ