Κυριακή, 10 Αυγούστου, 2025
Κυριακή, 10 Αυγούστου, 2025

68ο Φεστιβάλ Φιλίππων: «ζ – η – θ, ο ξένος», επίσκεψη σε τρεις ραψωδίες της Οδύσσειας

Ημέρα:

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

Από: Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος – Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου – Μιχαήλ Μαρμαρινό

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Με δεδομένο την προϋπόθεση ύπαρξης αποδεκτών για τη διαιώνιση και δικαίωση κάθε καλλιτεχνικού δημιουργήματος κι εφόσον στη μνήμη αυτών εγγράφεται η δημιουργία ως σαγηνευτική εμπειρία, ειδικά στην παρουσίαση μιας θεατρικής παράστασης στην – έτσι κι αλλιώς – σύντομη καταληκτική πορεία της, σχολιάζουμε την τωρινή συμπαραγωγή του ΚΘΒΕ και του ΘΟΚ, που φέρει την υπογραφή του θεατράνθρωπου Μιχαήλ Μαρμαρινού.

 Άλλωστε, ένα συνολικό μνημονικό διατρέχει τις ζωές και το Θέατρο συμβάλει στην αφύπνισή του. Με τις απρόσμενες λοξοδρομήσεις του, γίνεται εφαλτήριο συμφιλίωσης των αντιθέσεων, λύνει τους αόρατους κόμπους, αναστατώνει τα μυαλά, μεθάει καθέναν ξέχωρα και τον φέρνει ενώπιον των βαθύτερων αναγκών του.

Η σπουδαιότητα κάθε έργου έγκειται στην ικανότητά του να απευθύνεται σε όλους αδιακρίτως, ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου, όχι απαραίτητα την ίδια στιγμή. Να προκαλεί τρικυμία στα ένστικτα και στους εγκεφαλικούς νευρώνες, να ξεθάβει ευαισθησίες, να αναμοχλεύει βιώματα, να επιφέρει ταχυπαλμίες. Οι επιπτώσεις του καθηλωτικά ωραίου αναγνωρίζονται από την ανατριχίλα που διατρέχει τον παραλήπτη και συντελεί στην πλήρη αποκοπή του από το περιβάλλον, όσο τουλάχιστον διαρκεί η έκσταση.

Από τι εκλάμψεις ευφυίας εμφορούνταν όσοι εκμεταλλεύονταν ως εφαλτήριο τις πιο ασήμαντες αφορμές, προκειμένου να μετασχηματίσουν πρόδηλα γεγονότα και σχεδόν κοινότοπες ιδέες, σε πανούργες εμπνεύσεις. Οπότε, προχωράμε στην παρούσα παράσταση που φιλοξενεί το 68ο Φεστιβάλ Φιλίππων.

Η άφιξη του Οδυσσέα στη Σχερία – το νησί των Φαιάκων – αποτελεί την πρώτη, μετά από οκτώ χρόνια συνάντηση με ανθρώπους και τον τελευταίο σταθμό του πριν την Ιθάκη. Στις ραψωδίες «ζ, η και θ» παρουσιάζεται η άφιξή του στο νησί και η φιλοξενία από τους κατοίκους του.

 Ο πραγματικός χρόνος παραμονής του Οδυσσέα στη Σχερία είναι τρεις μέρες, ενώ μέσα από μία αναδρομική αφήγηση με αποδέκτη τον βασιλιά Αλκίνοο, ο ήρωας ανακαλεί τα προηγούμενα χρόνια των περιπλανήσεών του.

Η ηρεμία του οίκου του Αλκίνοου και η άριστη συζυγική του σχέση με την Αρήτη προοικονομούν την αρμονία που θα επέλθει και στον οίκο του Οδυσσέα, καθώς και την επανασύνδεσή του με την Πηνελόπη. Ύστερα από τους υπερφυσικούς αγώνες, την επτάχρονη απραξία και το ναυάγιο, ο Οδυσσέας περνά σε μια νέα κατάσταση. Αναγεννιέται στη Σχερία, ανακτά οριστικά πλέον την ταυτότητά του και είναι έτοιμος να εισέλθει στον πραγματικό κόσμο.

Παράσταση υψηλής αισθητικής για μερίδα κοινού, ένα χορόδραμα θα έλεγα, όπου η κίνηση, η μουσική και η υπόκριση ενσωματώνονται διαδραστικά, μέσα στη σκηνοθετική πειραματική σύνθεση, εξωραΐζοντας και εκπέμποντας έντεχνα το θέμα που αναπτύσσουν.

