Γράφει ο Γιώργος Τσακίρης
Ήταν στα τέλη του 2019 όταν στα δελτία ειδήσεων της χώρας, ξεκίνησαν να γίνονται σποραδικές αναφορές για έναν νέο ιό ο οποίος έπληττε μία συγκεκριμένη περιοχή της Κίνας. Τόσο η μακρινή απόσταση που μας χωρίζει από την αχανή αυτή χώρα, όσο και τα ελάχιστα, για τα πληθυσμιακά της δεδομένα, κρούσματα στα οποία αναφέρονταν, μας έκαναν να αισθανόμαστε πως πρόκειται για κάτι το οποίο δεν μας αφορά.
Έπρεπε να έρθει ο Ιανουάριος του 2020, και συγκεκριμένα η 23η του μήνα, για να μάθουμε πως μία πόλη της Κίνας με το όνομα Γουχάν, με πληθυσμό κοντά στα 10εκ. κατοίκους, έχει τεθεί σε καραντίνα λόγω της ταχείας μετάδοσης ενός νέου κορωνοϊού και τα πολύ σοβαρά συμπτώματα αναπνευστικής ανεπάρκειας που αυτός προκαλεί. Την ίδια ημέρα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) χαρακτήριζε ως «μέσου κινδύνου» τον ιό και αποφάσιζε τη στενή παρακολούθηση της πορείας του, αλλά και των μέτρων που έπαιρνε η Κινεζική κυβέρνηση, με σκοπό τον περιορισμό του.
Μία μόλις εβδομάδα αργότερα, ο ΠΟΥ αποφάσιζε ότι η επιδημία του νέου κορωνοϊού στην Κίνα συνιστά «έκτακτη ανάγκη δημόσιας υγείας διεθνούς ανησυχίας».
Ο γενικός διευθυντής του ΠΟΥ κ. Γκεμπρεγέσους, ανακοίνωνε την απόφαση όταν τα κρούσματα, και παρά τα μέτρα που είχαν ληφθεί, είχαν πλέον αρχίσει να καταγράφονται σε τουλάχιστον 18 χώρες.
Ακόμη και τότε όμως, ο ΠΟΥ εκτιμούσε ότι δεν υπήρχε λόγος να περιοριστούν τα ταξίδια και οι εμπορικές συναλλαγές με την Κίνα.
Σε συνέντευξη τύπου στις 30 Ιανουαρίου, ο γενικός διευθυντής του Οργανισμού ανέφερε πως «Ο ΠΟΥ δεν συνιστά να περιοριστούν τα ταξίδια, οι εμπορικές συναλλαγές και η μετακίνηση (του πληθυσμού) και αντιτίθεται σε κάθε περιορισμό των ταξιδιών» ενώ αναφερόμενος στα μέτρα που λάμβανε η Κίνα, δήλωσε ότι «πιστεύει πως θα ανακόψουν την διάδοση του ιού».
Στις αρχές Φεβρουαρίου μάθαμε ότι έχουν επιβεβαιωθεί περίπου 29.000 κρούσματα, που σε ποσοστό 99% είχαν καταγραφεί στην Κίνα, ενώ μεμονωμένα κρούσματα είχαν διαπιστωθεί και σε ακόμη 26 χώρες, ιδιαίτερα σε γειτονικές της Κίνας περιοχές, λόγω του αυξημένου όγκου ταξιδιωτών.
Τις ίδιες ημέρες, ο πρύτανης του ΕΚΠΑ, καθηγητής κ. Αθ. Δημόπουλος, σε συνέντευξή του δήλωνε πως «σε σύγκριση με τις άλλες δύο επιδημίες κορωνοϊών τα τελευταία 20 χρόνια (SARS και MERS), ο νέος κορωνοϊός φαίνεται ότι είναι περισσότερο μολυσματικός, καθώς έχει υπολογιστεί ότι κάθε ασθενής προσβάλλει κατά μέσο όρο 2,68 άτομα, αλλά λιγότερο θανατηφόρος».
Τις ίδιες -όμως- επίσης ημέρες, η κατάσταση στην Κίνα φαινόταν πως είχε «ξεφύγει».
