Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

«H Tριλογία του Παραθερισμού» του Κάρλο Γκολντόνι από το Κ.Θ.Β.Ε. και τη «bijoux de kant».

Ημέρα:

spot_img
spot_img

Πρόλογος

Κάρλο Γκολντόνι (Βενετία25 Φεβρουαρίου 1707 – Παρίσι6 Φεβρουαρίου 1793).

Τα έργα που γράφτηκαν, όσο ο συγγραφέας ήταν στην Ιταλία, δεν έχουν θρησκευτικό ή εκκλησιαστικό θέμα ούτε εκφράζουν σκέψεις για το θάνατο ή τη μετάνοια, κάτι που προκαλεί εντύπωση, λόγω της αυστηρής καθολικής ανατροφής του Γκολντόνι. Μετά τη μετοίκησή του στη Γαλλία η θέση του έγινε πιο ξεκάθαρη, καθώς τα έργα του είχαν έντονο αντι-εκκλησιαστικό τόνο και συχνά σατίριζαν την υποκρισία των μοναχών και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Ο Γκολντόνι ενδιαφερόταν για τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, τη φιλοσοφία, το κίνημα του Ουμανισμού, ενώ ασκούσε κριτική στην αλαζονεία, στην αδιαλλαξία και την κατάχρηση εξουσίας. Συχνά σατίριζε τους υπερόπτες ευγενείς και τους φτωχούς που δεν είχαν τιμιότητα και αξιοπρέπεια.

Το θεατρικό “Η τριλογία του παραθερισμού” περιλαμβάνει τρία μέρη: “Η μανία του παραθερισμού”, “Οι περιπέτειες του παραθερισμού”, “Το τέλος του παραθερισμού”.

Ένα έργο που, ενώ μαρτυρεί το μακρόχρονο παρελθόν του, περικλείει ταυτόχρονα όλους τους παλμούς του παρόντος. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1756.

Η οικονομική διάβρωση της αστικής ευδαιμονίας και η αναπότρεπτη καταφυγή σε ταπεινωτικές λύσεις συναλλαγής, η βαθιά λαχτάρα για αναχώρηση σε έναν τόπο που επιφυλάσσει ανανεωτικές εμπειρίες και η πυρετώδης προετοιμασία για το ταξίδι, η εξοχική έπαυλη όπου περιφέρονται μελαγχολικά πρόσωπα χαρτοπαίζοντας και επικοινωνώντας μεταξύ τους με θραύσματα λόγου και, πάνω απ’ όλα, το ερωτικό γαϊτανάκι, που περιστρέφεται παρασύροντας τους παίχτες σε κωμικοτραγικές εκρήξεις, οδηγούν απευθείας στον Τσέχωφ ( Βυσσινόκηπος, Τρεις αδελφές, Ο Γλάρος, Ο Θείος Βάνιας).

Υπόθεση

Ο Λεονάρντο και η αδελφή του Βιτόρια προετοιμάζονται πυρετωδώς να αναχωρήσουν για την εξοχή. Οι κοινωνικές συμβάσεις επιβάλλουν έναν πολυτελή τρόπο ζωής, στον οποίο όμως δυσκολεύονται να ανταποκριθούν, αφού τα χρέη τους από παλιότερα δάνεια τους έχουν ήδη πνίξει. Αλλά, πώς μπορεί ο Λεονάρντο να μείνει πίσω όταν η αγαπημένη του Τζακίντα αναχωρεί για διακοπές, και μάλιστα έχοντας συντροφιά έναν νεαρό και όμορφο αντεραστή; Η απόφαση για μια πολυέξοδη διαμονή στην εξοχή θα διογκώσει ακόμη περισσότερο τα οικονομικά τους προβλήματα και θα τους οδηγήσει στο δρόμο του συμβιβασμού.
Με άφθονο χιούμορ και πικρή ειρωνεία, ο Βενετός δραματουργός καυτηριάζει το πάθος των συμπατριωτών του για αυτοπροβολή μέσω του πολυτελούς παραθερισμού, χαρακτηρίζοντάς το «μανία και διαταραχή». Όμως, από τα μέσα του 18ου αιώνα, εποχή που γράφτηκε η «Τριλογία του παραθερισμού», μέχρι τις μέρες μας, ορισμένες νοοτροπίες παραμένουν ίδιες, υπονομεύοντας διαχρονικά την αξιοπρέπεια και ταπεινώνοντας την ανθρώπινη υπόσταση.