 Ο καινοτόμος σκηνοθέτης Μιχαήλ Μαρμαρινός επιχείρησε να αξιοποιήσει πλήρως την άρτια τεχνική κατάρτιση των μελών του θιάσου από τα μέλη του ΚΘΒΕ και του ΘΟΚ, αλλά και το σκηνοθετικό του ταλέντο, ώστε να μεγιστοποιήσει την απόδοση του έργου, με την ιδιαίτερη σκηνική προσέγγισή της και την επιλογή έντονης έκφρασης των συναισθημάτων και των γεγονότων, μέσω της κίνησης των χορευτών – ηθοποιών, προκειμένου ο θεατής να λαμβάνει ήχους και εικόνες πέρα από το ορατό, αλλά κοντά στο ρεαλιστικό.

Εάν το κατάφερε ή όχι είναι ζήτημα προσωπικής αντίληψης, σχετικής θεατρικής παιδείας, γνώση της Οδύσσειας, αλλά και συναισθηματικής κατάστασης ενός εκάστου στο κοίλο.

 Το ιδιαίτερο, βέβαια, δεν είναι πάντα κατανοητό. Η μεγάλη διάρκεια, οι απλωμένες σκηνές στη σιγή, οι εναλλαγές ρόλων στα πρόσωπα του θιάσου, για παράδειγμα, είναι αστραπιαίες, με αποτέλεσμα να χάνεται ο ειρμός και να μη γνωρίζει το κοινό ποιος είναι ποιος. Ας πούμε ότι ο Δημόδοκος γίνεται Αγαμέμνωνας και Νέστωρας, ενώ ο οδηγός του μεταμορφώνεται αυτόματα σε Μούσα που τραγουδά τον θυμό του Αχιλλέα.

Από την άλλη, υπάρχει η αφηγηματική οθόνη σαν συνδετικός κρίκος του παρόντος με το αρχέτυπο.

Η μουσική, φυσικά, και γενικότερα ο μουσικός και ρυθμικός χρωματισμός του λόγου (αγαπημένο ιδίωμα του Μιχαήλ Μαρμαρινού), δεν είναι απλώς καρύκευμα, εξωτερικό στοιχείο που προσδίδει μόνο «γεύση» στην παράσταση. Η μουσική – κάπως αλλόκοτη, περίεργη – είναι αναπαλλοτρίωτο της αρχαιοελληνικής τραγικής και κωμικής σημειολογίας. Παράγει νόημα τόσο, όσο και ο λόγος, η όψη (η οπτική διάσταση των πραγμάτων) ή η κίνηση. «Ευγενικέ μου Αλκίνοε, που ξεχωρίζεις πρώτος στον λαό σου,
ωραίο πράγματι ν’ ακούς έναν καλό αοιδό,
όπως αυτός εδώ, με θεία θα ’λεγες φωνή.
Κι ομολογώ, απόλαυση άλλη δεν υπάρχει πιο χαριτωμένη,
απ’ όταν σμίγει ο κόσμος όλος σ’ ευφροσύνη: στην αίθουσα
οι καλεσμένοι, καθισμένοι στη σειρά, ακούν τον αοιδό
προσηλωμένοι, και τα τραπέζια εκεί μπροστά γεμάτα
ψωμί και κρέας· ο οινοχόος να τραβά απ’ τον κρατήρα
το κρασί και να περνά, να το κερνά στις κούπες.
Βαθιά το αισθάνομαι πως είναι αυτό ό,τι πιο ωραίο υπάρχει».

Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ι, στ. 2-11, μτφ. Δ.Ν. Μαρωνίτη,
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), ΑΠΘ, 2006       Μετά τη «ΝΕΚΥΙΑ» ( Ο Οδυσσέας στην πύλη του ΄Άδη) με το ιαπωνικό θέατρο ΝΟ το 2015 και τους «Ιχνευτές» του Σοφοκλή το 2021, παραστάσεις αξιομνημόνευτες, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός επανέρχεται με μια ακόμα αναπάντεχη δραματουργική πρόταση καθοδηγώντας μια επιστροφή στις πηγές.

