ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ
Είναι απ’ τις λέξεις που δε μεταφράζονται εύκολα, γιατί, όπως και οι δικές μας λέξεις “φιλότιμο” και “λεβεντιά”, αποτελούν κομμάτι της ψυχής και δεν ορίζονται με λόγια. Ίσως θα μπορούσαμε να πούμε ότι το «duende» είναι η εσωτερική φλόγα που νιώθει κάποιος όταν ξεπερνά τον εαυτό του και τα όρια του στη δημιουργία. Η λέξη “duende” είναι από εκείνες που σε φέρνουν αντιμέτωπο με τον εαυτό σου, με το παρελθόν και το μέλλον σου. Περίεργο, γιατί έχει να κάνει τόσο με το παρόν και τη δυνατή στιγμή που ζούμε όσο καμία άλλη λέξη. Μερικοί τη συνδέουν με τέχνες, όπως τη μουσική, το θέατρο ή τον χορό.
Το πρώτο D μοιάζει με εκείνο το δυνατό βήμα που κάνεις, αποφασιστικά και παθιασμένα. Το UE μοιάζει με στροβίλισμα στον αέρα, σαν να χάνεσαι στη δημιουργικότητα και στη φαντασία. Με το ND πατάς ξανά στη γη, πιο αποφασιστικός από ποτέ, έχοντας περάσει τα όρια των ικανοτήτων σου. Το E είναι η ανάσα της ανακούφισης, η ανάσα της επιτυχίας. Κατόρθωσες, έστω και στιγμιαία, να φτάσεις σε ένα επίπεδο ενέργειας και δημιουργίας που δεν είχες φανταστεί ότι υπάρχει.
Το κείμενο για το «duende» προέρχεται από την διάλεξη που έδωσε ο Λόρκα τον Οκτώβριο του 1934 στο Μπουένος Άιρες, κατά τη διάρκεια της τότε περιοδείας που έκανε στην Λατινική Αμερική. Ο ποιητής δεν το είδε ποτέ δημοσιευμένο.
Στην παράσταση του Στέλιου Βραχνή, ο Λόγος, η Μουσική και το Σώμα ενώνονται σε ένα δυνατό οδοιπορικό μνήμης και συγκίνησης. Η μάνα νανουρίζει και θρηνεί, οι εραστές διεκδικούν την ύπαρξή τους σε έναν κόσμο που δεν τους χωρά, ενώ τα σώματα του Χορού γίνονται η ίδια η φωνή μιας πληγής, που παραμένει ανοιχτή και ζωντανή.
Ο σκηνοθέτης καταφέρνει να μην υπερτερούν τα επί μέρους στοιχεία – μουσική, χορός, λόγος – αλλά να δημιουργηθεί ένα καλλιτεχνικό είδος που να συνενώνει όλα τα είδη παραστατικών τεχνών σε ένα απόσταγμα και να στήσει μια σκηνική τελετουργία γύρω από τον έρωτα, τον θρήνο και τον εμφύλιο σπαραγμό.

Σκηνές εικαστικής ομορφιάς, σκηνές ποιητικές και μια ομάδα από καλλίφωνους εξαιρετικούς καλλιτέχνες να ταξιδεύουν τους θεατές άδοντες και ψάλλοντες στην αιματοβαμμένη Ισπανία των πέτρινων χρόνων του εμφυλίου, γύρω στο 1936 με 39 και τη χώρα κατακόκκινη στη φιγούρα μιας γυναίκας, ακίνητης στο βάθος της σκηνής, να θρηνεί βουβά για το αδελφικό χυμένο αίμα.
Το επόμενο κομμάτι που σημαδεύει την αίθουσα, ο «καταραμένος» έρωτας ενός ζευγαριού, ο άνδρας από το ένα στρατόπεδο και η γυναίκα από το άλλο, κυνηγημένου ανελέητα ζευγαριού, με τον ανεκπλήρωτο κι αιματοβαμμένου έρωτά του. Το ντουέντε χάνεται μαζί τους, μέχρι να το φέρει και πάλι ο λόγος του Λόρκα στο προσκήνιο.
Ο συγγραφέας, καθηγητής, τραγουδοποιός και στιχουργός Θωμάς Κοροβίνης, ερμηνεύει τον ρόλο του λορκικού λόγου: Tο Ντουέντε είναι ένας ενθουσιασμός που απογειώνει τον άνθρωπο με τη συνεργασία του ενστίκτου – υποσυνείδητα ξεκινάει – το οποίο ανάβει τα φώτα της ψυχής του και βάζει το σώμα του στην υπηρεσία του. Γι’ αυτό και τα παραδείγματα που δίνει ο Λόρκα: μια υπέργηρη τσιγγάνα σηκώνεται στα καλά του καθουμένου, εκεί που οι άλλοι παίζουν χαρτιά, κεντάνε ή μιλάνε και μπαίνει μέσα σ’ ένα φλαμένκο χωρίς μουσική συνοδεία και εκπλήσσονται, ταράσσονται, εξίστανται όλοι, πώς ένας άνθρωπος που πλησιάζει τον θάνατο ανανίπτεται προς τα πάνω. Αυτή η αίσθηση του ενθουσιασμού και απογείωσης των ανθρώπινων δυνάμεων, μπορεί να μεταφερθεί στην τέχνη, στη ζωγραφική, στη σύνθεση στη συγγραφή, παντού – και το κάνει ο Λόρκα.
