της Αναστασίας Τερζόγλου
Χαραλάμπη τον αποκαλούσαν, στο μικρό παραλιακό χωριό του, τον κατά την βάπτιση χρισμένο Χαράλαμπο. Από τα γεννοφάσκια, η θάλασσα ήταν η αγαπημένη του, η παρέα του, ο τόπος παιχνιδιού του, η τροφός του.
Νησιώτης ών, τό πρώτο που αντίκρισε, ήταν η απεραντοσύνη της θάλασσας. Ανοίγονταν μπροστά του, σαν να τον καλούσε. Θελκτική, απέραντη, ελπιδοφόρα, μυστηριώδης, σαγήνευε την παιδική φαντασία του. Μερικές φορές γινόταν μπλέ σκούρα, σχεδόν μαύρη. Φούσκωνε απειλητικά, σαν γάτα έτοιμη να επιτεθεί. Ξεχυνόταν με μανία στην μικρή προκυμαία του νησιού του. Και αφού ξέσπαγε, άφριζε και βογκούσε, αναγάλλιαζε και αποκοιμιόταν νωχελικά, σαν χορτασμένο λιοντάρι.
Του άρεσε του Χαραλάμπη, να τρέχει ξυπόλυτος στην ακροθαλασσιά κι ας του τρυπούσαν τα πόδια αγκάθια, ή κοφτερά βότσαλα. Εκεί περνούσε την ώρα του όταν τελείωνε τις διακονίες που του έβαζε η μάνα ή ο πατέρας του. Μάζευε βότσαλα, που όταν ήταν βρεγμένα, μοιάζανε με ζαφείρια! Καθώς στέγνωναν όμως, θάμπωναν κι έτσι ο θησαυρός έχανε κάθε αξία. Ώρες την μελετούσε την θάλασσα, ο Χαραλάμπης. Χρόνια. Πάντα, μικρός, αναρωτιόταν τί να είναι πέρα από τον ορίζοντα;
Εκτός απο το υγρό στοιχείο που τον περιέβαλε, είχε και άλλο μικρόβιο να τον κατατρώγει. Του άρεσε να μαστορεύει. Μαστόρευε πάντα, βοηθώντας τον πατέρα του ή τον παππού του. Μουτζουρωνόταν συχνά φτιάχνοντας μηχανές παντός είδους. Μετά ήλθε η ώρα να υπηρετήσει την Μητέρα Ελλάδα. Τότε, δυόμιση χρόνια παρέμενες στρατιώτης. Γινόσουν άνδρας και μάθαινες και τέχνη. Ο Χαράλαμπος υπηρέτησε στο ναυτικό. Μπήκε στο μηχανοστάσιο των πολεμικών μας πλοίων. Έμαθε να βοηθά τον Α΄ μηχανικό. Όργωσε το Αιγαίο και το Ιόνιο με το φημισμένο μας σε όλο τον κόσμο πολεμικό ναυτικό. Αν και ο κίνδυνος πάντα ήταν στα χωρικά ύδατα, Ελλάδας – Τουρκίας. Αυτοί οι γείτονες, πάντα, κακοί γείτονες ήταν. Ποτέ δεν ήθελαν, δεν θέλουν και ούτε θα θελήσουν στο μέλλον να καταλάβουν, ότι τα 400 χρόνια σκλαβιάς τελείωσαν την 25η Μαρτίου του 1821. Όταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, σήκωσε το λάβαρο της επανάστασης. Μέχρι και σήμερα δεν αλλάζουν πορεία.
