Πρόλογος
Γυναικοκτονία! Πιθανώς, πολλοί συντηρητικοί κύκλοι στην Ελλάδα να μην αποδέχονται τον συγκεκριμένο όρο και να τον θεωρούν μια απόπειρα να «φορεθεί» ιδεολογικό πρόσημο στις δολοφονίες, ενώ άλλοι, ακόμα πιο ακραίοι, ισχυρίζονται ότι αυτός ο όρος δεν μπορεί να αφορά τα επί της Ευρώπης δρώμενα.
Η αλήθεια είναι, βέβαια, πολύ διαφορετική. Ο όρος έχει καθιερωθεί επιστημονικά και ο ορισμός του έχει δοθεί από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων.
Σύμφωνα, λοιπόν, μ’ αυτόν τον ορισμό «γυναικοκτονία» είναι: δολοφονίες γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του φύλου τους, οι οποίες διαπράττονται ή γίνονται ανεκτές τόσο από ιδιώτες όσο και από δημόσιους φορείς.
Ο όρος περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα άσκησης βίας από ερωτικό σύντροφο, τον βασανισμό και τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα μισογυνισμού, τη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών ως «εγκλήματα για λόγους τιμής» και λοιπές μορφές δολοφονίας, τη στοχευμένη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών στο πλαίσιο ένοπλων συγκρούσεων, και περιπτώσεις γυναικοκτονίας οι οποίες συνδέονται με συμμορίες, το οργανωμένο έγκλημα, εμπόρους ναρκωτικών και την εμπορία γυναικών και κοριτσιών.
Ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Γιώργος Χριστοδούλου ευαισθητοποιήθηκε από τα πολλά συμβάντα γυναικοκτονίας στη χώρα μας και έγραψε ένα έργο, τοποθετώντας μεν τα σύνορά του στην πόλη της Βέροιας, αλλά στην ανάπτυξή του τα αποσύρει και διευρύνει το «δια ταύτα», εφόσον το ζήτημα είναι οικουμενικό.
Το αυτό θέμα δεν είναι η πρώτη φορά που ανεβαίνει στο θέατρο. Πέρυσι παραστάθηκε στην Αθήνα το «Ουράνιο Τόξο» της Εύας Γκουντάρα, προηγήθηκε το «Γεύμα» της Λείας Βιτάλη, σαφώς και άλλα από την παγκόσμια δραματουργία, αλλά επειδή τα εγκλήματα συνεχίζονται, δυστυχώς, με τελευταίο αυτό της Νίκαιας, όπου εκ των υστέρων οι γείτονες που ήξεραν για την κακοποίηση της γυναίκας από τον σύζυγό της, έβλεπαν, άκουγαν κραυγές και δε μιλούσαν, λάλησαν στις κάμερες.
Υπόθεση
Μ’ αφορμή ένα αληθινό περιστατικό γυναικοκτονίας το 2020, στη Βέροια, που απασχόλησε έντονα την ελληνική κοινή γνώμη, ο Γιώργος Χριστοδούλου γράφει το θεατρικό έργο «Ο Συνεργός» το οποίο και σκηνοθετεί.
Ο Αποστόλης ζει ήρεμα τη ζωή του μαζί με τη γυναίκα του στο χωριό, όταν ένα βράδυ ο αγαπημένος του ξάδερφος θα του ομολογήσει πως σκότωσε την κοπέλα του, ζητώντας του να τον βοηθήσει να κρύψει το πτώμα. Εκείνος δέχεται και τότε ξεκινάει ένα γαϊτανάκι καταστροφής, ψεμάτων και ενοχών.
Σε μια εποχή που τα όρια του καλού και του κακού διερευνώνται εκ νέου, ο Γιώργος Χριστοδούλου, στην τρίτη του προσωπική σκηνοθεσία, μαζί με τους ηθοποιούς της παράστασης, προσπαθούν να κατανοήσουν το πώς ένας άνθρωπος αλλά και μια ολόκληρη κοινωνία, γίνεται πολύ εύκολα συνεργός.
Ανάγνωση
Η έννοια του καλού και του κακού ορίζονται πάνω στη σχέση του ανθρώπου με τον ίδιο του τον εαυτό και ανάμεσα σε αυτόν με τους συνανθρώπους του. Το καλό και το κακό σχετίζονται με την ύπαρξη ήθους και την απώλεια ήθους σε έναν άνθρωπο, αντίστοιχα. Ο άνθρωπος γεννιέται χωρίς ήθος. Επομένως, το κακό ενυπάρχει σε αυτόν εκ γενετής. Ο «οπλισμός» του ανθρώπου και της κοινωνίας του με ήθος προϋποθέτει μία σχετική προδιάθεση του ατόμου, ώστε να δεχθεί να ασκηθεί σε πράξεις που θεμελιώνουν ένα σχετικό ηθικό υπόβαθρο. Άρα, το καλό είναι μία αξία διαφορετική από το κακό και είναι επίκτητη όπως και όλες οι ηθικές αρετές.
