Διάβασα ότι η παράσταση είχε ανεβεί Θεσσαλονίκη, υμνήθηκε, κατέβηκε Αθήνα, ξαναϋμνήθηκε κι επέστρεψε στη συμπρωτεύουσα για να την απολαύσουν όσοι δεν πρόλαβαν.
Πραγματικά, αν θέλετε να περάσετε εβδομήντα λεπτά στη χώρα του Ιταλού «Πήτερ –Παν» Τζοβάνι Γκουαρέσκι ή αλλιώς στη σφαίρα της ευφορίας, κλείστε θέσεις και μην το πολυσκέφτεστε. Προλαβαίνετε να εκτονωθείτε με αβίαστο γέλιο, να απογειωθείτε από τους φρενήρεις ρυθμούς και να θαυμάσετε ερμηνευτική επιδεξιότητα επί σκηνής, ευρηματικότατη σκηνοθεσία, πνευματώδεις ατάκες, απίστευτες ανατροπές, ευφάνταστα γκαγκς και μια έξοχα ενορχηστρωμένη συνύπαρξη τριών καλλιτεχνών που, κυριολεκτικά, σαρώνουν τη σκηνή.
Υπόθεση: Σύμφωνα με το πρόγραμμα, η Κλοτίλδη Τρολ είναι η πιο όμορφη, πλούσια και περιζήτητη νύφη της πόλης της. Στη γοητεία της αντιστέκεται μονάχα ένας, ο κόμης Φιλιμάριο Ντυμπλέ. Για την ακρίβεια, τη βρίσκει εξόχως ενοχλητική και αυτό είναι άκρως εκνευριστικό για την Κλοτίλδη. Του στήνει μια αθώα φάρσα που σύντομα ξεφεύγει από τον έλεγχό της. Θα παρασυρθούν σε μια δίνη περιπετειών, που θα τους ταξιδέψει σε ερημικά νησιά, φυλακές, καζίνο με λαθρέμπορους, πειρατίνες και αστυνόμους. Οι δυο τους προκαλούν ο ένας τον άλλον με μανία ακροβατώντας στη λεπτή γραμμή που χωρίζει το μίσος από τον έρωτα. ΄Η μήπως δεν υπάρχει διάκριση;
Στο έργο, γραμμένο το 1942, σε εποχή δύσκολη για σάτιρα στη φασιστική περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ο Ιταλός συγγραφέας, δημοσιογράφος και χιουμορίστας Τζοβάνι Γκουαρέσκι – γνωστός στο ελληνικό κοινό για το έργο του «Δον Καμίλο»– σκιαγραφεί μια παρωδία των ερωτικών μυθιστορημάτων του 19ου αιώνα γεμάτη παρεξηγήσεις, απίθανες σκηνές δράσης και έναν έρωτα κάθε άλλο παρά συνηθισμένο.
Η Αμαλία Καβάλη και ο Γιάννης Σοφολόγης είναι δυο νέοι multi καλλιτέχνες , που έπιασαν το κείμενο στα χέρια τους πρώτα κι ύστερα στο στόμα τους, το ξήλωσαν, το έραψαν, το κέντησαν, το έκαναν «δικό» μας, το φόρτωσαν και με το χιούμορ του Έλληνα-Ελληναρά, έμπλεξαν ανάμεσά τους και τον μουσικό Gary Salomon με την ηλεκτρική του κιθάρα κι έφτιαξαν μια απολαυστική παράσταση, που γενναιόδωρα πρόσφεραν στο κοινό. Το δε κοινό, σε όλη τη διάρκειά της ευφραίνεται, παραληρεί και στέλνει πίσω , σαν σωστός καθρέφτης, την ψυχική του ευφορία. Εξαιρετική διάδραση. Και πώς αλλιώς, όταν η «Καίτη» η δολοπλόκα και παράνομη είναι μια αδίστακτη έμπορος οπίου, του οποίου οι βλαβερές συνέπειες είναι παντίοις γνωστές. Ο δε κόμης Ντυμπλέ μεταλλάσσεται σε Ντυγκρί, σε Ντυκόκκινο, σε Ντυμαύρο, σε Ντυπολύχρωμο άθυρμα, όπως τον θέλανε οι δυο διασκευαστές-σκηνοθέτες- ερμηνευτές, αναλόγως την περίπτωση. Όσο για την Κλοτίλδη Τρολ, το επίθετο τα λέει όλα.