Ο Χαραλάμπης, τελειώνοντας την στρατιωτική θητεία, είχε εξοικειωθεί απόλυτα σε μηχανοστάσια πλοίων. Αυτό του έδωσε την δυνατότητα να εκδώσει Ναυτικό Φυλλάδιο και να μπαρκάρει σαν βοηθός μηχανικού, σε εμπορικό πλέον καράβι. Έτσι, ταξίδευε σε όλα τα γνωστά εμπορικά λιμάνια του κόσμου. Επομένως, μετά την Μεσόγειο, όργωσε όλες τις θάλασσες, μαθαίνοντας και τα νέα του κόσμου. Έμαθε ότι στο Μόντρεαλ υπάρχει μεγάλη αποικία Ελλήνων. Αλλά, και πολύ καλές συνθήκες διαβίωσης. Επίσης, καθόλου αναταραχές. Μία παράμετρος που στην Ελλάδα μας είναι πάντοτε αμφισβητούμενη.
Η θάλασσα είναι πλανεύτρα, αλλά η στεριά, έχει τις δικές της χάρες. Την σταθερότητα ενός σπιτικού, την θαλπωρή μιας αγκαλιάς, την δημιουργία οικογένειας. Ο Χαραλάμπης, τα ζύγισε όλα, μέσα του. Τον κούρασαν τα απατηλά λιμάνια και η ατελείωτη αλμύρα. Ήθελε, να μείνει στην στεριά. Κι από εκεί, θα έβλεπε…
Όταν το καράβι του έπιασε Μόντρεαλ, τόλμησε! Πήδηξε από το καράβι και κατευθύνθηκε στην συνοικία της Ελληνικής παροικίας. Τότε, πριν πολλά χρόνια, πολλοί ναυτικοί τολμούσαν τέτοιο διάβημα. Ο Χαραλάμπης, χρειάζονταν άμεσα να βρει άνθρωπο να τον φιλοξενήσει να τον κατευθύνει και να τον βοηθήσει να βρει εργασία. Η καλή του τύχη, τον έσμιξε με τον καλύτερο της Ελληνικής Παροικίας. Ήταν αγνή ψυχή ο Χαραλάμπης, έτσι ο Θεός τον οδήγησε σε άνθρωπο που ήταν ταγμένος να βοηθάει τους ανθρώπους όταν έπεφτε στην αντίληψη του ότι είχαν άμεσα, ή έμμεσα, ανάγκη.
Τον κράτησε στο σπίτι του τον νεοφερμένο. Τον έκανε μέλος της οικογένειας του. Του βρήκε εργασία σε εργοστάσιο σαν πρώτη αρχή. Κατά καιρούς η κυβέρνηση του Καναδά παρείχε αμνηστία σε όσους δεν είχαν μόνιμα χαρτιά παραμονής. Ο Χαραλάμπης πήρε τα χαρτιά του και καθώς είχε Ναυτικό Φυλλάδιο, αμέσως ο σωτήρας του ενήργησε και βρέθηκε εργασία στην ειδικότητα του. Εργαζόταν σαν βοηθός μηχανικού κατ’ αρχήν σε πλοίο που μετέφερε σιτηρά, από την Μανιτόμπα στο Χάλιφαξ. Αργότερα εξελίχθηκε σε Α΄ μηχανικό. Αλλά ποτέ δεν ξέχασε ποιος του έδωσε χέρι βοήθειας, όταν ανασφαλής και φοβισμένος, έφτασε στο περίπτερο που μαζευόταν οι νεοφερμένοι, χωρίς χαρτιά παραμονής. Στην γωνία Bernard και Park Avenue.
Κάθε που έφτανε το καράβι που εργαζόταν στο St- Lambert Lock, ναύλωνε ένα ταξί και πήγαινε στο φιλόξενο σπίτι του ευεργέτη του, ώστε να αισθανθεί την θαλπωρή αυτής της ζεστής οικογένειας. Παρέμενε τέσσερις ώρες και τον επέστρεφε ο φίλος και αδελφός πλέον, στο καράβι, που εν τω μεταξύ είχε περάσει τις λεκάνες και είχε φτάσει στο Beauharnois Lock.