Επιπροσθέτως, η σιωπή για λόγους ευθυνοφοβίας περισσότερο, παρά αδιαφορίας, αυτοπτών μαρτύρων σε βίαια και ακραία περιστατικά και, μάλιστα, επαναλαμβανόμενα στην περιοχή τους, όχι μόνο ακυρώνει το απόφθεγμα «η σιωπή είναι χρυσός» αλλά επιβεβαιώνει το ρητό «ο σιωπών δοκεί συναινείν».
Οι δύο αυτές παράγραφοι θεωρώ ότι είναι το «δια ταύτα» του έργου που έγραψε ο Γιώργος Χριστοδούλου, έχοντας πηγή έμπνευσης ζοφερές καταστάσεις που αφορούν στα εγκλήματα έμφυλης βίας και με επίκεντρο την πασίγνωστη γυναικοκτονία του 2005 στη Βέροια.
Η παράσταση
Αδρεναλίνη στα ύψη. Κόκκινο της φωτιάς, σαν κι αυτή που σιγοκαίει από την αρχή της παράστασης. Σύντομα η θρυαλλίδα εκρήγνυται, γίνεται πυρκαγιά, τυλίγει τα πρόσωπα, οι σπίθες αγκαλιάζουν την πλατεία κι όταν χορταίνει το κακό καταλήγει σε μια ήρεμη, ήσυχη, στάχτη. Εκεί στ’ αποκαΐδια πάνω, οι τέσσερις εξαιρετικοί ηθοποιοί της παράστασης υποκλίνονται στο κοινό και η αίθουσα με τη σειρά της υποκλίνεται σ’ αυτούς. Και σε κείνους που έχτισαν αυτό το οικοδόμημα τέχνης ή, αν θέλετε, αυτό το ενενηντάλεπτο κατηχητικό.
Αν και η μεταφορά στο θέατρο πραγματικών γεγονότων, όπως αυτό του 2005 στην ελληνική επαρχία, με τα τόσο έντονα στοιχεία ναρκισσισμού και αγωνίας που εμφανίστηκαν στην τηλεόραση, είναι δύσκολη και προκλητική, εντούτοις, ο Γιώργος Χριστοδούλου κατάφερε να δομήσει ένα κείμενο γεμάτο δύναμη και εκφραστικότητα, που ίσως στην αρχή ξαφνιάζει τον απροετοίμαστο θεατή με την προσέγγιση του, αλλά σύντομα τον απορροφά απόλυτα. Τον καθιστά «ένορκο» απέναντι στον αυτουργό, τον αναγκάζει να ερευνήσει τον εσωτερικό του κόσμο, να ανιχνεύσει θέσεις και αντιθέσεις του στο ζήτημα της συνέργειας του αυτόπτη ή αυτήκοου μάρτυρα, να χρωματίσει την ενσυναίσθησή του με το λευκό της αθωότητας ή το μαύρο της ενοχής.
Η σκηνοθεσία από τον ίδιο τον συγγραφέα δίνει έμφαση στη λεπτομέρεια. Σκηνές εκρηκτικές σε γρήγορους ρυθμούς, θαρρείς ένα δάνειο από το «Σπιρτόκουτο» του Οικονομίδη, σκηνές ένοχης σιωπής που καθηλώνουν τον θεατή, εμβόλιμα βίντεο σε ρόλο επεξηγηματικό, μα και περιγραφικό και κινηματογραφικές σεκάνς που μεγεθύνουν την ουσία, ελληνικά τραγούδια λαϊκά και έντεχνα, θέματα υπαινικτικά για συναισθηματικές καταστάσεις ηρώων και, σαφώς, έξυπνη εκμετάλλευση όλων των χώρων του θέατρου.
Ο συγγραφέας κρατά τα αληθινά γεγονότα και προσθέτει το δικό του μυθοπλαστικό πλαίσιο της οικογένειας του συνεργού, ενώ τα πρόσωπα που παίρνουν μέρος στη δράση είναι ο ίδιος ο δράστης, η μητέρα του θύματος και η σύζυγος του συνεργού.
«Είχα στο μυαλό μου, μελετώντας την υπόθεση, ότι υπάρχει ένα πρόσωπο που μέσα σε ένα βράδυ γίνεται συνεργός σε ένα τέτοιου τύπου έγκλημα από το πουθενά» δηλώνει ο Γιώργος Χριστοδούλου, ο οποίος δεν προσεγγίζει την ιστορία του ούτε από την πλευρά του θύματος ούτε από την πλευρά του θύτη, αλλά μέσα από το πρίσμα του περίγυρου που εμπλέκεται ουσιαστικά σ’ αυτό το ανθρώπινο δράμα.