Στην εμπεριστατωμένη μελέτη της κριτικού Ματίνας Καλτάκη εντοπίζουμε ενδιαφέρουσες σχέσεις στις διακειμενικές αναφορές του μυθιστορήματος: από τις «Περιπέτειες του Βαρόνου Μινχάουζεν» του Γκότφριντ Μπίργκερ (1785) και τον «Κόμη Μοντεχρήστο» του Δουμά πατέρα (1844), έως τα περιπετειώδη και αισθηματικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα με ληστές, πειρατές, καλούς αλλά κυνηγημένους ήρωες, απροσδόκητους έρωτες, τα best-seller της εποχής, όπου αστοί και μικροαστοί έσπευδαν να απολαύσουν και στις σκηνικές διασκευές τους. Μας έρχεται στο νου η περίπτωση του «Αρχισιδηρουργού» (1882) του Ζορζ Ονέ, καθώς οι πρωταγωνιστές θυμίζουν σε πολλά τους ήρωες του Γκουαρέσκι (η κεντρική ηρωίδα, η Κλαίρη, παντρεύεται για οικονομικούς λόγους τον Φίλιππο, τον αρχισιδηρουργό, αν και τον περιφρονεί ως παρακατιανό –τελικά τον ερωτεύεται παράφορα, γιατί εκτιμά τη σοβαρή, σταθερή συμπεριφορά του. Τέλος, η αληθοφάνεια δεν ενδιαφέρει τον Γκουαρέσκι και η επιρροή του Πιραντέλο είναι σαφής.
Η παράσταση: Η σάτιρα του Τζοβάνι Γκουαρέσκι διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία του είδους. Καυστικότητα, οξύ χιούμορ, διαπόμπευση με κομψότητα της άρχουσας τάξης της εποχής του, αλλά και της ανθρώπινης απληστίας που δε περιορίζεται χρονικά και τοπικά, εύστοχη στηλίτευση καταστάσεων και γεγονότων, σκιαγράφηση χαρακτήρων που «τα κακεντρεχή σχόλια τα τραβάει ο οργανισμός τους». Στη συγκεκριμένη αφήγηση ο ορθολογισμός πάει περίπατο, η μια περιπέτεια διαδέχεται την άλλη με εξαιρετικά ευρηματικό τρόπο. Τα πάντα σκηνογραφούνται από ένα πολυεργαλείο τραπέζι-καράβι- κρεβάτι ψυχιάτρου- φυλακή- νησί-ανάκτορο- χώρα ευδαιμονίας. Οι «διασκεδαστές» ενημερώνουν τους θεατές τι σκηνή πρόκειται να στήσουν, ποια έπρεπε να «ζωντανέψουν» αλλά δεν τους βγήκε, τι δεν έπρεπε να παρουσιάσουν αλλά το κάνουν. Το κοινό αντιδρά σε όλα θετικά κι έτσι καθίσταται εκούσιος «συνένοχος», συνοδοιπόρος σ’ αυτό το ξέφρενο αυτοσαρκαστικό, σουρεαλιστικό , μα απολαυστικό ταξίδι στο νησί «Μπες», προσηλώνεται στα δρώμενα, συνυπάρχει και αναλύει επιτυχώς- δύσκολη αυτή η κατάκτηση- τις πνευματώδεις αφηγήσεις. Αποκρυπτογράφηση φράσεων greeklish στο δευτερόλεπτο. Κρυμμένες έννοιες αυτομάτως στο φως, ευφυείς μίξεις ελληνικών τσιτάτων και λέξεων του συρμού στη ροή του πρωτότυπου κειμένου. Ένα πανέξυπνο θεατρικό παιχνίδι, ένα λεκτικό πιγκ-πογκ ανάμεσα στους δυο, καίριες παρεμβάσεις της κιθάρας κι όλο μαζί ένα κινούμενο μαγικό κόμικ σε θεατρική σκηνή, χωρίς να καταφεύγουν οι σκηνοθέτες –ερμηνευτές στην καρικατούρα, αλλά να στηρίζονται στην ατάκα, την κίνηση και την αρμονική τους συνεργασία. Η χημεία ανάμεσα στους τρεις τους δένει αξιοθαύμαστα. Η προσοχή στη λεπτομέρεια εμφανής , όπως και η πολλή δουλειά σε όλες τις παραμέτρους. Από τις ευτυχέστερες στιγμές σύγχρονης κωμωδίας σε έργο του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Πολλά μπράβο στους συντελεστές
Η ταυτότητα της παράστασης:
Συγγραφέας: Τζοβάνι Γκουαρέσκι
Σκηνοθεσία: Αμαλία Καβάλη – Γιάννης Σοφολόγης
Σκηνικά: Ζωή Μολυβδά-Φαμέλη
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική: Gary Salomon
Παίζουν: Αμαλία Καβάλη – Γιάννης Σοφολόγης
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