Μια επίσκεψη σε τρεις ραψωδίες του έπους, που αποκαλύπτει πώς αυτό το ατελεύτητο μυστήριο της προφορικής Αφήγησης (το βαθύ μυστήριο του θεάτρου) έχει τη δυνατότητα να μας εξακοντίζει συναρπαστικά «εκεί που η ιστορία ακόμα συμβαίνει». 
*Τα πρόσθετα αποσπάσματα από την Ιλιάδα στη δραματουργία της παράστασης είναι σε μετάφραση Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη, Άγρα, 2012
*Τα πρόσθετα αποσπάσματα από την Αινειάδα Βιβλίο ΙΙ στη δραματουργία της παράστασης είναι σε μετάφραση Θεόδωρου Παπαγγελή (εκδόσεις ΜΙΕΤ).
Επιπλέον, υπάρχουν θραύσματα, από τον Κόιντο «Τα μεθ’ Όμηρον» Βιβλίο ΧΙΙ σε μετάφραση Γιάννη Δούκα.

Στην παράστασή του ο Μιχαήλ Μαρμαρινός εστιάζει τη σκέψη του στην ιδιότητα του ξένου, που φέρει ο Οδυσσέας.  ΄Άλλωστε και η Οδύσσεια είναι μία περιπέτεια του όντος. Στο έπος του ο ΄Όμηρος δεν κυριολεκτεί ως περιπέτεια ενός προσώπου, οπότε έχει τη δύναμη της μεταφοράς ο όρος «Οδύσσεια».   Ξεκάθαρα δηλωμένο μέσα στον Όμηρο η ρήση: «είναι του Δία αποσταλμένοι». Πιο συγκεκριμένα: «οι φτωχοί και οι ξένοι είναι του Δία αποσταλμένοι».    Έτσι, ο σκηνοθέτης και η συνεργάτις του στη δραματουργία Ελένη Μολέσκη, εστιάζουν στον ξένο και όχι στον Οδυσσέα. Ο Οδυσσέας είναι μια μορφή που είναι εύκολο να καταχωρηθεί στο παραμύθι του μυαλού μας. Και το παραμύθι σε μια οποιασδήποτε αφήγηση είναι γοητευτικότατο, αλλά αφοπλισμένο. «Δε θέλω να το αφοπλίσω, θέλω να το επανα-οπλίσω», τονίζει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός.    

Για 1263 στίχους ο ήρωας παραμένει άγνωστος, απρόσωπος, ξένος και μόνο μετά το πρώτο του δάκρυ – και το μετέπειτα γοερό κλάμα – αρχίζει μια διαδρομή «αναγνώρισης». Προσπαθώντας να τον τιμήσουν, επειδή σε έναν ξένο πάντα υπαινίσσεται η θεότητα, προσπαθώντας να διασκεδάσουν τις οδύνες του με Ωδές από ιστορίες ηρώων και θεών, δεν γνωρίζουν ότι τραγουδούν τη ζωή του. Κι όταν εκείνος, μέσα από την αξιοπρέπεια των δακρύων, ζητά να επιτρέψουν σ’ έναν ξένο να συνεχίσει ο ίδιος την ιστορία, γίνεται ένα δραματικό πρόσωπο, ένα είδωλο, στο θέατρο της ζωής του, η «αναγνώριση δε θ’ αργήσει.   Αυτός ο νόστος, αυτό το άλγος του ξένου ανήκει ουσιαστικά σε όλους μας, όταν νιώθουμε ξένοι ως προς τον εαυτό μας. Υπάρχει η «Οδύσσεια» της εσωτερικής γεωγραφίας, δηλαδή αν έχει ο άνθρωπος συναίσθηση της απόστασης του εαυτού του από τον εαυτό του, αρχίζει η μικρή «Οδύσσειά» του να προσεγγίσει εκείνη την πατρίδα που λέγεται «εαυτός».
Χάρη σε μια μοναδικής δραματουργικής έμπνευσης ίντριγκα του ποιητή της Οδύσσειας, (μοναδική σχεδόν στο παγκόσμιο ρεπερτόριο), τα δάκρυα τον έκαναν θεατή, αφηγητή Ραψωδό, ποιητή – της ίδιας του της ζωής . Μαζί με την «αναγνώριση» ανακτά και το όνομα του.

