Χαίρομαι κάθε φορά που παρακολουθώ θεατρική παράσταση σε πλήρη αίθουσα. Μοιάζει με γιορτή. Κόσμος, ανάκατες φράσεις σοβαρές κι αστείες, μια άλλη παράσταση – ψυχοθεραπεία. Πώς λέμε «είδα κόσμο, μίλησα, άκουσα, γέλασα, ξεχάστηκα»; Αυτό. Ό,τι ακριβώς συνέβη στο «Βασιλικό Θέατρο» βράδυ Σαββάτου.
Πήρα και το πρόγραμμα, διάβασα τόσα αποσπάσματα μελετών, ερευνών, απόψεων για τον Ζωρζ Φεντώ από ανθρώπους με ιδιαίτερο κύρος και ξεχωριστή βαρύτητα στα λόγια τους, όπως ο Πλωρίτης, ο Γεωργουσόπουλος, αλλά και ο Ιονέσκο που τον θεωρεί αυθεντικό πρόδρομο των αδελφών Μαρξ και ο Πήτερ Χολ κι άλλοι σπουδαίοι απ’ όλον τον κόσμο και συμπλήρωσα τις γνώσεις μου.
Όμως, το ποιος ήταν ο Φεντώ, δεν έχει κανείς παρά ν’ ανοίξει εγκυκλοπαίδεια ή διαδίκτυο και να διαβάσει. Τον βίο και την πολιτεία του. Ανθρωπος με σαράκι την παρατήρηση, ψυχολόγος χαρακτήρων σαφώς, μα και περίεργος τύπος με διάφορες ψυχαναγκαστικές εμμονές και ολίγον μισογύνης , με κάποια μορφή κατάθλιψης να τον βασανίζει και κάπως μονόχνοτος, μέχρι που κατέληξε σε ίδρυμα σαλεμένων μυαλών κι εκεί πέθανε.
Αφησε πίσω του πάμπολλα έργα, τα περισσότερα μεγάλες επιτυχίες ανά τον κόσμο και ο Μίνως Βολανάκης πήρε τους «Ψύλλους», τούς έκανε ελληνόφωνους, τούς ανέβασε στο θέατρο το 1984 και τώρα ο Γιάννης Αναστασάκης τιμά τον δάσκαλό του ανεβάζοντας το έργο στην κατά Βολανάκη μετάφραση και παραδίνει την τρέλα της φάρσας, της παρεξήγησης στην παρισινή κοινωνία της Μπελ Εποκ , έτσι όπως τη γήτεψε με σάτιρα, με στηλίτευση ανήλεη της αστικής τάξης κάτω από το χιούμορ του ο Φεντώ , στο κοινό του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
Στο Παρίσι της μπελ επόκ, λοιπόν, η Γκαμπριέλ, μετά από χρόνια οικογενειακής ευτυχίας, αρχίζει ν’ αμφιβάλλει για την πίστη του συζύγου της, Βικτόρ-Εμμανουέλ και εκμυστηρεύεται την ανησυχία της στην παλιά της φίλη, Λυσιέν. Ό μίτος της κωμωδίας αρχίζει να ξετυλίγεται όταν η Γκαμπριέλ και η Λυσιέν, για να «δοκιμάσουν» τον Βικτόρ, του γράφουν μια επιστολή κλείνοντας του ραντεβού σε ένα αμφιβόλου φήμης ξενοδοχείο.
Αυτό που αγνοούν είναι ότι στο ίδιο ξενοδοχείο εργάζεται, ως θυρωρός , ο συνήθως πιωμένος Πος που είναι ο σωσίας του Βικτόρ! Όταν όλοι οι ήρωες του έργου καταφθάνουν στο ξενοδοχείο- ο καθένας για τους δικούς του λόγους- το φυτίλι της φάρσας πυροδοτείται.
Πασίγνωστη η υπόθεση, αλλά ο θεατής και να μην τη γνωρίζει, θα μπει στην αίθουσα, θα καθίσει, θα μπλεχτεί στο γαϊτανάκι των παρεξηγήσεων, θα γελάσει, θα το φχαριστηθεί και άμα βρει λόγο, θα σκάψει να βρει και κάνα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης. Διότι, πράγματι, δεν υπάρχει κανένας λόγος «ανασκαφής» σήμερα. Ό πολίτης έχει ανάγκη από εκτόνωση. Κι αυτό το εισέπραξα τόσο καίρια , όσο και απόλυτα στη συγκεκριμένη παράσταση. Τρανταχτά γέλια από όλες τις κατευθύνσεις σε όλη τη διάρκεια, μεγάλη σημειωτέον, του έργου. Είχα την τύχη δε, να καθίσω δίπλα σε μια κυρία που γλένταγε σα μικρό παιδί την κάθε σκηνή. Ξεκαρδιστικό γέλιο, επανάληψη φράσεων χαρακτήρα δρώντα στο σανίδι, σχολιασμό ακατάπαυστο της κατάστασης, παλαμάκια , μια φορά γλίστρησε από το κάθισμα, την έσωσα, το έκανε και δεύτερη, την άφησα. Κανένα πρόβλημα. Ως το τέλος ήταν σε παιδική χαρά. Να, αυτό είναι το μυστικό. Κοινό μυστικό, δηλαδή.