Ο Λόρκα μιλάει για το ντουέντε μέσα από μια εντελώς προσωπική ματιά, αντλώντας επιγραμματικά ιστορίες και παραδείγματα από την ισπανική πολιτιστική παράδοση. Όσο οικουμενικός κι αν είναι ένας καλλιτέχνης, γράφει ο μεταφραστής, θα εκφραστεί μέσα από τα οικεία και τα εθνικά.
Ο εθνισμός εδώ είναι μέσα στην φύση του δημιουργού, όχι στις προθέσεις του. Η Ισπανία λοιπόν, λέει ο Λόρκα, δονείται ακατάπαυστα σε όλους τους καιρούς από το ντουέντε, σαν χώρα πανάρχαιας μουσικής. Ο νεκρός στην Ισπανία είναι πιο ζωντανός απ’ οπουδήποτε αλλού κι ο ισπανικός λαός ατενίζει στοχαστικά τον θάνατο με τον δικό του μοναδικό τρόπο.
Ο Σταμάτης Κραουνάκης έχει μελοποιήσει δέκα ποιήματα του Λόρκα, μας παίρνει από το χέρι και μας πηγαίνει πίσω να πιάσουμε το νήμα το παλιό. Μας κάνει χατίρι που είναι εδώ, μαζί μας. Συνδέει την έναρξη του μεταπολεμικού μας διαφωτισμού με το παρόν.

Ο Λόρκα σηματοδοτεί τον Θάνατο, την Αναγέννηση, την αντίσταση του Νότου, και ο Σταμάτης μάς βαπτίζει με το δικό του ντουέντε στα νερά της πολύπαθης Μεσογείου, κρατώντας το μύρο που του παραδίδουν ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης.
Αλλά, τι είναι το ντουέντε του Στέλιου Βραχνή;
Δεν είναι η μούσα που επικαλούνταν οι αρχαίοι δραματουργοί και όλοι οι καλλιτέχνες.
Δεν είναι ο άγγελος που κρύβεται μέσα σε όλες τις δημιουργίες.
Είναι η ένωση της τέχνης με το μονοπάτι του θανάτου, είναι το τραγούδι που βγαίνει σαν σιντριβάνι αίματος μέσα από τους τραγουδιστές του. Εξαίσιες μελωδίες του μέγιστου συνθέτη Σταμάτη Κραουνάκη, , από τους επί σκηνής μουσικούς και από τη πολυφωνική χορωδία των πρωταγωνιστών. Εντυπωσιακός ο συντονισμός όλων των δυνάμεων στη σκηνή. Πολλή προσοχή στη λεπτομέρεια, εξαιρετική συνεργασία των συντελεστών της παράστασης.
Το ντουέντε του δημιουργού περνάει στον εκτελεστή. Η μούσα θα παίξει τον ρόλο της θα πρέπει «να βγει από το παράθυρο». Το ντουέντε είναι το Άγιο Πνεύμα, το πνεύμα που ζει μέσα μας, ο δαίμονας. Το δαιμόνιο που προσπάθησε ο Σωκράτης να εξηγήσει και τελικά τον κατάστρεψε.
Ο Λόρκα γράφει βιωματικά από τις εμπειρίες του στην τέχνη και από την αγάπη του στα παραδοσιακά φλαμένγκο και τις ταυρομαχίες. Είναι Ανδαλουσιανός και αντιλαμβάνεται όπως κανένας άλλος την ένωση της τέχνης με τον θάνατο.
Αν είσαι εσύ η αγαπημένη μου,
γιατί δεν με κοιτάζεις πες μου
Κάποτε είχα μάτια να σε δω,
τώρα στην σκιά τα ‘χω δοσμένα
Η αλήθεια είναι ότι δεν χρειάζεται να πας σχολείο για να γίνεις καλλιτέχνης. Δεν χρειάζεται ποτέ να παρακολουθήσεις ένα μάθημα ή να παρακολουθήσεις ένα σεμινάριο πάνω σε αυτό. Μπορείς να είσαι μια σπλαχνική δύναμη σε οποιονδήποτε τομέα αν είσαι σε θέση να διοχετεύσεις τα συναισθήματά σου ελεύθερα και ανοιχτά και να είσαι πρόθυμος να αφήσεις τους άλλους να το αντιληφθούν. Αυτή είναι η ουσιαστική γοητεία της τέχνης: όλοι έλκονται βαθιά από το να βλέπουμε την ευαλωτότητα και να τη χρησιμοποιούμε για να έχουμε πρόσβαση σε αυτήν μέσα μας. Όλοι θέλουμε να νιώθουμε συνδεδεμένοι, έστω και για μια προσωρινή στιγμή.