Μπορεί, άραγε, η συμπάθεια – αυτή με την οποία γενναιόδωρα μπορεί να μας ελεήσει η σκηνική εμπειρία του έπους – να λειτουργήσει σαν μια τρυφερή αφή, μια κατανόηση για το δράμα του Άλλου; Τη δυσχερή θέση του ξένου – όπως μας διδάσκει η Ιστορία – όπου τίποτα δε διασφαλίζει πως ο οποιοσδήποτε σύγχρονος άνθρωπος δε θα βρεθεί σε ανάλογη θέση, σε μια απότομη στροφή της ζωής;

Στην παράσταση του ΚΘΒΕ και του ΘΟΚ, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός δούλεψε τις τρεις ομηρικές ραψωδίες του νόστου, πάνω στη μετάφραση του σπουδαίου Δημήτρη Μαρωνίτη.  
Ραψωδία Ζ:    
Η ραψωδία εισάγει τον Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων, τον τελευταίο σταθμό του πριν τον νόστο. Αποτελεί ένα είδος «λογοτεχνικής γέφυρας ανάμεσα στον κόσμο του παραμυθιού και στον πραγματικό κόσμο της Ιθάκης».   Ο Οδυσσέας, με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς, φτάνει στην άγνωστη χώρα και αναγνωρίζεται από την κόρη του βασιλιά Αλκίνοου, τη Ναυσικά: (…..) Μόνο του Αλκινόου η θυγατέρα παραμένει ακίνητη·
η Αθηνά τής έδωσε το θάρρος της καρδιάς,
140αυτή της πήρε την τρομάρα από τα μέλη.
Κι όπως απέναντί του στάθηκε αποφασισμένη,
ο Οδυσσέας διχογνώμησε· την κόρη την πεντάμορφη
να την παρακαλέσει στα γόνατά της πέφτοντας,
ή σε απόσταση και με μειλίχια λόγια να της ζητήσει, αν ήθελε,
την πόλη να του δείξει και να του δώσει ρούχα.
Κι όπως το συλλογίστηκε του φάνηκε καλύτερο
κρατώντας την απόσταση και με μειλίχια λόγια να την παρακαλέσει,
μήπως κι αν άγγιζε το γόνα της, η κόρη χολωθεί.
Έτσι μειλίχιος κίνησε τον λόγο του, με σύνεση και πονηριά:
«Γονατιστός προσπέφτω, δέσποινά μου. Είσαι θνητή; θεά; Δεν ξέρω..(μετάφραση Δημήτρης Μαρωνίτης)   Η Ναυσικά τον υποδέχεται με φιλοξενία και μαζί με τη μητέρα της Αρήτη, τον βοηθάνε να συνεχίσει το ταξίδι του.       
Ραψωδία Η:  
H Αθηνά μεταμορφώνεται σε «κόρη παρθενική» και γίνεται οδηγός του Οδυσσέα για να φτάσει στο παλάτι του Αλκίνοου. Με ασπίδα προστασίας του ένα σύννεφο ομίχλης να τον καλύπτει, σταλμένο από τη θεά, ο Οδυσσέας κατορθώνει να μπει στο παλάτι και να φανερωθεί μπροστά στην Αρήτη και τον Αλκίνοο. Ο βασιλιάς των Φαιάκων τον φιλοξενεί στο παλάτι του, προσφέροντάς του πλουσιοπάροχο γεύμα, ως είθισται σε έναν ξένο. Ο Οδυσσέας διηγείται τις περιπέτειές του μετά την αναχώρησή του από την Ωγυγία, αποκρύπτοντας όμως ποιος είναι, και ο Αλκίνοος του υπόσχεται να τον βοηθήσει να επιστρέψει στην πατρίδα του.   (…)Αμέσως, λάμποντας τα μάτια, ανταποκρίθηκε η θεά Αθηνά:
«Μετά χαράς, πατέρα ξένε, θα σου δείξω το σπίτι εκείνο που γυρεύεις·
είναι γειτονικό στο τιμημένο πατρικό μου.
30Μόνο ξοπίσω μου να προχωρείς αμίλητος, εγώ θα προπορεύομαι,
το μάτι σου μην πέσει σε περαστικό, μήτε και να ρωτήσεις πια
άλλον κανένα. Να ξέρεις πως στα μέρη αυτά δεν υποφέρουν
οι άνθρωποι τους ξένους, δεν καταδέχονται να χαιρετήσουν φιλικά,
αν κάποιος φτάσει από αλλού.
Καμάρι τους τα γρήγορα καράβια· ταχύπλοα, μ᾽ αυτά περνούν
το μέγα κύμα· έχουν του Κοσμοσείστη χάρισμα να τρέχουν
με τα πλεούμενά τους σαν πουλιά κι όπως πετά του ανθρώπου η σκέψη.» (Μετάφραση Δ. Μαρωνίτης)      
Ραψωδία Θ:
Ο Αλκίνοος προσφέρει στον Οδυσσέα επίσημο γεύμα προς τιμήν του. Κατά τη διάρκεια του γεύματος, ο Δημόδοκος, ο θείος αοιδός, καλείται να τραγουδήσει το επεισόδιο του Τρωικού Πολέμου όπου ο Οδυσσέας και ο Αχιλλέας φιλονίκησαν. Στο άκουσμα του τραγουδιού, ο Οδυσσέας συγκινείται. Όμως καταφέρνει να συγκρατηθεί, από φόβο μήπως τον αναγνωρίσουν. Το βράδυ της ίδιας μέρας ακολουθεί ακόμα ένα τραγούδι από τον Δημόδοκο, που τραγουδά για τον Δούρειο Ίππο. Ο Οδυσσέας, αυτή τη φορά, δεν μπορεί να κρύψει τα συναισθήματά του και κλαίει με αναφιλητά. Τότε ο Αλκίνοος του ζητά να αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα και τον ρωτάει γιατί θρηνεί.   