Μόνος ήταν. Χωρίς κανένα δικό του. Τον μοναδικό, δικό του άνθρωπο που αναγνώριζε σαν οικογένεια του ήταν ο ευεργέτης του. Διότι, χωρίς να ξέρει ούτε ποιος ήταν, ούτε από που προερχόταν, τον έβαλε στο σπίτι του, σαν να ήταν συγγενής του. Αυτή την απόλυτη ανθρωπιά, ο Χαραλάμπης την ένιωσε, όταν πραγματικά είχε ανάγκη. Είχε γυρίσει όλο τον κόσμο, αλλά πουθενά δεν είχε συναντήσει, τόση ζεστασιά! Τόσο ενδιαφέρον! Τί παραπάνω μπορεί να έχει ο συγγενής; Αν και τις περισσότερες φορές, οι συγγενείς μπορεί να είναι εντελώς ψυχροί και αδιάφοροι. Ίσως ακόμη και φθονεροί.
Πάντα, ακόμη και μετά από χρόνια, προσπαθούσε να κρατά επικοινωνία με τον άνθρωπο που του πρόσφερε πρώτη, δεύτερη, άλλα και κάθε ευκαιρία, που ένιωθε, ότι θα τον βοηθούσε στην καλύτερη μόνιμη εγκαταστασή του στον Καναδά.
Ο Χαραλάμπης, είχε μια αρετή, δυσεύρετη. Ήταν ευγνώμων. Τού έδινες λίγο και σκοτωνόταν να σου επιστρέψει το διπλάσιο. Είχε φιλότιμο και αξιοπιστία. Αυτό διέκρινε ο ευεργέτης του, όταν τον συνάντησε για πρώτη φορά. Είχε αντίληψη, ο ζυμωμένος στις δυσκολίες της ξενιτιάς και εγκαθιδρυμένος ήδη στο Μόντρεαλ, μετανάστης.
Ο Χαραλάμπης τελικά παντρεύτηκε μια Ελληνίδα και απέκτησε μαζί της έναν γιο. Αυτός ήταν ο λόγος που άραξε σε λιμάνι εξ-άλλου. Του άρεσε η οικογένεια και φυσικά, η Μεσογειακή κουζίνα. Εξ ού και η επιλογή Ελληνίδας συντρόφου. Ήταν μερακλής και καλοφαγάς και το έδειχνε το παρουσιαστικό του. Αυτό του το πάθος απέβη μοιραίο. Ενώ, όλα είχαν πάρει τον δρόμο τους, το νήμα της ζωής του κόπηκε με τραγικό τρόπο.
Καθώς έκανε το ταξίδι ρουτίνας από Μανιτόμπα προς Χάλιφαξ, το μηχανοστάσιο πήρε φωτιά. Ήταν αδύνατον να διαφύγει απο την πόρτα. Η φωτιά σχημάτιζε αδιαπέραστο, πύρινο φράχτη. Η μόνη έξοδος που του απέμεινε, ήταν το μικρό, ολοστρόγγυλο φινιστρίνι. Το οποίο όμως ήταν απελπιστικά μικρό, ώστε να χωρέσει τον υπέρβαρο καλοφαγά. Το πάθος της γαστριμαργίας, του στοίχησε την ίδια του την ζωή.
Ο Χαραλάμπης είχε τραγικό τέλος, όμως η ασφάλεια που έλαβε η σύζυγός του, ώστε να διάγει το υπόλοιπον της βίου, μαζί με το παιδί τους, χωρίς να τους λείψει τίποτε, αποδεικνύει, ότι θωράκισε τους δικούς του ανθρώπους, σε κάθε αναπάντεχη Θεομηνία. Αυτονόητη υποχρέωση, κάθε λογικού και ώριμου ανθρώπου. Αλλά, ουδείς τέλειος.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΤΗΣ ΤΕΡΖΟΓΛΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ
ΠΤΥΧΙΟΥΧΟΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
ΝΙΣ-ΣΕΡΒΙΑΣ