Ανάγνωση

Ο Κάρλο Γκολντόνι, στα τρία έργα που αποτελούν την “Τριλογία του παραθερισμού “, καυτηριάζει με άφθονο χιούμορ και πικρή ειρωνεία το πάθος των συμπατριωτών του για προβολή και κοινωνική αναγνώριση.

Νεόπλουτοι της εποχής (18ος αιώνας) αλλά και ξεπεσμένοι αριστοκράτες υφαίνουν το δικό τους γαϊτανάκι ματαιοδοξίας, σε ένα έργο με αποκαλυπτικά επίκαιρες αναφορές.

Ο Ιταλός θεατρικός συγγραφέας σκεφτόταν ήδη να σκηνοθετήσει ο ίδιος τις διασκεδάσεις και τις προσδοκίες όσων φτάνουν σε ευχάριστα, εξοχικά μέρη, έξω από τις χαοτικές πόλεις το 1761.
Αν ο Γκολντόνι ιστορούσε τότε τη μεγαλομανία των πρωτο – αστικών οικογενειών, που έβαζαν τις τελευταίες οικονομίες τους στην πρόσκαιρη διασκέδασή τους, έστω σε ένα σύντομο ταξίδι, σήμερα, όπως φαίνεται, οι συνήθειες των Ιταλών δεν έχουν αλλάξει καθόλου, γιατί όχι και των Ελλήνων, μια και το μεσογειακό ταπεραμέντο αγγίζει και τους δυο λαούς.

Οι τρελές προετοιμασίες που φέρνει μαζί της η αστική αναταραχή, αναδεικνύουν τις υπερβολές τους αλλά και τις απαράδεκτες αδυναμίες τους. Βασικά, σήμερα όπως και τότε, εμφανίζονται με κάθε ευκαιρία οι υπέρ ή υπο- δομές που συνδέονται με το κοινωνικό status: ένα οξύ και πιστό πορτρέτο της αστικής τάξης , καθώς ακολουθεί τη μόδα των διακοπών τυλιγμένο σε ένα πέπλο κοροϊδίας.

Το έργο είναι η ιστορία μιας κάστας ανθρώπων που ζει πέρα ​​από τις δυνατότητές της, σπαταλώντας απρόσεκτα το βιός της με παράλογο τρόπο.

«Η φιλοδοξία των μικρών θέλει να εμφανιστεί με τους μεγάλους, και αυτή είναι η γελοιότητα που προσπάθησα να βάλω σε προοπτική, να τη διορθώσω, αν είναι δυνατόν» , γράφει ο θεατρικός συγγραφέας. Το υλικό που γέννησε την «τριλογία των διακοπών» βασίζεται λοιπόν στην αλήθεια, όπως επισημαίνει στον αναγνώστη ο ίδιος ο συγγραφέας. Η ιδέα ήταν να δώσει ζωή σε τρεις διαδοχικές κωμωδίες: η πρώτη με τίτλο «Οι λαχτάρες για τις διακοπές» και οι τρελές προετοιμασίες της. το δεύτερο «Οι περιπέτειες των διακοπών» για να διηγηθεί την τρελή διαγωγή του και τέλος το τρίτο «Η επιστροφή από τις διακοπές» με τις οδυνηρές συνέπειες που προκύπτουν.

Η παράσταση

Βλέπουμε στη σκηνή «Σωκράτης Καραντινός» του Κ.Θ.Β.Ε. μια κωμωδία με διαχρονικό θέμα, «διαβολεμένη» πλοκή, έξοχα σχεδιασμένους χαρακτήρες, καλπάζοντες διαλόγους και με μια γλώσσα που τσακίζει κόκαλα, όταν μεταφράζεται με μαστοριά τέτοια, που να αναδεικνύει -όπως συνέβη με την άμεση, οικεία, εύληπτη από τον σημερινό θεατή μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα – το ποιητικό ήθος, την οικουμενικότητα, διαχρονικότητα αλλά και επικαιρότητα του έργου του Γκολντόνι. Επειδή ο σοφός συγγραφέας και, γιατί όχι, κοινωνιολόγος, σατιρίζοντας τη λαιμαργία για υψηλό βιοτικό επίπεδο κοινών θνητών, την κακογουστιά, την ξιπασιά, την επιτήδευση, την υποκρισία, την ψευτιά, τον συμφεροντολογικό καιροσκοπισμό, τον σνομπισμό, την ψευτοδιανόηση στα σαλόνια της αστικής τάξης της εποχής του, ήξερε ότι τέτοιου είδους ματαιόδοξοι άνθρωποι θα υπάρχουν πάντοτε και παντού.

