του Αντώνη Κόντου
φιλόλογου – αρχαιολόγου

Με την υπογραμμισμένη ένδειξη «ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ», στο δυσεύρετο έως μοναδικό «Ημερολόγιον» του Μιχ. Καρακωνσταντίνου περιλαμβάνεται οκτασέλιδο αφιέρωμα για τον «κήρυκα των εθνών» από τον Δημ. Κ. Δημητριάδη,δημοσιογράφο και εκδότη ( από το 1926) της «θαυμασίας εφημερίδας» «ΚΗΡΥΞ»
(Γιαν. Ιωαννίδη, Ο ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ,1996, σελ. 26 ).
Στόχος του παρόντος δεν είναι η αναδημοσίευση του πολυσέλιδου πονήματος, βασισμένου σε γνωστές ιστορικές πηγές, αλλά ορισμένες επισημάνσεις που σχετίζονται με το χρόνο δημοσιοποίησης και τον ιστορικό «περίγυρο».
Το κείμενο του Δημητριάδη είναι χρονολογημένο: «Νοεμβρίου φθίνοντος 1922»
Ως τότε η Καβάλα, αν και πέρασε σχεδόν μία δεκαετία από την ενσωμάτωση στον «κορμό» του νεοελληνικού κράτους, με αγώνες και θυσίες νεομαρτύρων και πατριωτών του Μακεδονικού αγώνα και της βουλγαρικής κατοχής, υπαγόταν πνευματικά- διοικητικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο (νέες χώρες) και στη μητρόπολη Ξάνθης, για της οποίας τον τότε νέο της μητροπολίτη Πολύκαρπο (Οκτ. 1920) υπάρχει επίσης ένα πολύ ενδιαφέρον τετρασέλιδο άρθρο στο προαναφερόμενο ΄΄Ημερολόγιον 1923΄΄του Μιχ. Καρακωνσταντίνου.
Τον Οκτ. του 1924, με απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου συστήνεται η Μητρόπολη Καβάλας, (πέρυσι γιορτάσαμε τα 100 χρόνια) .
Ήδη δε από τις αρχές του περασμένου αιώνα είχαν δρομολογηθεί οι προσπάθειες ανέγερσης περικαλλούς μητροπολιτικού ναού( εγκαίνια 1926), ΄΄προς τιμήν «του ελληνιστή αποστόλου και πολιούχου, στην αποπεράτωση του οποίου συνέβαλλε με το υστέρημά του και μεγάλο μέρος του καπνεργατικού- προσφυγικού κόσμου.
Σχετικά με το χρόνο σύνταξης και δημοσιοποίησης του κειμένου του Δημητριάδη, εύλογα θα μπορούσε να αναλογισθεί και ο τότε, αλλά και ο σημερινός αναγνώστης, το «γιατί» επέλεξε τη συγκεκριμένη περίοδο, αφού ήταν και είναι γνωστό – και κυρίως στον ευπαίδευτο και πολυμαθή συντάκτη του – ότι σύμπας ο χριστιανικός κόσμος καθιέρωσε από αιώνων να τιμά τη μνήμη των Πέτρου και Παύλου του Ιουνίου φθίνοντος;
Μία πρώτη σκέψη θα αιτιολογούσε τη σχετική επιλογή δημοσιοποίησης βασιζόμενη στο ιστορικό γεγονός, αυτό καθαυτό, σύμφωνα με τις περιγραφές στις «Πράξεις των Αποστόλων» (φθινόπωρο – χειμώνας 49-50 μ. Χ. )
Μία δεύτερη σκέψη θα μπορούσε να συσχετίσει την οδυνηρή συγκυρία της εποχής (φθινόπωρο 1922) με τα προβλήματά της, καθώς ο Δημητριάδης, βαθύς γνώστης των γεγονότων και εξελίξεων κατά την ταραγμένη εκείνη περίοδο, κύρια στο χώρο της Μακεδονίας και βέβαια της Καβάλας (μακεδονικός αγώνας, βαλκανικοί πόλεμοι, α΄ παγκ. πόλεμος, εθνικός διχασμός, μικρασιατική τραγωδία- προσφυγιά ), «επιστρατεύει» ιστορική μνήμη και θρησκευτική συνείδηση, συμβάλλοντας με την πένα του «στην «πνευματική στήριξη» της πολύπαθης τοπικής κοινωνίας .
Ίσως, η καταφυγή στην ιστορική θρησκευτικότητα (μετά τα γεωπολιτικά, οικονομικά, κονωνικά αδιέξοδα) θα μπορούσε να συμβάλλει και στην άμβλυνση της πολιτικής οξύτητας, στην ομοψυχία και ενότητα. Αναλόγου σημασίας είναι και η επιστολή με τίτλο «Φωνή Πατριωτισμού» του θάσιου βουλευτή Αυγ. Θεολογίτη, που επίσης φιλοξενείται στις σελίδες του ημερολογίου, ακριβώς την ίδια κρίσιμη περίοδο,κατά την οποία η πολυμορφία των προσφυγικών ομάδων που κατακλύζουν την Καβάλα (ανατολικοθρακιώτες, καππαδόκες, δυτικομικρασιάτες, πόντιοι, προπόντιοι…) παρουσιάζει έναν κοινό παρονομαστή αποδοχής, την ελληνική –ορθόδοξη συνείδηση και την Εκκλησία ως καταλύτη, ανεξάρτητα πολιτικών διακρίσεων (βασιλικοί – βενιζελικοί).
