Του Γιώργου Τσακίρη
Ένα από τα σοβαρότερα και πιο αρνητικά ζητήματα που είναι πιθανό να θέτει η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών αυτές τις ημέρες από τους αντιπροσώπους μας στο ελληνικό κοινοβούλιο, είναι οι ισχυρές παρακαταθήκες που αυτή θα θέσει, τόσο όσον αφορά την αυτοτελή οικονομική ανάπτυξη της χώρας, όσο και τη συνέχιση της σταθερότητας και ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή.
Γιατί, ποιος εχέφρων νους μπορεί να διανοηθεί πως, αυτοί που ορίζουν τις τύχες του κόσμου, θα επέτρεπαν ποτέ στην Ελλάδα να αποκτήσει την οικονομική εκείνη αυτοτέλεια που θα της επέτρεπε τον ρόλο ενός παράγοντα που «θα όριζε τις τύχες» των λαών της περιοχής, όταν σήμερα, μετά από 10 χρόνια οικονομικής κρίσης, τα δημόσια οικονομικά της χώρας και οι διεθνείς εξελίξεις, δεν της επιτρέπουν ακόμη την -ελεύθερη- έξοδο της στις «αγορές»;
Γιατί είναι εκείνοι ακριβώς οι εξωτερικοί παράγοντες που συνέβαλαν καθοριστικά και οδήγησαν τη χώρα στην οικονομική -και όχι μόνον- εξαθλίωση, οι οποίοι μετά και την πιθανή κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, θα έχουν έναν ακόμη λόγο να «κρατήσουν χαμηλά» τις προσδοκίες της χώρας, εφόσον κάτι τέτοιο θα εξυπηρετεί τα ευρύτερα σχέδιά τους για την περαιτέρω δέσμευση των πλουτοπαραγωγικών της πόρων. Πόρων που είναι σίγουρο ότι θα μπορούσαν (και μπορούν) να αναβαθμίσουν θεαματικά την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας στις αμέσως επόμενες δεκαετίες.
Γιατί τότε, μετά από δεκαετίες μέσα στην οικονομική και ανθρωπιστική κρίση η οποία θα συνεχίζεται αμείωτη, ποιοι και πόσοι θα μπορούσαν να διατηρήσουν ακόμη την άσβεστη εκείνη ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο;
Ποιοι και πόσοι, μη βλέποντας καμία πλέον ελπίδα, θα μπορούσαν να προβάλλουν σθεναρή αντίσταση, στα -πιθανά- σχέδια για την ομαλή και με βάση… μελλοντικές Διεθνείς Συνθήκες, αναγνώριση εθνικών μειονοτήτων και -ίσως- αλλαγή συνόρων στην περιοχή;
Ποιοι και πόσοι θα είχαν τη σφοδρή επιθυμία να παραμείνουν ενεργοί πολίτες ενός κράτους χωρίς ευοίωνες προοπτικές; Που και οι αιρετοί του αντιπρόσωποι θα συνεχίζουν να μη λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τη θέλησή τους;
Ενός κράτους που συνεχώς γερνά;
Που αλλοιώνεται ιστορικά, πληθυσμιακά και πολιτισμικά, παραδίδοντας προαιώνια χαρακτηριστικά της ταυτότητάς του;
Ας το σκεφτούν λοιπόν, όλες και όλοι, εκείνες κι εκείνοι που κρατούν δια της ψήφου τους στα δικά τους χέρια τη μελλοντική πορεία ενός κράτους που, περνώντας μέσα από τεράστιες και μακροχρόνιες κακουχίες και αλληλοσπαραγμούς, κατάφερε σήμερα να μπορεί ειρηνικά να τους δώσει την ευθύνη ν’ αποφασίσουν, όχι απλά για τη θέση του στην ευρύτερη περιοχή ως παράγοντα ειρήνης και σταθερότητας, αλλά και την ίδια τη σημερινή του ύπαρξη, με τα ίδια ιστορικά, πληθυσμιακά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά.