Κριτική από τον Παύλο Λεμοντζή
«Θα σας διηγηθώ την ιστορία του πατέρα μου…γιατί άραγε;»
Δεν είναι μόνο οι θεατρικές διασκευές γνωστών μυθιστορημάτων, που «πρωταγωνιστούν» σε πολυάριθμες παραστάσεις, αλλά και μια σειρά εμβληματικών κειμένων τα οποία, τολμηροί δημιουργοί επιχειρούν να τα καταστήσουν σκηνικά, ερεθιστικά για το κοινό.
Πρόσφατο παράδειγμα η εξαιρετικά πετυχημένη «Σέρρα-Η ψυχή του Πόντου», βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου, με την εξαιρετική ερμηνεία της Χρύσας Παπά, σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη.
Η μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία με τα συνεχόμενα sold out των δυο τελευταίων ετών, το «Σέρρα» υμνήθηκε από κοινό και κριτικούς, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, σε μεγάλες πόλεις της Ελλάδας καθώς και στο Βερολίνο της Γερμανίας, με το κοινό να γεμίζει τις θεατρικές αίθουσες όπου και αν παρουσιάστηκε.
Πρόκειται για μια θεατρική εμπειρία που συνεπαίρνει τον θεατή σε ένα μοναδικό ταξίδι, απ’ όπου και αν κατάγεται. Μία ηθοποιός, 12 ρόλοι.
Η ηρωίδα, η Λεμονιά, παρουσιάζεται στο κοινό για να αφηγηθεί την ιστορία του πατέρα της, του Γαληνού Φιλονίδη, που ξεκινάει το 1915 και ολοκληρώνεται το 1962, στην Τραπεζούντα και σε άλλες περιοχές του Πόντου, στην Αμπχαζία και στο Καζακστάν.
Ένα έργο γεμάτο έρωτα, μυστήριο, ραδιουργίες, τρυφερότητα, αγάπη, εξαθλίωση και αξιοπρέπεια. Συνάμα, η ζωή που κυλάει πότε ανέμελη και πότε ως εφιάλτης, ο μικρόκοσμος του καθενός, ο ίσκιος των γονιών που βαραίνει τα παιδιά, η πάλη μεταξύ λογικής και συναισθήματος, και όλα να οδηγούν στη μεγαλύτερη επανάσταση: την ανθρωπιά. Ένα ταξίδι που γράφει η ζωή, που φαντάζει με τις φλόγες του χορού της φωτιάς, του χορού Σέρρα.
Ο Γιάννης Καλπούζος, κορυφαίος λογοτέχνης της γενιάς του, αποτυπώνει αριστοτεχνικά την ψυχή του Ποντιακού Ελληνισμού: Ενόψει του εκτοπισμού των Αρμενίων απ’ την Τραπεζούντα τον Ιούνιο του 1915, ένα κορίτσι, που μοιάζει να το ζωγράφισε ο ίδιος ο Θεός, καταφεύγει στο σπίτι ενός αγνώστου. Στην Ορντού, ένα άλλο κορίτσι εύπορης ελληνικής οικογένειας ετοιμάζεται για τον γάμο του και πασχίζει να οραματιστεί το μέλλον μ’ έναν άντρα, τον οποίο ελάχιστα γνωρίζει.
Ο χαρισματικός, θρήσκος και θεματοφύλακας των ηθών της εποχής Γαληνός Φιλονίδης διχάζεται ανάμεσα σε δυο γυναίκες. Δοκιμάζεται εμπρός στις ιδέες του, έρχεται αντιμέτωπος με την αγριότητα και το μίσος, συντρίβεται και θέτει ως στόχο ζωής να εκδικηθεί εκείνον που του προκάλεσε τον μεγάλο πόνο.
Στο παρασκήνιο της μυθοπλασίας ιχνογραφείται ο Πόντος μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών, η ομογενοποίηση των φυλών με συνδετικό κρίκο, μα και άλλοθι, τη θρησκεία, ο φόβος, η μισαλλοδοξία και ο εθνικισμός που ενσπείρουν οι Νεότουρκοι και στη συνέχεια οι Κεμαλιστές. Ακόμα, έχουν θέση στην αφήγηση η καθημερινή ζωή στα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης, οι διώξεις των Ελλήνων επί Στάλιν, τα στρατόπεδα εργασίας στη Σιβηρία και οι στέπες του Καζακστάν, με τους αφόρητους καύσωνες το καλοκαίρι και το σφοδρό ψύχος τον χειμώνα. Και, τέλος, οι πόθοι, τα πάθη και τα δεινά των Ποντίων.
Κι όλα, μέσα από το πολυσχιδές ταξίδι που γράφει η ζωή και το ταξίδι που γράφεται για τη ζωή, να φαντάζουν φλόγες και κινήσεις του ποντιακού χορού «Σέρρα», του χορού της φωτιάς.
Η εξαιρετική Χρύσα Παπά αφηγούμενη τη Σέρρα, την ψυχή του Πόντου, υποδύεται αριστοτεχνικά σ’ ένα ρεσιτάλ υποκριτικής δεινότητας, πολλούς ανδρικούς και γυναικείους ρόλους σε διαδοχικές μεταμορφώσεις, έτσι ώστε στα μάτια του θεατή να ξετυλίγεται η τοιχογραφία του ποντιακού ελληνισμού από το 1910 έως το 1962 στην Τουρκία και στη Σοβιετική Ένωση.
Ο Γαληνός Φιλονίδης είναι ο πατέρας της γυναίκας που βγήκε στη σκηνή και φοράει το παλτό του. Το φιλάει και κλαίει. Τον θυμάται και, μαζί με την ανάμνησή του, φέρνει στο νου της και όλη την ιστορία των Ελλήνων του Πόντου – των ανθρώπων που ήταν σαν την οικογέενειά της, κομμάτι μιας ιστορίας που δεν έχουμε διδαχτεί αρκετά.
1915 – Τραπεζούντα. Οι Τούρκοι έχουν ξεκινήσει να εκκαθαρίζουν τους αρμενικούς πληθυσμούς στην περιοχή που οριζόταν ως Πόντος. Μια μητέρα κρύβει τη δεκαπεντάχρονη κόρη της στο σπίτι του Έλληνα δασκάλου, Γαληνού Φιλονίδη, για να μην την πάρει ο Τούρκος χωροφύλακας της περιοχής, ως γυναίκα του. Ο Γαληνός επιστρέφει και ανακαλύπτει το κορίτσι, αλλά επειδή φοβάται για την τύχη της, αν την παραδώσει, αποφασίζει να ρισκάρει και να την κρύψει. Είναι ένα πανέμορφο κορίτσι, αλλά αυτός είναι ήδη λογοδοσμένος με τη Φιλάνθη και δεν σκοπεύει να φανεί “λίγος” στον λόγο που έδωσε.
Οι μέρες περνούν, ο γάμος γίνεται και το νέο ζευγάρι ζει στην Τραπεζούντα, στο σπιτικό του Γαληνού. Αυτός έχει πλέον και μια μικρή βιοτεχνία στην κατοχή του και λογίζεται από τα σημαντικά μέλη της ελληνικής κοινότητας.
Η εγκυμοσύνη της γυναίκας του θα συμπέσει με τον ρωσο-τουρκικό πόλεμο, που μαίνεται στην περιοχή, και η απόφασή της να πάει στην πόλη που ζουν οι δικοί της, για να γεννήσει με περισσότερη ασφάλεια, θα ανοίξει έναν κύκλο γεγονότων. Η νεαρή Αρμένισσα Ταλίν, θα συστηθεί ως υπηρέτρια του σπιτιού, μετά τη φυγή των Τούρκων από την πόλη και οι Έλληνες της περιοχής θα νιώσουν ότι κάτι καλύτερο ξημερώνει. Ο Γαληνός θα μάθει ότι έχει πλέον έναν γιο, που θα αργήσει ακόμη να δει μαζί με τη γυναίκα του, ενώ η ομορφιά της φιλοξενούμενής του τον βάζει σε πειρασμούς και διλήμματα.
Όταν αυτό θα συμβεί, θα έρθουν κι άλλα γεγονότα να αναταράξουν τη ζωή τους. Οκτωβριανή επανάσταση, αλλαγή καθεστώτος στη Ρωσία, ΕΣΣΔ, μικρασιατική εκστρατεία, ήττα ελληνικού στρατού, διωγμός Ελλήνων, καταστροφές. Η κόρη του, μπροστά στα μάτια μας, αλλάζοντας ρόλους και φωνές, μας αφηγείται μια περίοδο της ιστορίας, που άλλαξε για πάντα τη ζωή τους.
Οι Τούρκοι ξαναμπαίνουν στην Τραπεζούντα και ο Γαληνός, παρά την προειδοποίηση ενός φίλου του, δε φεύγει όσο είναι καιρός και έτσι αυτός και η οικογένειά του συλλαμβάνονται και ξεκινούν με όλη την πόλη μια πορεία θανάτου, συνοδεία στρατιωτών. Οι περιγραφές ανατριχιάζουν, καθώς ακούμε για απίστευτη βιαιοπραγία προς τους αδύναμους ή τους τραυματίες. Έχεις την αίσθηση, από την παραστατικότητα της αφηγήτριας, ότι κάτω από τα πόδια σου τρέχει ένα κόκκινο ποτάμι και ότι μπορείς να το μυρίσεις!