Η ανάδειξη της Καβάλας και της ιστορικής της αξίας έχει ιδιαίτερη σημασία στο ιστορικοθρησκευτικό πολυσέλιδο κείμενο, επισημαίνοντας το κομβικό σημείο της Νεαπόλεως στη πορεία του Αποστόλου προς τη Μακεδονία και την ακμάζουσα αποικία των Φιλιππισίων στα ρωμαϊκά χρόνια (Colonia Augusta Julia Philippensis), καθώς πριν περίπου έναν αιώνα, «εν τω λιμένι αυτής εστάθμευσεν ο στόλος των Ρωμαίων δημοκρατών Βρούτου και Κασίου». Ενδεικτικές είναι επίσης οι φράσεις του Δημητριάδη (με τον αρχαϊζοντα λόγο του), με τις οποίες εκδηλώνει τα έντονα αισθήματα πατριωτισμού και εντοπιότητας σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο, στην προσπάθεια ταυτοποίησης της Νεάπολης,όπως: …Η δε Νεάπολις αύτη δεν είναι άλλη, ει μή η πατρίς μας Καβάλλα΄΄, και λίγο πιο κάτω «….ότι η Νεάπολις των Πράξεων είναι η Καβάλλα μας και εις αυτήν επέπρωτο να πατήση κατά πρώτον τον πόδα του ο απόστολος Παύλος εξερχόμενος εις την Ευρωπαϊκήν ακτήν. ..».
Παράλληλα, προβάλλεται η μαρτυρία του Στράβωνα (7,331.35), ως αξιόπιστο στοιχείο ιστορικής γεωγραφίας, ΄΄παρά δε την παραλίαν του Στρυμώνος και Δατηνών πόλις Νεάπολις΄΄,αλλά και η αναφορά στην «Αρχαίαν γεωγραφίαν της Μακεδονίας» του Μαργ. Γ. Δήμιτσα για τους ΄΄αλανθάστους φορολογικούς πίνακας (της Αθηναϊκής συμμαχίας) προκειμένου να τονιστεί η σημασία της Νεαπόλεως από την υστεροαρχαϊκή – κλασική περίοδο.
Η απόδοση επίσης, της ονομασίας Χριστούπολις από Νεαπόλεως υπό των Βυζαντινών, είναι ένα άλλο σημείο που αιτιολογείται και επισημαίνεται από τον Δημητριάδη «επειδή εις αυτήν κατά πρώτον εκήρυξεν εν Ευρώπη ο Απόστολος το Ευαγγέλιον του Χριστού», εκφράζοντας ταυτόχρονα και απορία για την καθιέρωση της σύγχρονης ονομασίας: «Πώς και υπό ποίων και δια τίνα λόγον ωνομάσθη» Καβάλλα».
Ο ίδιος παραθέτει επίσης ανέκδοτη και πολύ ενδιαφέρουσα ποιητική αφιέρωση για την ελληνική γλώσσα, του «ποιητή της Χώρας των Φιλίππων», Ιωάννη Κωνσταντινίδη, με αφορμή την περιγραφή της πορείας του ελληνιστή Αποστόλου στο πρώτο χριστιανικό συνέδριο της Αντιόχειας, εκεί όπου, όπως αναφέρεται, «θα ηκούετο μετά πάροδον 3 αιώνων η θεία του χρυσορήμονος γλώσσα και η φωνή των αηδόνων Χρυσοστόμου»
«Χρυσοστόμων μελλίρυτος γλώσσα
αηδόνων γλυκεία φωνή
σύ κατόρθωσες θαύματα τόσα
σύ του Πλάτωνος γλώσσα κλεινή».
Ωστόσο, πώς θα ένιωθε ο ευπατρίδης δημοσιογράφος σήμερα, έναν και πλέον αιώνα μετά τη συγγραφή του πονήματός του, αν αντίκρυζε τους χώρους της θεόσημης παρουσίας και πορείας (Εγνατία) του πρώτου των Αποστόλων, μετά τις ανασκαφικές αποκαλύψεις, κυρίως στο χώρο των Φιλίππων, (από το 1914 η γαλλική αρχαιολογική σχολή, συνέχεια το ΑΠΘ με τις εφορ. αρχαιοτήτων της Καβάλας….) με αποτελέσματα εντυπωσιακά, που διατρανώνουν την ιστορική αξία και σημασία της περιοχής από την εποχή του λίθου μέχρι τα εμφανή καλλιμάρμαρα της όψιμης ρωμαϊκής περιόδου, αλλά και τα κατάλοιπα των τεράστιων βασιλικών και του πιο εντυπωσιακού περίκεντρου συγκροτήματος, του Οκταγώνου, που αποδεικνύονται μνημεία- αναθήματα προς τον ιδρυτή της πρώτης χριστιανικής κοινότητας στην Ευρώπη, ξεπερνώντας κατά πολύ με τις διαστάσεις τους τα αριθμητικά δεδομένα για τις λατρευτικές ανάγκες των Φιλιππισίων, χειροπιαστή απόδειξη (temoignages palpables) πλούτου και μεγαλείου στην πρωτοβυζαντινή εποχή, σε μία καμπή της ιστορίας από το παλιό στο νέο, και αποτελώντας σήμερα, χάρη στον ελληνιστή απόστολο, ίσως το επαρκέστερο εργαστήριο παλαιοχριστιανικής- πρωτοβυζαντινής σπουδής;
«η Μακεδονία εν λίθοις φθεγγομένοις και μνημείοις σωζομένοις»
Καβάλα, φθίνοντος Ιουνίου 2025
Το ΄΄ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΛΑΣ 1923 ΄βρίσκεται στη βιβλιοθήκη-αρχείο του συντάκτη του παρόντος άρθρου .
(ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΝΑΥΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ)