Κριτική από τον Παύλο Λεμοντζή
«Η πολιτική ορθότητα από ένα σημείο και μετά, ουσιαστικά, απαγορεύει στους ανθρώπους να γελάνε. Όχι στο σημείο που είναι σωστό, το ορθό. Είναι αυτό το ορθό το οποίο γίνεται υστερικό», δήλωσε πρόσφατα ο δημιουργός αναφερόμενος στον τρόπο που μπορεί να σταθεί η κωμωδία και η σάτιρα στην εποχή μας και συμπλήρωσε: «Δεν το έχω ποτέ με τον χρόνο. Τον χρόνο τον υπολογίζω με το τι έκανα, αν πέρναγα καλά. Τον μοιράζω με το πόσο ωραία και πόσο δυσάρεστα πέρασα»
Κι επειδή η αφορμή, κατά δήλωσή του πάντα, για να γράψει το παρόν έργο ήταν ένα όνειρο που έβλεπε και ξανάβλεπε και είχε να κάνει με τη ζωή και τον θάνατο, η υπόθεση του κειμένου του που, ήδη, παραστάθηκε με επιτυχία στην Αθήνα και τώρα περιοδεύει, έχει ως εξής:
Ένας άνθρωπος πεθαίνει-τον υποδύεται ο ίδιος- και ξαφνικά βρίσκεται όρθιος στο νεκροταφείο, καθώς ένα από τα νεύρα του είναι ακόμη ζωντανό και συμπαρασύρει τα υπόλοιπα. Ανατινάζεται το σύμπαν του και έτσι στα «τριήμερά» του, περιμένει συγγενείς και φίλους στο νεκροταφείο, για μια συζήτηση μαζί του.
Τι έγινε κι αυτός πήδηξε από τον 6ο όροφο του ψυχιατρείου μαζί με το κούφωμα;
Τι έχει να του πει ο κολλητός του; Η μάνα του; Η δεύτερη γυναίκα του; Η γκόμενα του; Η καθαρίστρια;
Ο αδερφός του; Ο πεθαμένος ψυχίατρος και κυρίως, τι έχει να του αποκαλύψει η πρώτη του γυναίκα, η Παρθένα Χοροζίδου, που έχει εγκαταλείψει τα εγκόσμια και ζει σε ένα μοναστήρι;
Γέλιο, με ένα σκοτάδι που έγινε φως, ίντριγκες, πάθη και δύο διαφορετικές πλευρές του ίδιου ανθρώπου ζητούν μια δεύτερη ευκαιρία για ζωή.
Το έργο είναι εμπνευσμένο, έχω την εντύπωση, από τη «Σάτιρα θανάτου και Κάτω Κόσμου» του Λουκιανού, επειδή το κεφάλαιο “Περί πένθους” είναι μια σύντομη πραγματεία, στην οποία ο Λουκιανός αντλώντας στοιχεία από τους κυνικούς και αξιοποιώντας τη ρητορική του παιδεία, διακωμωδεί τις αντιλήψεις και τις αντιδράσεις των ανθρώπων σε καταστάσεις πένθους.
Έτσι κι ο Λαζόπουλος στο «Όταν ξαναπέθανα» φωτίζει προβληματικές διαπροσωπικές σχέσεις, ακραίες συμπεριφορές ανθρώπων απέναντι σε καθημερινές καταστάσεις, κρυμμένες επιθυμίες, ακόμα και εμμονές ή ψυχαναγκαστικές αντιδράσεις. Ταυτόχρονα, θέτει το ερώτημα εάν μπορούν να υπάρξουν δύο χαρακτήρες σε έναν άνθρωπο και δίνει την απάντηση.
Από το κείμενο δε λείπει ο κοινωνικοπολιτικός σχολιασμός, όπως ακριβώς τον ξέραμε από το τηλεοπτικό «Αλ Τσαντίρι» καθώς και οι αιχμές στα «κακώς κείμενα» της εποχής, εφόσον οι ατάκες και οι διάλογοι εμφανίζουν σαφέστατα και το οξυμμένο ενδιαφέρον του Λαζόπουλου για την κοινωνία που ζει – και πάλι στολισμένο με το ύφος και το χιούμορ του Αλ-τσαντιριού – η οποία συχνά γίνεται έρμαιο του παραλογισμού και της αβελτηρίας που υποβάλλουν η παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα, αλλά και οι διάφοροι αγύρτες, ψευδο-φιλόσοφοι και πολιτικάντηδες, οι διαταραγμένες προσωπικότητες ανεξαρτήτως ιδιότητας, από ψυχίατρο έως καθαρίστρια.
Άλλωστε, σύνηθες το φαινόμενο στους γάμους να κλαίνε και στις κηδείες να γελάνε.
Κάθε τι τραγικό στη ζωή μοιάζει, ενίοτε, και με κωμωδία.
