Την είδαν, την άκουσαν, τη «διάβασαν» οι Αθηναίοι και οι Πατρινοί, ήρθε η σειρά των Θεσσαλονικέων. Εκεί στην οδό Αμαλίας, όπου και το θρυλικό ομώνυμο θέατρο, η «Νοσταλγός» ξαπόστασε για μερικές μέρες κι ο θίασος «Λώτινος Ήλιος» έδωσε την ευκαιρία και σε μένα να μεταφερθώ στην εποχή που φαντάζει έως σήμερα παραμυθένια – γύρω στο τέλος του 19ου αιώνα- μέσα από την πένα του κυρ-Αλέξανδρου ή άλλων παρόμοιων αφηγήσεων.
Όταν χαμήλωσαν τα φώτα κι έλαμψε το αφαιρετικό μεν αλλά ατμοσφαιρικό σκηνικό της Λένας Λέκκου, η Αριέττα Μουτούση ήρθε από το βάθος της πλατείας, ανέβηκε στη σκηνή, σώπασαν τα στόματα, έμειναν τα κεριά να φέγγουν και να σχηματίζουν «δρόμους» με τους γαλάζιους φωτισμούς της Ελευθερίας Ντεκώ κι απλώθηκε η εξαίσια μουσική του Δημήτρη Λαμπριανού, επιβλητική και υποβλητική. Εκείνη , με απλό φόρεμα εποχής, μαλλιά πλεξούδα δεμένη στεφάνι στο κεφάλι, ίσια παπούτσια, βλέμμα κατά γης και, ξεστομίζοντας την ευχή: «να έμβαινα σε μια βαρκούλα, τώρα- δα…έτσι μου φαίνεται… να φτάναμε πέρα!», τη μεταμορφώσαμε εμείς αυτόματα σε «Νοσταλγό».
Η ιστορία: η εικοσιπεντάχρονη ηρωίδα του διηγήματος, η Λαλιώ, είναι παντρεμένη με τον κατά πολύ μεγαλύτερό της μπάρμπα- Μοναχάκη. Ή νεαρή γυναίκα που έχει αναγκαστεί ν’ ακολουθήσει τον άντρα της στο νησί του, αδυνατεί να προσαρμοστεί στο νέοπεριβάλλον και ζητά διαρκώς την επιστροφή της στον τόπο της.
Ο δεκαοχτάχρονος Μαθιός, γείτονας της Λαλιώς, την έχει ερωτευτεί και, παρά τη μεταξύ τους διαφορά ηλικίας, αποζητά κάθε ευκαιρία να μένει κοντά της. Ή πρόταση για έναν περίπατο στην παραλία του νησιού με μια βάρκα, με τη σκέψη να κάνουν απλώς τον κύκλοτου λιμανιού, εξελίσσεται γρήγορα σε μια προσπάθεια της Λαλιώς να επιστρέψει στο νησί της. Ό νεαρός τότε θα τολμήσει να διερευνήσει μ’ επίμονες ερωτήσεις το παρελθόν της, αλλά και τα συναισθήματά της, με την ελπίδα να καταφέρει γίνει αυτός ο νέος έρωτάς της.
Τους δύο νέους σύντομα θα καταδιώξει ο σύζυγος της κοπέλας και θα τους προλάβει ακριβώς τη στιγμή που φτάνουν στο νησί της. Εκεί, ο μπάρπα-Μοναχάκης θα ζητήσει απ’ τη Λαλιώ να τη συνοδέψει στο σπίτι των δικών της κι εκείνη θα αποχαιρετίσει τον Μαθιό, λέγοντάς του πως αν ήταν νεότερη και πέθαινε ο άντρας της, θα τον παντρευόταν.
«Ή Νοσταλγός» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη είναι ένα εξαιρετικό και διαχρονικό ως προς τη θεματολογία του διήγημα. Ό συγγραφέας δίνει στην ηρωίδα του και κατ’ επέκταση στον αναγνώστη-θεατή τον μίτο, για να βγει από τον προσωπικό λαβύρινθο. Απενοχοποιεί το όνειρο και τη νοσταλγία προτάσσοντας τη λύση της αποδοχής της ετερότητας. Με άλλα λόγια προτείνει να προσεγγίσουμε, να κατανοήσουμε και να αποδεχτούμε τον «άλλο», που ουσιαστικά αποτελεί την έτερη πλευρά του εαυτού μας.