Ό Αναστασάκης καλά έκαμε και συμπεριέλαβε στο πρόγραμμα τον Φεντώ. Όλοι μας έχουμε ανάγκη από διέξοδο στα αδιέξοδα μας. Και τι καλύτερος τρόπος από μια «εκδρομή» στο θέατρο. Ετσι το βλέπουν οι περισσότεροι θεατές και καλά κάνουν. Όι πειραματικές σκηνές καλύπτουν και τους απέναντι. Επειτα, στη φαρσοκωμωδία ο θεατής μπαίνει στον μηχανισμό της, γίνεται γρανάζι του και συμμετέχει στη δράση.
Αυτό ακριβώς έκανε και η διπλανή μου κυρία. Σχολίαζε. Καθοδηγούσε, έπαιρνε μέρος συνειδητά, ήταν εκεί. Και όχι, δε με στενοχώρησε καθόλου που βρήκε στο πρόσωπο του Ταξιάρχη Χάνου τον «Μπάτμαν» της Ανίτας και η φίλη της με κοντό κατακόκκινο μαλλί το διόρθωσε σε «Κάτμαν», επειδή εγώ βρήκα τον Αυλωνίτη. Στις μούτες, στο χοροπηδητό, στο ύφος, στο γέλιο του ηθοποιού που ερμήνευε δύο ρόλους Σωσία, σε μια αφοπλιστική παράσταση, παραδομένη στη σκηνική ευφορία, στον καλπάζοντα ρυθμό, στον παραλογισμό των σχέσεων, στα απροσδόκητα των καταστάσεων, σ’ ένα μάθημα, εν τέλει, φαρσικής τρέλας. Όντως οι ρυθμοί είναι καταιγιστικοί. Η δράση το επιτάσσει, ο Φεντώ το απαιτεί.
Κυρίαρχο στοιχείο της παράστασης, εντυπωσιακό και απόλυτα πετυχημένο, ο συντονισμός όλων των δυνάμεων επί σκηνής. Αψογος. Διαφορετικά θα κατέρρεε το ξενοδοχείο «Το Όικογενειακόν». Εχω πει πολλές φορές ότι στο δυναμικό του Κ.Θ.Β.Ε ανήκουν ηθοποιοί ταλαντούχοι, άξιοι επαίνου. Και το είδα και στους «Ψύλλους στ’ αυτιά μου».
Από το καλοδουλεμένο σύνολο θέλω να ξεχωρίσω τον Κώστα Σαντά, επειδή ο καλλιτέχνης αυτός έχει ένα εμφανές συν. Είναι ηθοποιός έμπειρος και, θαρρώ, συνειδητός εξπρεσιονιστής, γνωρίζει πως πέραν του ρυθμού ως θεμελιώδους δομικού στοιχείου του θεάτρου, η έκφραση, η φόρμα καθορίζει το περιεχόμενο και ο μετρονόμος είναι ο γνώμονας που κάνει την ερμηνεία του να διανύει το ευρύ διάστημα από τη λύπη έως τον παραληρηματικό ενθουσιασμό. Δείτε τον πώς παίζει τον γιατρό. Όργιάζει το υποκριτικό του ταλέντο. Είναι από μόνος του πρόκληση για να δείτε την παράσταση. Κάντε τη βόλτα σας στο Παρίσι της Μπελ Εποκ δια μέσου «Βασιλικού Θεάτρου» και θα περάσετε όμορφα, χαλαρά, ξεκούραστα. Αυτή η παράσταση είναι αγχολυτικό χωρίς χημικά.
Συντελεστές: Μετάφραση: Μίνως Βολανάκης
Σκηνοθεσία: Γιάννης Αναστασάκης
Σκηνικά: Βασίλης Παπατσαρούχας
Κοστούμια: Γιώργος Ζιάκας
Μουσική: Γιώργος Χριστιανάκης
Φωτισμοί: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Επιμέλεια κίνησης: Εύα Σωφρονίδου
Βοηθός σκηνοθέτη: Θάνος Φερετζέλης
Β΄ βοηθός σκηνοθέτη: Θανάσης Κριτσάκης
Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Μαρία Μυλωνά
Όργάνωση παραγωγής: Αθανασία Ανδρώνη
Διανομή με αλφαβητική σειρά:
Γιώργος Καύκας (Ισίδωρος), Βιβή Μιτσίσκα (Ευγενία), Τάσος Πεζιρκιανίδης (Φεραγιόν), Αθανάσιος Ραφτόπουλος (Κάμιλλος), Κώστας Σαντάς (Γιατρός), Εύη Σαρμή (Λουίζα), Δημήτρης Σιακάρας (Τουρνέλ), Πολυξένη Σπυροπούλου (Ραϊμόνδη), Γιώργος Σφυρίδης (Βαπτιστίνος), Εύα Σωφρονίδου (Όλυμπία), Χρύσα Τουμανίδου (Αντουανέτα), Γιάννης Τσάτσαρης (Άγγλος), Θάνος Φερετζέλης (Χιστάνγκουα), Ταξιάρχης Χάνος (Βίκτορ Εμμανουήλ/ Πος).
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