Ο Γιάννης Σκουρλέτης δημιουργεί, μ’ έναν φρέσκο τρόπο, μια απολαυστική τοιχογραφία εποχής σε ύφος burlesque, με χιούμορ και πικρή ειρωνεία, τονίζοντας και μεγεθύνοντας το πάθος και τη μανία των ξεπεσμένων αριστοκρατών για πολυτελή διαβίωση, προβολή και κοινωνική αναγνώριση. Μια ολόκληρη άρχουσα τάξη αγκιστρωμένη από την κενή ευδαιμονία της, δεν παραιτείται των προνομίων της και συνεχίζει τον τρελό χορό μιας ξέφρενης πολυτελούς ζωής, που έχει φτάσει στο χείλος του γκρεμού, βουλιαγμένη στα χρέη και την απώλεια της οικονομικής της δύναμης. Ακόμα και η καταστροφή, μπορεί να περιμένει «μετά τον παραθερισμό».

Η συνθήκη που επέλεξε για τη δράση είναι επαρχιακό «σκυλάδικο», όπου
«τα λουλούδια από μένα στην κυρία» συνάδουν με τα στραφταλιζέ χρώματα σαν το ασημί, το χρυσαφί, το άλικο των υπογείων, σε σκηνικά και κοστούμια του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη, ο οποίος ευθύνεται και για τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς, ενώ η commedia dell’ arte συναντά το σύγχρονο underground – shop σ’ ένα ευφάνταστο σκηνικό γοητευτικής νυχτερινής αμαρτίας, ένα λαϊκό πλατό κάτω από τον υπαινικτικό τίτλο «Τραγωδία». Την αντιλαμβάνεται ο θεατής στο τρίτο μέρος, μετά τον γάμο, όπου οι ήρωες τον θέλουν σύμβολο στέγης της αγάπης τους, ενώ οι θεατές του βάζουν ένα ερωτηματικό.

Έτσι, η πρωτότυπη συνθήκη λειτουργίας μοιάζει πιο ευοίωνη και πιο ικανή να αναπτύξει όλη την ιδέα του 18ου αιώνα στο 2023, μέσα από αυτή.

Ευφυές σκηνοθετικό εύρημα η παρουσία του κερασφόρου από την έναρξη ακόμα, σαν μια παγανιστική μορφή, σαν μια διονυσιακή φιγούρα, ένα δείγμα έκλυσης ηθών ή διαστρέβλωσης της πραγματικότητας με μια ουτοπική «κατάκτηση» ευδαιμονίας.

Πιθανώς, να έλειπε τα τελευταία χρόνια αυτός ο πειραματικός χώρος σύζευξης των παραστατικών τεχνών, ένας χώρος που συστήνει τις τέχνες σε μια πιο χαλαρή ατμόσφαιρα, σαν να πίνεις το ποτό σου. Βλέπεις, λοιπόν, ένα κλασσικό έργο να παριστάνεται σύγχρονα και γνωρίζεις το θέατρο μέσα από τον τρόπο που έχεις μάθει να διασκεδάζεις. Εάν, μάλιστα, αναλογιστούμε πόση επιτυχία είχε παλιότερα η ρεβί – πίστας, και πόσο γερά αντέχουν έως σήμερα τα υπόγεια λαϊκομάγαζα, ακόμη πιο ευχάριστα αποδεχόμαστε το θέαμα που προσφέρει το Κ.Θ.Β.Ε στη σκηνή «Σωκράτης Καραντινός».

Γνωρίζουμε ότι καλός αγωγός ρεύματος είναι το νερό, τα μέταλλα, το ανθρώπινο σώμα. Στην παρούσα παράσταση ο καλός αγωγός είναι η μουσική. Η σκηνοθεσία θέλησε να θυμίζει θρίλερ κόντρα σε ό,τι διαμείβεται στη σκηνή. Έτσι, το μουσικό χαλί του Πάνου Ηλιόπουλου υπαινίσσεται το αντίθετο της κωμωδίας. Μια υπόθεση, ας πούμε, που έχει αγωνία, έχει ανατροπές και είτε το αρέσεις και το αφήνεις να σε συνεπάρει, να σε ταξιδέψει σ’ ένα μυστήριο είτε το απορρίπτεις και αφήνεις τον Μορφέα να σε αγκαλιάσει. Συμβαίνουν και τα δυο, σας διαβεβαιώνω.