Οι ελλείψεις σε προμήθειες βασικού ιατρικού εξοπλισμού, συμπεριλαμβανομένων των μασκών, των προστατευτικών στολών και των υψηλής ποιότητας απολυμαντικών στα νοσοκομεία της Γουχάν ήταν πλέον εμφανείς, με τις υποδομές υγείας της πόλης να λειτουργούν πια πέραν των ορίων τους και τις κλίνες των μονάδων εντατικής θεραπείας που προορίζονταν για ασθενείς από τον ιό, να έχουν ήδη υπερκαλυφθεί.
Μόλις στις 12 Μαρτίου ο ΠΟΥ αναβάθμισε σε «πανδημία» την εξάπλωση του νέου κορωνοϊού, με το Ιράν και την Ιταλία να αποτελούν πλέον τις δύο χώρες στις οποίες εντοπιζόταν σημαντικός αριθμός κρουσμάτων.
Στην Ελλάδα, μετρούσαμε ήδη 89 επιβεβαιωμένα κρούσματα, που σχετίζονταν κατά βάση με ταξιδιώτες από την Ιταλία καθώς και με μια ομάδα προσκυνητών που είχαν ταξιδέψει στο Ισραήλ και την Αίγυπτο και τις επαφές τους.
Η Κίνα, εκείνες τις ημέρες, «μετρούσε» περισσότερα από 81.000 κρούσματα και τουλάχιστον 3.000 θανάτους. Μόλις 10 ημέρες αργότερα, ο αριθμός αυτός θα εξαπλασιαζόταν, με τον ιό να αποτελεί πλέον παγκόσμιο υγειονομικό φαινόμενο.
Στα τέλη πλέον Μαρτίου, με τις περισσότερες χώρες του κόσμου να έχουν ανακοινώσει μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας των πολιτών τους, αλλά και το κλείσιμο δημόσιων δομών και εμπορικών καταστημάτων, ο γενικός διευθυντής του ΠΟΥ αναφέρει πως «Με το να ζητάμε από τον κόσμο να μείνει στο σπίτι και να απαγορεύουμε τις μετακινήσεις, αγοράζουμε χρόνο και μειώνουμε τις πιέσεις στα συστήματα υγείας. Από μόνα τους αυτά τα μέτρα δεν θα εξαλείψουν τις πανδημίες».
Είχε πλέον αρχίσει να γίνεται εμφανές το εξαιρετικά σοβαρό ζήτημα των επιπτώσεων στις οικονομίες των χωρών που είχαν λάβει περιοριστικά μέτρα για την εξάπλωση του νέου κορωνοϊού.
Ακριβώς τότε, ξεκινούν να εμφανίζονται και οι περισσότερες αντιδράσεις αλλά και τα διάφορα υποθετικά σενάρια, με αντικείμενο το πού αποσκοπούσαν -στο σύνολό τους- όλες οι πολιτικές αποφάσεις που είχαν παρθεί με αφορμή την πανδημία του Covid-19, όπως είχε ονομαστεί ο νέος κορωνοϊός.
Ως ένας από εκείνους που από την πρώτη στιγμή πειθάρχησε στα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας, ταυτόχρονα όμως δεν έπαψε να ανησυχεί για «την επόμενη ημέρα» των μέτρων που άκουγε να ανακοινώνονται, ένιωθα την ανάγκη να βρω ακόμη πιο πειστικές απαντήσεις από αυτές που δημόσια προβάλλονταν (και προβάλλονται).
Το «γιατί» που έμμεσα ή άμεσα άκουγα από όλο και περισσότερους που δεν έμεναν ικανοποιημένοι από τις πληροφορίες που έπαιρναν, έπρεπε να απαντηθεί.
Όπως λοιπόν έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω, η εμπειρία που είχε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας από τις δύο προηγούμενες (και πιο γνωστές) περιπτώσεις κορωνοϊών, του SARS και του MERS, ήταν πως με τον περιορισμό και τη νοσηλεία όσων είχαν ασθενήσει, ο ιός σταδιακά «εξασθενούσε».
Κατά τα άλλα, ο νέος κορωνοϊός ήταν «ο μεγάλος άγνωστος».
Αυτό που -σχετικά- άργησε να γίνει αντιληπτό, ήταν πως ο νέος κορωνοϊός ήταν πολύ περισσότερο μολυσματικός από τους προηγούμενους, λιγότερο όμως θανατηφόρος. Ταυτόχρονα, η εμπειρία από τις ασφυκτικές πιέσεις που δέχθηκε και η παρ’ ολίγον κατάρρευση του δημόσιου συστήματος υγείας της Κίνας, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στις πολιτικές αποφάσεις που έπρεπε να ληφθούν.