Πρόκειται για συνεργασία της Εταιρείας Θεάτρου Πρόταση και του Ωδείου Καλαμαριάς «Μελωδία».
Πρωταγωνιστής ο Χορός: 23 εξαιρετικοί τραγουδιστές και ηθοποιοί και ένα τριμελές μουσικό σχήμα συνθέτουν το τελετουργικό τοπίο του λορκικού σύμπαντος. Τα σώματα δεν αφηγούνται μόνο μια ιστορία. Γίνονται κραυγή μνήμης, φωνή του εμφυλίου και της ατομικής παρόρμησης, που φιμώνεται.
Στο κέντρο της σκηνής, ο Θεσσαλονικιός λογοτέχνης Θωμάς Κοροβίνης ενσαρκώνει τον λορκικό λόγο με έναν ρόλο που «συνομιλεί» με τη δική του λογοτεχνική πορεία γύρω από τη μνήμη, τη Μεσόγειο και την υπαρξιακή παραβατικότητα.
Ποιητικό σημείωμα
Θωμάς Κοροβίνης:
ΛΟΡΚΑ
«Ποτέ δε θα χορτάσει η Μεσόγειος / ν’ ακούει το πιάνο, τη Μπερνάρντα, τον Ιγνάθιο / και τα καταραμένα σου τραγούδια / Φεντερίκο / Όμορφε / λυγερέ / και φλογισμένε / ποιητή και θεατρίνε / παρά που πήγες από βόλι φαλαγγίτικο / άταφος κι άκλαυτος / βορά κυνών / έν’ αυγουστιάτικο πρωί».
Το duende, λοιπόν, είναι μια δύναμη, όχι ένα έργο.
Είναι ένας αγώνας, όχι μια σκέψη. Έχω ακούσει έναν παλιό μαέστρο της κιθάρας να λέει: “Το duende δεν είναι στον λαιμό. Το duende ανεβαίνει μέσα σου, από τα πέλματα των ποδιών σου”, που σημαίνει το εξής: δεν είναι ζήτημα ικανότητας, αλλά αληθινού, ζωντανού τρόπου ζωής, αίματος, του αρχαιότερου πολιτισμού, δηλαδή μιας αυθόρμητης δημιουργίας.
Το ντουέντε… πού είναι το ντουέντε; Μέσα από την άδεια αψίδα έρχεται ένας άνεμος, ένας νοητικός άνεμος που φυσάει ασταμάτητα πάνω από τα κεφάλια των νεκρών, αναζητώντας νέα τοπία και άγνωστες πινελιές. Ένας άνεμος που μυρίζει δέρμα μωρού, θρυμματισμένο γρασίδι και πέπλο μεδουσών, αναγγέλλοντας το διαρκές βάπτισμα των νεογενημένων πραγμάτων.
Πρόκειται για μια παράσταση που πρέπει οπωσδήποτε να δουν οι καλλιτέχνες όλων των ειδών. Σκάψτε βαθιά μέσα σας, να είστε θαρραλέοι και ειλικρινείς ακόμα κι αν νιώθετε εκτεθειμένοι.
Συντελεστές
Δραματουργία / Σκηνοθεσία: Στέλιος Βραχνής
Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
Μουσική / φωνητική επιμέλεια: Ελένη Δημοπούλου
Το Duende ερμηνεύει: Θωμάς Κοροβίνης
Πιάνο: Θάνος Σταμούλης
Τσέλο: Μαρία Τσόλκα
Κιθάρα: Κωστής Παλαιογιάννης
Βοηθός σκηνοθέτη: Πάνος Αναγνωστόπουλος
Βοηθός παραγωγής: Χαρά Σβάνου
Φωτογραφία: Γιάννης Πορτοκαλίδης, Απόστολος Λινάρδος
Επικοινωνία: Ρεβέκκα Ρουμελιώτη
Συμμετέχουν
Χαρά Σβάνου, Απόστολος Λινάρδος, Ναταλία Αποστολάκη, Αγγελίνα Δημητριάδη, Βάγια Θώμου, Γιώργος Καλημέρης, ΛένιαΚεσανλή, Ανδρέας Κεσανλής, Λίνα Κούτσικα, Ευγένης Κοψαχείλης, Αλεξάνδρα Μαγιοπούλου, Ελένη Ναβροζίδου, Φώτης Παπουτσής, Ηρώ Σαλάκου, Δέσποινα Σαραντίδη, Γιώργος Σαρίκης, Παναγιώτα Τατανάρη, Μαργαρίτα Τιλελή, Μαρία Τοπάλη, Κική Τσιτογιάννη
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