Στο πρώτο μέρος απολαμβάνουμε τις ετοιμασίες για το ταξίδι σ’ ένα ρεσιτάλ παρεξηγήσεων, κωμικών ανατροπών κι ένα παιχνίδι γάτας – ποντικού, όπου ο έρωτας, η ζήλεια κι ο ανταγωνισμός έχουν τον πρώτο ρόλο. Στη συνέχεια, αφού μετά από πολλά δεινά πραγματοποιείται η φυγή στην εξοχή, μεταφερόμαστε κι εμείς στη θερινή ραστώνη και στις ανούσιες διασκεδάσεις των βαριεστημένων ευγενών. Ο έρωτας, για ακόμα μια φορά εμφανίζεται στο προσκήνιο, για να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις, όμως την επαναστατική του ορμή αναχαιτίζει ο φόβος της κοινωνικής κατακραυγής.

Στο τελευταίο κομμάτι επιστρέφουμε στο Λιβόρνο, για να παρακολουθήσουμε την αυλαία της γιορτής. Σπίτια σφραγίζονται, περιουσίες έχουν εξαφανιστεί, νέες συμφωνίες προσπαθούν να περισώσουν την όποια αξιοπρέπεια, μακριά όμως από μια πράξη τιμιότητας – η εξιλέωση δεν θα έρθει ποτέ.

Το μέγιστο προσόν της παράστασης είναι οι ερμηνείες των ταλαντούχων ηθοποιών. Ηθοποιοί με γερή θεατρική παιδεία, ασκημένη για τη λεπτομερειακή επεξεργασία του χαρακτήρα του ρόλου τους, του λόγου, της χειρονομίας, της στάσης και της κίνησής τους.

Η εντυπωσιακή Κλειώ- Δανάη Οθωναίου είναι μια κυκλοθυμική Τζακίντα που την κουράζει η ζήλεια του Λεονάρντο (Χρίστος Στυλιανού), έλκεται από την ομορφιά του Γουλιέλμο (Βασίλη Μπεσίρη) και προσπαθεί να αποδείξει στο ταίρι της ότι η αγάπη δεν επιβάλλεται αλλά εμπνέεται και ότι είναι ένα βαθύ συναίσθημα ανεπηρέαστο από εξωγενείς παράγοντες.

Ο εξαιρετικός Χρίστος Στυλιανού, με πανοπλία την ωραία του σκηνική παρουσία και όπλα του την υποκριτική του δεινότητα και την καθαρή του άρθρωση, ελίσσεται επιδέξια ανάμεσα στο ερωτικό πάθος και στην αλαζονική ζήλεια.

Αλλά ο χρωματισμός της κωμωδίας παίρνει πιο σκούρες, πιο νατουραλιστικές αποχρώσεις στο ρομάντζο, στην καρδιά του έργου. Ο συγγραφέας εξερευνά τα συναισθηματικά και πρακτικά προβλήματα του γάμου με μια συμπαθητική ματιά και δημιουργεί στον χαρακτήρα της Τζακίντα ένα πορτρέτο μιας νεαρής γυναίκας ασυνήθιστου βάθους και πολυπλοκότητας για την κωμωδία της περιόδου (ή μάλιστα οποιασδήποτε περιόδου). Περήφανη και έξυπνη, η ηρωίδα βλέπει στον γάμο σαν έναν δρόμο προς την ανεξαρτησία, εάν, φυσικά, μπορεί να γίνει ένα σωστό deal.

O Γιώργος Καύκας καταθέτει την εμπειρία του στον ρόλο του γλοιώδους, κουτσομπόλη Φερντινάντο που, μάλιστα, αρέσκεται να καταπίνει την αλόη που του κερνά ο ευειδής Τονίνο και μαζί με την Άννα Κυριακίδου, ως Σαμπίνα, πλάθουν ένα ευχάριστο δίδυμο.

Υπό την οξυδερκή σκηνοθετική καθοδήγηση του Γιάννη Σκουρλέτη, οι ερμηνείες των εξαιρετικών ηθοποιών του Κ.Θ.Β.Ε. αποκαλύπτουν τα ευάλωτα στοιχεία των χαρακτήρων, όπως τη βαρετή επιμονή του πατέρα σινιόρ Φίλιππο (Δημήτρη Κολοβού) προς τον ευνοούμενό του «γαμπρό» και δήθεν εύπορο Λεονάρντο, την επιπολαιότητα της Βιττόρια, αδερφής του Λεονάρντο ( απολαυστική η Εύα Φρακτοπούλου), το μπρίο της Κοστάντσα, γυναίκας άπληστης, που ονειρεύεται το εύκολο χρήμα ( Σοφία Καλεμκερίδου), την ηθική ακεραιότητα του Φουλτζέντσιο (Δημήτρη Σιακάρα), ο οποίος χαρίζει ιλαρές νότες στο κοινό με τις νουθεσίες του περί άσκοπων δαπανών σε περιττές αγορές.

Στη «φελινική» φιγούρα του υπηρέτη Τσέκο, ο καλός ηθοποιός Χρήστος Νταρακτσής δίνει μια ερμηνεία, που θα μπορούσες να τη χαρακτηρίσεις ως έναν φόρο τιμής στη σπουδαία Σαπφώ Νοταρά.

Ακόμη, συναντάμε τη Ροζίνα της Θεοφανώς Τζαλαβρά, όμορφη αλλά φτωχή, τον όμορφο αμφί Τονίνο, του Κωνσταντίνου Τσονόπουλου και την αξιαγάπητη υπηρέτρια Μπριτζίντα, της υπέροχης Μαίρης Ανδρέου, η οποία αντικατέστησε τάχιστα την απούσα Άννα Ευθυμίου.

Ένας προφανής ρόλος, ως μια χιουμοριστική μολιερική σεκάνς στο τρίτο μέρος , είναι αυτός του μίζερου Μπερναρντίνο, που ερμηνεύεται από τον έμπειρο Κώστα Σαντά.

Κανείς από το σύνολο των ερμηνευτών δεν υστερεί σε απόδοση και τα εύσημα αποδίδονται σε όλους τους συντελεστές γενναιόδωρα, με τα δυνατά χειροκροτήματα των θεατών.

Ο σκηνοθέτης Γιάννης Σκουρλέτης κατάφερε να περιορίσει την τριλογία σε ένα έργο διαχειρίσιμου μήκους, διατηρώντας τη γλώσσα, τη σατιρική κωμωδία, τα θέματα, τη δραματική ροή και την αφήγηση του Γκολντόνι. Η συγκέντρωση των τριών θεατρικών έργων σε μια παράσταση επέτρεψε να παρασταθεί ο επεξηγητικός διάλογος που τα συνέδεε ή που ενίσχυε θέματα, στάσεις ή σχέσεις, όπως είχαν εισαχθεί προηγουμένως. Ωστόσο, παραδόξως, υπάρχουν λίγα πράγματα που χρειάστηκε να αφαιρεθούν – ή να προστεθούν, για το θέμα αυτό – για να μεταφερθεί το έργο σε μια νέα εποχή, περίπου τρεις αιώνες αργότερα.

Επίλογος

Ο Βενετός θεατρικός συγγραφέας Γκολντόνι έγραψε δεκάδες κωμωδίες, τραγωδίες και λιμπρέτα όπερας στη μακρά και διακεκριμένη καριέρα του. Το πιο συχνά αναβιωμένο έργο του, τουλάχιστον στα αγγλικά, είναι πιθανότατα «Ο υπηρέτης των δύο αφεντάδων» (1743), ένα κλασικό έργο που χρησιμοποιεί χαρακτήρες και συμβάσεις της commedia dell’arte.

Όμως ο Γκολντόνι σεβόταν τον Μολιέρο και βρήκε τους τύπους και τη μορφή της κωμωδίας περιοριστικά. Οι μεταγενέστερες κωμωδίες του ώθησαν το ιταλικό θέατρο σε μια πιο ανθρώπινη και στοχαστική κατεύθυνση, με χαρακτήρες βγαλμένους από την κανονική ζωή και σενάρια που απέφευγαν τον αυτοσχεδιασμό και τις γενικές κωμικές φιγούρες.

