ΚΡΤΙΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ
Πιστεύω ότι ο βραβευμένος συγγραφέας Μιχαήλ Άνθης, θεωρώντας σταθερά το θέατρο ως ένα φόρουμ κοινωνικού και πολιτικού διαλόγου μέσω της τέχνης, έγραψε αυτό το έργο. Και όχι, δε μιλάει για έναν πόλεμο μεταξύ Ανατολής και Δύσης και των αντίστοιχων πολιτισμικών φορτίων τους. Τέτοια επιχειρήματα αποτελούν, κατά κανόνα, προπαγανδιστικές προσπάθειες μεγιστοποίησης ορισμένων υπαρκτών προβληματικών διαστάσεων, ώστε να αποτελέσουν το αναγκαίο δαιμονικό πλαίσιο καλλιέργειας ενός τρομοκρατικού ή μεταναστατευτικού δέους, χάριν εξυπηρέτησης διαφόρων σκοπιμοτήτων.
Το έργο, ωστόσο, ανήκει στην εποχή μας. Μια εποχή πολέμων, εξεγέρσεων, τρομοκρατίας αλλά και επαναπροσδιορισμού της ανδρικής συμπεριφοράς. Είναι μια ιστορία για κάτι που ελάχιστοι γνωρίζουν από πρώτο χέρι, αλλά που μιλά για όσα κρύβουν όλοι οι άνθρωποι στην ψυχή τους και τα φανερώνουν όταν κατανοήσουν πως βρίσκονται στο κατώφλι του θανάτου.
Θα μπορούσε να πει κανείς, απλουστευτικά, πως κάθε πόλεμος γίνεται για την εξουσία, την επιβολή, την επικράτηση, οικονομική, κοινωνική, πολιτική, πολιτισμική κλπ. Όμως πίσω από τον κάθε πόλεμο κρύβονται βαθύτερα παραγωγικά αίτια και κίνητρα βούλησης, που δίνουν και το στίγμα της πολεμικής αναμέτρησης.
Το «Όταν χαμήλωσε ο ουρανός» ανέβηκε από το ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη, ως έργο δωματίου μεγάλης ισχύος, με τους Νίκο Νικολάου και Δημήτρη Σιακάρα σε ερμηνείες αξιώσεων. Συμμετέχει και η Μάρα Μαλγαρινού μέσω βίντεο.

Στα ερείπια ενός βομβαρδισμένου σπιτιού στη Γάζα, εγκλωβίζονται ένας Ισραηλινός λοχαγός κι ένας Παλαιστίνιος δάσκαλος. Οι δύο άντρες, ακίνητοι, θαμμένοι ζωντανοί, καταπλακωμένοι από συντρίμμια, μάταια προσπαθούν να απελευθερωθούν. Με σπαρακτικές κραυγές αναζητούν ένα σημείο ζωής των δικών τους ανθρώπων. Μετά τις εκατέρωθεν κατηγορίες για τις ευθύνες ενός πολέμου που μαίνεται χρόνια, η συνειδητοποίηση ότι το τέλος πλησιάζει μαλακώνει την καρδιά τους. Υποχρεωμένοι να ζήσουν λεπτό προς λεπτό έναν βασανιστικό θάνατο, λόγω του οξυγόνου που λιγοστεύει, δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αναμετρηθούν με τα πιστεύω τους.
Ο πραγματικός «άλλος» είναι πλέον ο εαυτός τους. Με αυτόν θα κάνουν απολογισμό. Οι πρότερες επιλογές τους βαραίνουν αλλιώς και συνειδητοποιούν τις πραγματικές τους διαστάσεις. Φανερές και κρυφές πλευρές της ζωής τους φωτίζονται απ’ το σκοτάδι της απόγνωσης. Κι όσο κι αν ο πόλεμος μέσα τους αντιστέκεται ακόμα και επιμένει, αναπόφευκτα έρχονται κοντά.
Όταν δε, μέσα απ’ τα ερείπια προβάλλει το χέρι τής επίσης εγκλωβισμένης γυναίκας του Παλαιστίνιου, ο πόλεμος των δύο κόσμων στο πρόσωπο των δύο αντρών «τελειώνει» με ένα συγκλονιστικό φινάλε.
Σημείωμα σκηνοθέτη
Διαδραματίζεται στο φόντο ενός εν ενεργεία πολέμου μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών, όπου όλοι μας, λίγο έως πολύ, γίναμε κοινωνοί μέσα από τα media. Μέσα από πολύ λεπτά και ισορροπημένα δραματουργικά μονοπάτια, ο συγγραφέας κατορθώνει και απεκδύει τους ήρωες από στρατιωτικά, ιδεολογικά, κοινωνικά και θρησκευτικά περιβλήματα, αναδεικνύοντας τον ΑΝΘΡΩΠΟ μπροστά στον θάνατο.