Το διήγημα, έντονα κοινωνικό, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της παπαδιαμαντικής γραφής, καθώς τα ποιητικά και ρεαλιστικά στοιχεία του είναι άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους.
Αφήγηση και περιγραφή εναλλάσσονται. Σπουδαίος και ο ρόλος του διαλόγου, που συνοδεύεται, συνήθως, από το αφηγηματικό σχόλιο. Ή γλώσσα, ένα μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής διανθισμένης με ιδιωματισμούς, είναι χαρακτηριστική του παπαδιαμαντικού ύφους.
Αυτό ακριβώς έκαμε και η σκηνοθέτις Αννα Παπαμάρκου. Εδωσε, δηλαδή, στην Αριέττα Μουτούση τον διπλό ρόλο της αφηγήτριας και της ώριμης Λαλιώς. Πλάι της στην εξέλιξη του μύθου, η μικρή Λαλιώ στα λευκά-σύμβολο αθώας ψυχής- και ο νεαρός ρωμαλέος Μαθιός.
Αναλυτικότερα , η παράσταση ξεκινά με μία δραματοποιημένη κατάσταση και η αφήγηση σταδιακά φωτίζει γενικά και ειδικά στοιχεία σχετικά με τους ήρωες, παραπλανώντας τον θεατή και οδηγώντας τον σ’ ένα αναπάντεχο μεν γι’ αυτόν τέλος, αλλά σε μία αντίστοιχη για τα ήθη της εποχής του Παπαδιαμάντη, λύση. Ό διάλογος των δύο νέων, αρχικά ισόποσος, στη συνέχεια σύντομος και προς το τέλος κυριαρχημένος από τη Λιαλιώ, παρουσιάζει με παραστατικό τρόπο το ήθος των ηρώων και προσθέτει αριστοτεχνικά πινελιές δραματικότητας. Το αφηγηματικό μέρος, βοηθούντος και του video-art, στρέφει τον θεατή στη γνώση, το ύφος, την ψυχολογική κατάσταση και τις προθέσεις των συνομιλητών, χωρίς απαραίτητα να καταδεικνύει το τέλος της ιστορίας.
Οι σκηνές της αγωνίας με τους επιβάτες της βάρκας να λάμνουν με τα κορμιά σε εγρήγορση, το σκηνικό σχεδία- σκάλα- στεριά- αποβάθρα, εξαιρετικό εύρημα και οι ερμηνείες των νεαρών ηθοποιών αξιοπρόσεκτες. Ή Αριέττα Μουτούση είχε δύσκολο έργο. Κράτησε μεν ισορροπίες και χαμηλό ύφος ως Λαλιώ ώριμη, είχε εντυπωσιακές εξάρσεις στις κορυφώσεις της διήγησης ως αφηγήτρια, αλλά η δύσκολη γλώσσα του Παπαδιαμάντη δεν κατακτήθηκε από την ηθοποιό. Παρότι πέρασαν δυο περίπου χρόνια από την πρώτη παρουσίαση του έργου, τα λάθη στη εκφορά του λόγου ήταν αρκετά. Ωστόσο, δεν φάνηκαν να ταράσσουν την προσήλωση του κοινού, επειδή στο φινάλε το χειροκρότημα ήταν θερμό και η ικανοποίηση έκδηλη.
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Αννα Παπαμάρκου
Σκηνικά: Λένα Λέκκου. Κοστούμια: Ιωάννα Τιμοθεάδου
Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ. Μουσική Σύνθεση: Δημήτρης Λαμπριανός.
Κίνηση: Εριφύλη Στεφανίδου. Βοηθός σκηνοθέτη: Βάσια Χρονοπούλου
Video: Δημήτρης Γκότσης. Φωτογραφίες: Αντώνης Λέκκος
Αφίσα: Λένα Λέκκου.
Παίζουν: Αριέττα Μουτούση, Μαρία Λογοθέτη, Δημήτρης Λιόλιος
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