Έτσι, στην αριστουργηματική «Τριλογία του παραθερισμού», ο Κάρλο Γκολντόνι σατιρίζει, με πικρό χιούμορ και περιπαικτική διάθεση, τα πάθη της ανθρώπινης φύσης, τη σπατάλη, την επιδειξιμανία, την υπερβολή, την αλαζονεία και τον εγωκεντρισμό. Καυτηριάζει, παράλληλα, την επιπόλαιη τάση των ανθρώπων να δανείζονται και να ξοδεύουν δίχως μέτρο, κατάσταση που τους οδηγεί μοιραία στην ηθική κρίση και στην οικονομική καταστροφή.

Εν πολλοίς, ο Γκολντόνι καταφέρνει να συνδυάσει το κοινωνικό υπόβαθρο (την οικογενειακή σφαίρα με τις συζυγικές διαμάχες και τα ξεσπάσματα των ερωτευμένων) με τις ηθικές προεκτάσεις της αστικής κρίσης.

Συντελεστές

Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης
Σκηνικά – Κοστούμια – Φωτισμοί: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης
Μουσική: Πάνος Ηλιόπουλος
Δραματουργική Επεξεργασία: Ασημένια Ευθυμίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Χριστόφορος Μαριάδης
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Παρασκευή Μποκοβού
Β’ βοηθoί σκηνοθέτη: Αλέξανδρος Ζαφειριάδης, Αθηνά Καμπούρη, Φωτεινή Τιμοθέου
Οργάνωση παραγωγής: Αθανασία Ανδρώνη

Παίζουν: Άννα Ευθυμίου– Μαίρη Ανδρέου (Μπρίτζιντα)

Σοφία Καλεμκερίδου (Κοστάντσα)

Δημήτρης Καρτόκης (Πάολο)

Γιώργος Καύκας (Φερντινάντο)

Δημήτρης Κολοβός (Φιλίππο)

Άννα Κυριακίδου (Σαμπίνα)

Φαμπρίτσιο Μούτσο (Τίτα)

Βασίλης Μπεσίρης (Γκουλιέλμο)

Χρίστος Νταρακτσής (Τσέκο)

Κλειώ Δανάη Οθωναίου (Τζακίντα)

Κώστας Σαντάς (Μπερναρντίνο)

Δημήτρης Σιακάρας (Φουλτζέντσιο)

Χρίστος Στυλιανού (Λεονάρντο)

Θεοφανώ Τζαλαβρά (Ροζίνα)

Κωνσταντίνος Τσονόπουλος (Τονίνο)

Εύα Φρακτοπούλου (Βιττόρια)

Φιγκυράν-Μουσικός: Γιώργος Κωνσταντινίδης (Πασκουάλε)

* Η παράσταση είναι κατάλληλη για θεατές άνω των 16 ετών

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΘΕΜΑΤΑ

Σε κλίμα συγκίνησης το τελευταίο διοικητικό συμβούλιο του Επιμελητηρίου

Μάρκος Δέμπας: Θα είμαι δίπλα στη νέα διοίκηση που...

Καβάλα: Διέρρηξε αυτοκίνητα και έκλεψε χρήματα και κάρτες

Συνελήφθη την 21-11-2024 το πρωί στην Καβάλα, από αστυνομικούς...

Αλέξανδρος Ιωσηφίδης: Πρώτο καθήκον μιας κοινωνίας είναι η Δικαιοσύνη

Τις εργασίες του συνεδρίου των τριών Νομικών σχολών της...

Επετειακή εκδήλωση για την Ημέρα των Ενόπλων Δυνάμεων

Μία πολύ όμορφη μουσική εκδήλωση, με αφορμή την Ημέρα...

Τιμήθηκε η Ημέρα των Ενόπλων Δυνάμεων στην Καβάλα

Ο Δήμαρχος Καβάλας, Θόδωρος Μουριάδης, συνοδευόμενος από τον Πρόεδρο...

Κώστας Μανίτσας: Βλέπαμε ότι δεν προχωράνε οι συνενώσεις των Δ.Ε.Υ.Α.

«Δεν μπορούσε η κυβέρνηση να χτυπήσει τη γροθιά της...

Στροφή σε μικρότερα λεωφορεία κάνει το Υπεραστικό ΚΤΕΛ Καβάλας

Κώστας Πανταζής: «Προσαρμοζόμαστε στις ανάγκες της εποχής» Στροφή σε μικρότερα...