Η οικογένεια θα χωριστεί κι ο Γαληνός θα τρέξει μακριά μαζί με τα παιδιά. Θα πάρει μαζί μόνο τον γιο του και πίσω θα μείνει η γυναίκα με την κόρη του, με την υπόσχεση ότι θα βρουν τρόπο να ξανασυναντηθούν. Μέσα από μια περιπέτεια σε βουνά και δάση, ο Γαληνός θα βρεθεί αντιμέτωπος με παλιούς δαίμονες, θα χάσει το παιδί του και θα καταλήξει άγριο θηρίο, αντάρτης στα βουνά μαζί με άλλους Έλληνες.
Η Σέρρα, ο αρχαίος Πυρρίχιος χορός, που το τελετουργικό του επαναλαμβάνεται πριν από κάθε μάχη, γίνεται αυτό που τους κρατά συνδεδεμένους με την καταγωγή τους, τον σκοπό που πολεμάνε, τους δικούς τους που χάσανε, τον λαό τους που αφανίζεται.
Μετά από πάμπολλες ταλαιπωρίες, ο Γαληνός και μια ομάδα συντρόφων του θα βρεθούν στη Σοβιετική Ένωση και θα συλληφθούν, για να οδηγηθούν πρώτα στο Καζακστάν και μετά στα στρατόπεδα εργασίας της Σιβηρίας. Όταν κάποια στιγμή θα ελευθερωθεί, θα καταλήξει σε μια πόλη της Γεωργίας, όπου έχει από καιρό βρει καταφύγιο η Ταλίν. Θα ορθοποδήσει ξανά και, μην έχοντας νέα από τη γυναίκα του, θα αποφασίσει να παντρευτεί το κορίτσι.
Τη μέρα του γάμου θα εμφανιστεί ξαφνικά η γυναίκα του με την κόρη του, ο γάμος θα αναβληθεί και θα γίνουμε μάρτυρες, μέσα από τη διήγηση της ενήλικης κόρης, των δεινών που πέρασαν οι γυναίκες, στην προσπάθειά τους να περάσουν στη Σοβιετική Ένωση: θάνατος, βιασμοί από Τούρκους στρατιώτες, εξαθλίωση, πορνεία, για ένα κομμάτι ψωμί.
Το ζευγάρι θα ξαναχωριστεί και ο καθένας θα φτιάξει πάλι τη ζωή του, κουβαλώντας τις πληγές όλων των προηγούμενων ετών. Πατέρας και κόρη θα ξανασυναντηθούν χρόνια μετά, κοντά στο 1960, στη Μόσχα, όπου θα μάθουμε για τον υπαίτιο όσων κακών βρήκαν τον Γαληνό, τη σχέση του με την οικογένειά του και για τη σκέψη του για μετεγκατάσταση στην Ελλάδα. Ένα σχέδιο που δεν θα ευοδωθεί, αφού οι συγκυρίες θα τον φέρουν ξανά στην Τραπεζούντα και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη, για να βρει τον χαμένο του γιο και μετά πάλι πίσω στο παλιό του σπίτι, στην πόλη που έζησε τον περισσότερο καιρό, μέχρι το τέλος της ζωής του.
Για 90 λεπτά, γίναμε μάρτυρες ενός συγκλονιστικού μονολόγου και μιας κατάθεσης ψυχής από τη Χρύσα Παππά. Μπροστά στα μάτια μας, η ηθοποιός πέρασε σχεδόν μισό αιώνα ιστορίας του Ποντιακού Ελληνισμού, ξεκινώντας λίγο μετά τον πρώτο Παγκόσμιο και καταλήγοντάς στα μέσα της δεκαετίας του ’60.
Τόποι και άνθρωποι και ιστορίες και ό,τι συνθέτει μια φυλή, έναν λαό, που δεν μάθαμε ποτέ στο σχολείο, τα ακούσαμε όλα μεμιάς. Με ανάμεικτα συναισθήματα λύπης, θυμού, αγωνίας και κάποια που δεν ταξινομούνται (ούτε καν περιγράφονται με τη λέξη “οργή”), διαπιστώσαμε κάτι που γνωρίζαμε καλά από άλλες ιστορικές περιόδους.