Θα μπορούσα να χαρακτηρίσω την παράσταση του Γιώργου Χριστοδούλου «διδακτικό θέατρο», επειδή, μέσα από τον ρεαλισμό του αποσκοπεί στο να κατηχήσει το κοινό, καλώντας το να επεξεργαστεί ένα θέμα- πρόβλημα, να κατανοήσει μια νοσηρή κατάσταση (παθογένεια κοινωνίας – βλέπω, σιωπώ, συγκαλύπτω), και να υιοθετήσει μετά τη θέαση μια συγκεκριμένη ηθική ή πολιτική στάση. ΄Άλλωστε η παράσταση προσφέρει με σαφήνεια τη δύναμη του μηνύματος: Γνωρίζω και σιωπώ, είμαι συνεργός!
Η διανομή ευτύχησε στην απόδοση των ερμηνευτών.
Η ερμηνεία ενός ηθοποιού, στο όποιο έργο καλείται να υπηρετήσει, ποικίλει από την προβλεπόμενη, την κανονισμένη υπόκριση από τον σκηνοθέτη -συγγραφέα, μέχρι μια προσωπική μεταφορά, μια πλήρη αναδημιουργία εκ μέρους του ηθοποιού με βάση τις ικανότητές του. Ακριβώς αυτό συμβαίνει στην παράσταση από τον Χρήστο Κοντογεώργη, τον Γιώργο Τριανταφυλλίδη, την Μαρία Προϊστάκη, οι οποίοι αναλαμβάνουν πλήρως την κατασκευή των σημασιών, ώστε η ερμηνεία τους δε συνιστά μια δεύτερη γλώσσα, αλλά το ίδιο το υλικό του θέματος.
Δυνατή ερμηνεύτρια και η Φανή Παναγιωτίδου στον ρόλο της μητέρας, η οποία μελετημένα αναταράσσει τα ηθικά διλήμματα του συνεργού, ας πούμε ανάμεσα στο οικογενειακό, στο καθαρά συναισθηματικό και στο κοινωνικό καθήκον.
Μέσα στο λευκό κυβιστικό σκηνικό του Αλέξανδρου Γαρνάβου και της Τζίνας Ηλιοπούλου – ένα πεδίο όπου η σιωπή και η έκρηξη αντιμάχονται, ενώ ξεχύνεται από τη γλάστρα στο δάπεδο το χώμα, υπόγειος θανατερός ρύπος βρωμίζοντάς το – το θέμα αναδύεται χωρίς να υποβιβάζεται η παράσταση σε λαϊκό μελό, σε μια σκηνική συνάντηση ρεαλισμού και ντοκουμέντου.
Η μουσική επιμέλεια του Γιάννη Λατουσάκη, ένα «ναΐφ» μοτίβο, ντύνει την παράσταση, ενώ οι φωτισμοί της Ναυσικάς Χριστοδουλάκου ακολουθούν τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα. Από το φως στο σκοτάδι και τανάπαλι.
Επίλογος
Μέσα από τη γλώσσα του συμμετοχικού θεάτρου, ο θεατής γίνεται ταυτόχρονα και πρωταγωνιστής, που δρα, αλληλεπιδρά και μπορεί να ανατρέψει την αρνητική συνθήκη που του παρουσιάζεται, με στόχο να αναζητηθεί συλλογικά η «λύση» και να προχωρήσει στη συλλογική δράση.
Τα τελευταία χρόνια, οι λέξεις γυναικοκτονία, σεξουαλική κακοποίηση, revenge porn βρίσκονται πλέον καθημερινά στις συζητήσεις όλων μας και ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων που βιώνουν την αυξανόμενη βία.
Οφείλουμε, λοιπόν, να δώσουμε διέξοδο σε παλιές και νέες γενιές και να αναπτύξουμε τρόπους αντιμετώπισης και διαχείρισης της κλιμακούμενης έμφυλης βίας και των βαθιά εμπεδωμένων πατριαρχικών συμπεριφορών στην ελληνική κοινωνία.
Το θέατρο, πρωτίστως ως κοινωνικό λειτούργημα και ακολούθως ως ψυχαγωγία, είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος κατήχησης.
Το έργο συνεχίζει τις παραστάσεις του στο θέατρο «Επι Κολωνώ»
Συντελεστές
Σκηνοθεσία – κείμενο: Γιώργος Χριστοδούλου
Συμμετοχή στα Βίντεο-Τραγούδι: Αθηνά Σακαλή
Φωτισμοί: Ναυσικά Χριστοδουλάκου
Σκηνικά – Κοστούμια: Αλέξανδρος Γαρνάβος, Τζίνα Ηλιοπούλου
Παίζουν οι ηθοποιοί: Χρήστος Κοντογεώργης, Γιώργος Τριανταφυλλίδης, Μαρία Προϊστάκη, Φανή Παναγιωτίδου
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