Με εξαιρετική μαεστρία ο λόγος γίνεται όπλο καταρρίπτοντας ή αφήνοντας έωλη την όποια αντιπαράθεση, μπροστά στη συνειδητοποίηση της βίας και της φρίκης του πολέμου. Μέσα στον πυρήνα του έργου είναι διάχυτη και ξεκάθαρη η δίψα των ανθρώπων για αγάπη, ζωή και συνύπαρξη.
Με τον εκμαυλισμό,όμως, της λογικής και της συνείδησης αλλοιώνεται και καταλήγει σε βία, σε ένταση και σε πόλεμο.
Καθεστώς, οι καλές ή οι κακές πράξεις να διακατέχονται από έντονο συγκινησιακό και φορτισμένο συναισθηματικά πεδίο. Πάνω σε ένα τέτοιο πεδίο εδράζεται και το έργο «Όταν χαμήλωσε ο ουρανός».
Γιώργος Κιουρτσίδης
Οι πρωταγωνιστές της παράστασης έχουν προσεγγίσει τους –εντελώς σχηματικούς– ρόλους μέσα από καθαρά θεατρικές διαδρομές. Όταν λέω «σχηματικούς», εννοώ πως κανένας δε μιλάει όπως οι ήρωες του Χέμινγουεϊ, για παράδειγμα, στο περίφημο «Αποχαιρετισμός στα όπλα», το οποίο είναι μονάχα ένα πολεμικό μυθιστόρημα. Σ’ αυτό ο Χέμινγουεϊ πλάθει μια ιστορία αγάπης βαθιά τραγική, παθιασμένη και ασυμβίβαστη.
Όμως, το «Όταν χαμήλωσε ο ουρανός» είναι έργο αφύπνισης και συμφιλίωσης, φρεσκογραμμένο, σαν μια μορφή άμεσης αντίστασης στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων αντίπαλων στρατοπέδων, είναι ουσιαστικά μια κατασκευασμένη συνθήκη, αλλά εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα.
Ο συγγραφέας τοποθετεί στο ίδιο ερείπιο – απομεινάρι πολέμου «φυλακισμένους» τους ήρωές του, για διαφορετικούς λόγους. Μέσα από τη σχέση τους επικροτεί την αλληλεγγύη, την ανθρωπιά και την αδερφοσύνη, για χάρη της ελευθερίας.

Ο Γιώργος Κιουρτσίδης σκηνοθετεί αυτήν την «κατασκευή» με αφοπλιστική σοβαρότητα.
Τηρεί τους όρους του ψυχολογικού δράματος και χειρίζεται τις δράσεις των ηθοποιών λιτά και στατικά, στη γραμμή ενός στιλιζαρισμένου ρεαλισμού που απογειώνει τη θεατρικότητα. Κι ενώ επιμένει σε μια ατμόσφαιρα τόνων ανθρωπιάς, μακριά από μιλιταριστικές αντίθετες απόψεις, μια υπόκωφη ένταση και μια διαρκώς αυξανόμενη συγκίνηση διατρέχουν την παράστασή του.
Από κοινού οι δύο πρωταγωνιστές συγκροτούν, σκηνή τη σκηνή, ένα δίπολο μεγάλης ισχύος, αποφεύγοντας τη γραφικότητα που, ενδεχόμενα, θα γεννούσε η αναγκαστική συμβίωση και ο αγώνας για επιβίωση, μιας και γνωρίζουν ότι η κλεψύδρα της ζωής αδειάζει με ταχύτητα, το οξυγόνο λιγοστεύει, το μοιραίο τέλος έρχεται, οπότε πρυτανεύει μια περίεργα ξεχασμένη λογική: Μπροστά στον θάνατο είμαστε όλοι ίσοι.
Πώς, άραγε, αντιδρούν οι άνθρωποι που βιώνουν συγχρόνως μια φρικτή κατάσταση, αλλά ο καθένας αντιμετωπίζει τον άλλον ως εχθρό, μια και το μόνο που σκέφτονται είναι να καθυστερήσει να έρθει η σειρά τους; Κι αν δεν έρθει η δική τους, τότε κάποιου άλλου θα πρέπει να έρθει. Θα μπορούσαν να συνεργαστούν ή είναι στην ουσία εχθροί;
Και παρότι ο θεατής γνωρίζει ότι αυτοί οι εγκλωβισμένοι σίγουρα έχουν διαπράξει έγκλημα, συμπάσχει μαζί τους, αγωνιά για την τύχη τους.