Αυτή η παράσταση, ας πούμε ότι ξορκίζει το πένθος του θανάτου, ανακαλώντας αστεία περιστατικά που έχουν συμβεί πριν και μετά τις κηδείες, εφόσον το κοινό ξεκαρδίζεται στα γέλια στην κάθε ατάκα, στην κάθε μούτα του πρωταγωνιστή.
Ο σφαιρικός προβληματισμός, ωστόσο, αναδεικνύεται ιδιαίτερα στις σελίδες όλων των έργων του συγγραφέα, όπου το κριτικό του βλέμμα στέκεται στους εκπροσώπους της πολιτικής, του πλούτου και της όποιας εξουσίας. Η αντίθεση πλούσιων-φτωχών, η κοινωνική αδικία, η αλαζονεία των ισχυρών και η εξαθλίωση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων είναι, και πάλι, θέματα που απασχολούν την παράσταση. Αυτή τη φορά είναι η θεώρηση των αξιών και της εξουσίας, υπό το πρίσμα του θανάτου.
Σπαρταριστοί αυτοσχεδιασμοί στο στιλ του «Αλ τσαντιριού», που άλλοι τους βρίσκουν χαριτωμένους και γελάνε κι άλλοι τους στολίζουν με τα επίθετα βαρετοί, ανούσιοι, επαναλαμβανόμενοι ή κλισέ.
Απολαυστικές ερμηνείες για μεγάλη μερίδα κοινού, ιδιαίτερα από την εξαιρετική Παρθένα Χοροζίδου, η οποία διαθέτει ατόφια κωμική φλέβα, δε φοβάται να τσαλακωθεί, να εκτεθεί, να αλώσει τη σκηνή, χωρίς να περιθωριοποιήσει τους άλλους χαρακτήρες του έργου, έστω κι αν η συμμετοχή της είναι μικρής διάρκειας.
Ο Λάκης Λαζόπουλος είναι κι εδώ ένας από τους «Μικρούς Μήτσους του» ή ένα κομμάτι από το «Αλ Τσαντίρι», βγάζει γέλιο με πανομοιότυπο χαρακτήρα, αυτόν που ξέρει να κάνει καλά εδώ και χρόνια.
Τα σκηνικά της Μαίρης Τσαγκάρη και τα κοστούμια των Ιωάννας Τσάμη και Ιφιγένειας Νταουντάκη στιγματίζουν το σουρεαλιστικό ύφος της παράστασης, ενώ η μουσική του Βάϊου Πράπα συνοδεύει με επιτυχία το χιουμοριστικό κέλυφος των λόγων. Η εξυπηρέτηση των φωτισμών του Περικλή Μαθιέλη στο όραμα του σκηνοθέτη, εμφανής και αποτελεσματική.
Όλος ο θίασος δίνει τον καλύτερό του εαυτό για να διασκεδάσει το κοινό, το οποίο ανταμείβει με δυνατό χειροκρότημα όλους τους συντελεστές στο φινάλε της δίωρης παράστασης.
Το «Όταν ξαναπέθανα» έκανε πρεμιέρα στην Αττική, στο Κατράκειο Νίκαιας, μετά ανέβηκε στο Βεάκειο Πειραιά και στη συνέχεια η παράσταση θα περιοδεύσει στη Λάρισα (Αλκαζάρ) και το Βόλο (Δημοτικό Θέατρο), πριν παρουσιαστεί για 3 εβδομάδες στο κοινό της Θεσσαλονίκης (RADIOCITY). Η περιοδεία ολοκληρώνεται με τις παραστάσεις στο Ηράκλειο Κρήτης (Αστόρια).
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Κείμενο – Σκηνοθεσία: Λάκης Λαζόπουλος
Σκηνικά: Μαίρη Τσαγκάρη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη – Ιφιγένεια Νταουντάκη
Μουσική: Βάιος Πράπας
Σχεδιασμός φωτισμών: Περικλής Μαθιέλης
Χορογραφίες – Κίνηση: Κατερίνα Φώτη
Βοηθός σκηνοθέτη: Σίλια Κόη
Φωτογραφίες: Πάνος Γιαννακόπουλος
Trailer: Μιχαήλ Μαυρομούστακος
Teaser προβών: Κωνσταντουδάκης Αντώνης
Graphic Design: Στεφανία Αϊβαλάκη
Πρωταγωνιστούν
Λάκης Λαζόπουλος & Παρθένα Χοροζίδου
Μαζί τους:
Αντώνης Στάμος, Κωνσταντίνος Μουταφτσής, Βασιλική Σουρρή, Μαρία-Νεφέλη Χρονοπούλου, Φαίδρα Σκλήρη, Κωνσταντίνος Γιάννης, Λαζάρια Σαζεΐδου και Χρήστος Ντούλας.
Στον ρόλο του ψυχιάτρου ο Τόλης Παπαδημητρίου.
Οργάνωση Παραγωγής: Ντόρα Βαλσαμάκη
Παραγωγή: Θεατρικές Επιχειρήσεις Τάγαρη
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