Μπροστά στα συμφέροντα των δυνατών, οι απλοί άνθρωποι είναι απλές αναφορές αριθμών και δεν υπολογίζονται. Επίσης, η αμορφωσιά και το τυφλό μίσος μερικών που ψάχνουν εξιλαστήρια θύματα για να εκδηλώσουν ό,τι πιο σιχαμένο τούς γεμίζει, διαχρονικά δημιουργεί τέρατα και καταστάσεις που δεν γνωρίζω αν θα αντέχαμε να δούμε ακόμη και ως μάρτυρες, πόσο μάλλον να ζήσουμε όλη αυτή τη φρίκη των Ποντίων και των Αρμενίων, που, στο βωμό μιας “καθαρότητας”, αποτέλεσαν την πρώτη ύλη, για μια από τις πιο βάρβαρες σύγχρονες γενοκτονίες.
Δεν είναι εύκολο εγχείρημα να κάνεις ένα πολυσέλιδο ιστορικό βιβλίο θεατρικό κείμενο και να κρατήσεις όλα όσα χρειάζονται, ώστε το κοινό να αποκτήσει μια σφαιρική εικόνα όσων θες να πεις, και, παράλληλα, να μη γεμίσει με πληροφορία που δεν θα διαχειριστεί εύκολα.
Ο Γιάννης Καλπούζος το κατάφερε με μοναδικό τρόπο και έφερε όλα αυτά επί σκηνής, μέσα από την ερμηνεία της έξοχης Χρύσας Παππά, κάνοντας κάποιους να φτιάξουμε εικόνες από αντίστοιχες καταστάσεις που συμβαίνουν σε πολεμικές συγκρούσεις τώρα και έχουν ως αποτέλεσμα τα καραβάνια προσφύγων, ένα πολυπληθές κομμάτι των οποίων, έχει υποδεχτεί και η χώρα μας.
Ο Σωτήρης Χατζάκης επέλεξε να μη δραματοποιήσει υπερβολικά την αφήγηση της ηρωίδας και να κρατήσει έναν τόνο στην ερμηνεία της, που τον χρωματίζει, κάθε φορά που απαιτείται, με τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνει μεταδοτικό το συναίσθημα, πέρα απ’ αυτό που γεννάει η περιγραφή. Αυτό το δωρικό μοντέλο, που μεταμορφώνεται σε όλα τα πρόσωπα του έργου και με ελάχιστα αντικείμενα, αναπαριστά και τροφοδοτεί την ιστορία, αποδείχτηκε πολύ λειτουργικό.
Στο κλίμα της παράστασης σημαντικό ρόλο έπαιξε και η μουσική που επιμελήθηκε ο Ματθαίος Τσαχουρίδης, συνθέσεις με ποντιακή λύρα, η πολύ λειτουργική σκηνογραφία και τα ρούχα που είχαν τη φροντίδα της Έρσης Δρίνη και οι περίτεχνοι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου.
Η Χρύσα Παππά είναι συναρπαστική, καθηλωτική, σε ένα πολύ δύσκολο αφήγημα, που έχει πολύ έντονη συναισθηματική φόρτιση και δυνατές περιγραφές βίας και ωμότητας, αλλά και πολλές τρυφερές και αισιόδοξες, που δείχνουν το μεγαλείο των ανθρώπων που έζησαν όλα αυταί και συνέχισαν να προσπαθούν κάθε μέρα για το καλύτερο, χωρίς να αλλάξουν κάτι από αυτά που τους χαρακτήριζαν.
Το συγκλονιστικό κλείσιμο της παράστασης, με τα λόγια του πατέρα της ηρωίδας ότι: «από όσα πέρασε αυτός, δεν τρέφει μίσος για καμιά εθνότητα, αλλά ζυγίζει και κρίνει τους ανθρώπους ως μονάδες και κρατάει όσους αξίζουν», δίνει ένα πολύ δυνατό μήνυμα για το πώς οφείλουμε να κρίνουμε τον κόσμο γύρω μας.
Συντελεστές
Συγγραφέας και θεατρική διασκευή: Γιάννης Καλπούζος
Σκηνοθεσία: Σωτήρης Χατζάκης
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Σύνθεση-Μουσική Επιμέλεια: Ματθαίος Τσαχουρίδης
Σκηνικά-Κοστούμια: Έρση Δρίνη
Χοροδιδασκαλία: Στέφανος Σιδηρόπουλος
Φωτογραφία αφίσας: Πάνος Βλασόπουλος
Φωτογραφίες παράστασης: Αγγελική Κοκκοβέ
Γραφιστική επιμέλεια-Video Editing: Μαίρη Μούσα
Προβολή-Δημόσιες Σχέσεις: Παναγιώτης Φανταγμάς
Παραγωγή: Sifa Production
Ερμηνεύει η Χρύσα Παπά
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