Η «ομολογία» άλλωστε του γενικού διευθυντή του ΠΟΥ στα τέλη Μαρτίου πως «με το να ζητάμε από τον κόσμο να μείνει στο σπίτι και να απαγορεύουμε τις μετακινήσεις, αγοράζουμε χρόνο και μειώνουμε τις πιέσεις στα συστήματα υγείας», απλά επιβεβαίωνε τους φόβους των ηγετών, οι οποίοι είχαν πλέον να αντιμετωπίσουν το εξής δίλημμα : Με το εξαιρετικά σημαντικό δεδομένο πως ο νέος κορωνοϊός είναι περισσότερο μολυσματικός, μεταδίδεται δηλαδή πολύ περισσότερο και πιο γρήγορα από τους προηγούμενους, τι είναι σημαντικότερο και πώς μπορούμε να το ελέγξουμε; Η πιθανή κατάρρευση του δημόσιου συστήματος υγείας της χώρας από την πίεση που θα δεχόταν λόγω της μεγάλης μετάδοσης του ιού και οι πολύ πιθανές οικονομικές και πολιτικές συνέπειες που αυτή (η κατάρρευση) θα επέφερε, ή η προσπάθεια ανάταξης της οικονομίας, μετά τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα, που θα μείωναν μεν την πίεση που θα δεχόταν τα συστήματα υγείας, θα επηρέαζαν όμως σημαντικά την γενικότερη εικόνα της οικονομίας της χώρας;
Ποιο από τα δύο θα είχε το μικρότερο (και πολιτικά) κόστος;
Είναι, κατά την γνώμη μου, βέβαιο πως, μπροστά σε έναν «αόρατο και -κυρίως- άγνωστο εχθρό», κανένας πολιτικός ηγέτης δεν θα ρίσκαρε, τόσο την -πολύ πιθανή- κατάρρευση του συστήματος υγείας της χώρας του, αλλά και -κατά συνέπεια- των οικονομικών (και πολιτικών) επιπτώσεων που μία τέτοια κατάρρευση θα προκαλούσε. Και ποιος αλήθεια θα μπορούσε να προβάλει οποιοδήποτε αντεπιχείρημα ενάντια στα περιοριστικά μέτρα που ήταν σίγουρο πως θα πλήξουν την οικονομία της χώρας, όταν το βασικό επιχείρημα για την πλήρη και αυστηρή εφαρμογή τους, ήταν (και είναι) η προστασία της δημόσιας υγείας των πολιτών;
Αυτό που θα προκαλούσε μεν οικονομικό (και πιθανά πολιτικό) κόστος, θα μπορούσε όμως να ελεγχθεί με τα κατάλληλα μέτρα στήριξης αργότερα, ήταν η επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων, τόσο στις μετακινήσεις, όσο και στην εμπορική δραστηριότητα της χώρας. Ο τρόπος δε που αυτά τα μέτρα στήριξης της οικονομίας θα μπορούν να παρουσιαστούν, είναι πολύ πιθανό να εκτιμηθούν (αργότερα) θετικά από τους πολίτες.
Η πλάστιγγα, ήταν βέβαιο πως θα έγερνε προς την δεύτερη επιλογή.
Κι όσο πιο σύντομα έπαιρνε κανείς αυτήν την απόφαση, τόσο το καλύτερο.
Σήμερα, έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα πως η επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης, με βάση τις πληροφορίες που κάθε στιγμή είχε, ήταν -εκτός από σωστή- και αναμενόμενη, εξακολουθώ να ανησυχώ για την «επόμενη ημέρα» της πανδημίας.
Μία καθημαγμένη μετά από δέκα μνημονιακά χρόνια οικονομία, δεν ανατάσσεται καθόλου εύκολα μετά από μία πρόσθετη κρίση, που είναι πολύ πιθανό να της στοιχίσει πολύ περισσότερο απ’ όσο αρχικά είχε υπολογιστεί.
Και κανείς σήμερα δεν μπορεί να εγγυηθεί πως ο «αόρατος και άγνωστος εχθρός» , δε θ΄αποτελέσει και πάλι την αφορμή για μελλοντικές προκλήσεις.