Το κείμενο αλλά και η σκηνοθεσία, μας δίνουν ευκαιρίες για να καταλάβουμε ότι μέσα στο όμορφο εναρμονισμένο σύμπαν, δεν μπορεί να υπάρχει κάτι που να κινείται ανεξάρτητα από την τάξη και τους νόμους που το διέπουν. Έτσι, αν θεωρήσουμε την ηθική ως ένα κλάδο της πρακτικής φιλοσοφίας που εξετάζει τι είναι καλό και τι κακό, τι δίκαιο και τι άδικο για όλους τους ανθρώπους της οικουμένης, θα πρέπει επίσης να αναζητήσουμε εκείνες τις αξίες που παραμένουν αναλλοίωτες στον χρόνο και όχι εκείνες που, σύμφωνα με πρόσκαιρους κανόνες συμπεριφοράς, έχουν μια περιορισμένη ισχύ και εκφράζουν μια ηθική κατ’ αναλογία, περαστική.

Ωστόσο, αξιολογότατες ερμηνείες αναδύονται από αυτή την απίστευτη τρύπα της κόλασης. Νίκος Νικολάου και Δημήτρης Σιακάρας σ’ ένα ρεσιτάλ ερμηνείας και μια πειστική μελλοθάνατη, «αιχμάλωτη» των ερειπίων Μάρα Μαλγαρινού στο βίντεο, κρατούν δέσμιους τους θεατές στη σκηνή. Για να εκτιμήσετε όλες τις διαστάσεις του έργου: πόνο, θλίψη, απόγνωση, ψήγματα χαράς, νοσταλγία, ονειροπόληση, θυμό, χιουμοριστικές εξάρσεις, αγανάκτηση , δύναμη μα και ισοπέδωση ψυχής, πρέπει να δείτε την παράσταση.
Το δυστοπικό σκηνικό, που λειτουργεί ως υπόμνηση της καταστροφής του πολέμου στην ύλη και στη ζωή, είναι της Άννας – Μαρίας Αγγελίδου, η οποία σχεδίασε και τα κοστούμια.
Η μουσική που συνοδεύει τη ροή είναι του Ανδρέα- Άγγελου Καρανικόλα και οι απολύτως ατμοσφαιρικοί φωτισμοί, του Γιάννη Τούμπα.
Το «διά ταύτα» αυτής της παράστασης: Σήμερα, εκείνα που αμφισβητούνται είναι τα αυτονόητα: η αξία ανθρώπου και η αξία όλων των κατακτήσεών του μετά από αιώνες αιματοβαμμένων αγώνων. Αυτά κινδυνεύουν να ισοπεδωθούν ή να εξαφανιστούν και, μάλιστα, σε χρόνο ρεκόρ. Μοιάζει απίστευτο και συνάμα τραγικό, αλλά οι άνθρωποι καλούνται πάλι να αγωνιστούν, υπερασπιστούν και διασώσουν το παραδοσιακό και κοινά αποδεκτό περιεχόμενο εννοιών όπως: ειρήνη, δημοκρατία, ελευθερία, ισονομία, δικαιοσύνη, πολιτισμός, ηθική, παιδεία.
Θα πρέπει να ειπωθεί ότι είναι εφήμερη και φευγαλέα από την ίδια της τη φύση η καλλιτεχνική δραστηριότητα του ηθοποιού και, δυστυχώς, δεν αφήνει τα επιτεύγματά της χαραγμένα σε κάποια στέρεα χειροπιαστά υλικά, τα οποία μπορούν οι μελετητές των επόμενων γενεών να περιεργαστούν και να αξιολογήσουν με τη νηφαλιότητα που εξασφαλίζει, συνήθως, η χρονική απόσταση από τα γεγονότα.
Θνησιγενής τέχνη το θέατρο, άρα δεν αφήνει πίσω της ό,τι το έργο, για παράδειγμα, του ζωγράφου. Ακριβώς γι’ αυτό γράφω το άρθρο και σας παροτρύνω να βιώσετε την εμπειρία. Είναι ξεχωριστή και, ίσως, απελευθερωτική για πολλούς θεατές που είναι εγκλωβισμένοι στα προσωπικά τους αδιέξοδα.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθεσία: Γιώργος Κιουρτσίδης
Σκηνικά / Κοστούμια: Άννα Μαρία Αγγελίδου
Μουσική – Σχεδιασμός Ήχων: Ανδρέας – Άγγελος Καρανικόλας
Φωτισμοί: Γιάννης Τούμπας
Βοηθός σκηνοθέτη: Ανδρέας – Άγγελος Καρανικόλας
Οργάνωση παραγωγής: Μαριλύ Βεντούρη
Φωτογραφίες: MikeRafail | Thatlongblackcloud
Διανομή:
Μάρα Μαλγαρινού, Νίκος Νικολάου, Δημήτρης Σιακάρας
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