Γράφει ο Ανδρέας Χριστόπουλος

Ποια Χριστούγεννα θυμάμαι περισσότερο; Ήμουν 5 ή έξι χρονών. Το σπίτι μας ήταν Θεμιστοκλέους 5. Και στη γωνία Κορίνθου και Παπαφλέσσα, υπήρχε το μπακάλικο της γειτονιάς που φυσικά σου έδινε και βερεσέ. Όχι όμως στις γιορτές. Στις γιορτές έπρεπε όχι μόνο να πληρώσεις ότι πάρεις, αλλά και να εξοφλήσεις τα παλιά.
Θυμάμαι την χαμηλή συζήτηση πιο πέρα, σε μια γωνία του σπιτιού, του μπαμπά και της μαμάς. Και στο τέλος άκουσα την φράση: “Εντάξει ας σπάσουμε τον κουμπαρά”. Ο κουμπαράς ήταν δικός μου. Είχε όπως απεδείχθη 1.850 δραχμές από κάλαντα, χαρτζιλίκια της γιαγιάς και ότι άλλο είχα μαζέψει.
Ο μπακάλης εξοφλήθηκε, τα ψώνια έγιναν, οι γιορτές της οικογένειας σώθηκαν. Δεν με πείραξε το σπάσιμο του κουμπαρά. Σε εκείνη την ηλικία δεν είχα ιδέα τι θα μπορούσα να κάνω με αυτά τα χρήματα. Άλλωστε δεν ήθελα κάτι. Όμως σκέφτηκα τούτο: “Αφού οι μεγάλοι χρειάστηκαν τα δικά μου λίγα χρήματα, – ένιωσα ανυπεράσπιστος – από εδώ και πέρα ας προσέχω εγώ τον εαυτό μου”. Και πράγματι, από εκείνη την τρυφερή ηλικία έγινα ανεξάρτητος. Πάντα έβρισκα τρόπο να έχω ότι θέλω, χωρίς να το ζητάω από τους γονείς μου.
Εκείνα τα Χριστούγεννα ήταν η εκκίνηση για να πιστεύω στην δύναμη του ενός. Το δόγμα μου ήταν: “Μην κοιτάς τι πρέπει να κάνουν οι άλλοι για σένα. Κοίτα τι μπορείς να κάνεις εσύ για τον εαυτό σου”. Μάλιστα το επιχείρημα μου, όταν το συζητούσα με φίλους ήταν: “Πώς έχεις την απαίτηση να σε βοηθήσουν τρίτοι, όταν εσύ ο ίδιος δεν το κάνεις για τον εαυτό σου;”. Αν μπορούσα να κάνω μια ευχή (και να πιάσει) αυτή θα ήταν: Περίμενε τα πάντα από τον εαυτό σου και μην περιμένεις τίποτε από αλλού. (Αν έρθει, ήρθε!). Κάνε ότι πρέπει για να κοιτάς στον καθρέφτη σου και να λες “προσπάθησα και θα συνεχίσω να προσπαθώ. Και για μένα και για αυτούς που αγαπώ αλλά και για κάθε συνάνθρωπο μου αν μπορώ”.

