Ο τυφλός αοιδός. …μας συγκινεί με το άσμα του και αποκαλυπτόμαστε άρα απεκδύουμε κι από τα δώρα και τον ξένο σε μας ρόλο που μας δόθηκε ως ξένοι; Δεν είναι ακριβώς ότι μας συγκινεί με το άσμα του. Ναι, πολλά άσματα μας συγκινούν και κυρίως μας συγκινούν γιατί είναι ωραία ή μας συνδέουν με εμάς με έναν τρόπο. Αυτό κάνει το τραγούδι. Το τραγούδι είναι γράσο. Είναι ένα γλιστερό πράγμα που σε πετάει εκεί που νομίζεις ότι δεν ήσουνα. Εκεί λοιπόν που ξαφνικά, γιατί αυτό που συμβαίνει είναι όντως συναρπαστικό, αυτός αρχίζει να τραγουδάει αλλά αυτό που τραγουδάει είναι γι’ αυτόν που έχει βρεθεί εκεί κατά λάθος.   Συγκυριακό, συνταρακτικό και ασύλληπτο. Άφατο. Ανάρθρωτο δεν μπορεί να το περιγράψει κανείς γι’ αυτό και εκεί καταρρέει. Εκεί κλαίει.     Στο σημείο αυτό, στον κλαυθμό, ανατέλλει μια ανάμνηση ταυτότητας, με αφορμή το τραγούδι, καθώς το τραγούδι είναι και άλογο. Δεν περιγράφει τίποτα, χτυπάει κατάκαρδα, όπως και η μουσική. Γράφεται ένα τραγούδι που είναι και ωραίο και πετυχημένο, με άλλα ερεθίσματα, με άλλες αιτίες. Το θέμα είναι ποιες αιτίες, ποιες ζωές θα συναντήσει επάνω του, ποιες θα αγγίξουν το συναίσθημα. Από εκεί αρχίζει να διαμορφώνεται η επιτυχία ενός τραγουδιού. Σημαδεύει τη συλλογικότητα χωρίς να έχει την πρόθεση να εκβιάσει συναισθήματα.    
(….)Κι όταν πια συναθροίστηκαν και βρέθηκαν συγκεντρωμένοι,
πήρε αγορεύοντας τον λόγο ο Αλκίνοος, να πει:
«Ακούστε, των Φαιάκων αρχηγοί και σύμβουλοι,
όσα μου παραγγέλλει η ψυχή στα στήθη· αυτός ο ξένος
(ποιος είναι δεν τον ξέρω) έφτασε στο παλάτι μου περιπλανώμενος,
μπορεί απ᾽ της ανατολής τα μέρη, ίσως κι από της δύσης.
Επιθυμεί να τον ξεπροβοδίσουμε, παρακαλεί για την ασφάλειά του·
εμείς (δεν είναι η πρώτη μας φορά) προτείνω να επισπεύσουμε
την προπομπή του. Γιατί ποιος άλλος, δυστυχής και μόνος,
έφτασε σπίτι μου κι έμεινε περιμένοντας καιρό
με τον καημό της προπομπής του;
Ας ρίξουμε λοιπόν στην άγια θάλασσα μαύρο καράβι
πρωτοτάξιδο· να ξεχωρίσουν και πενήντα δύο αγόρια
διαλεχτά στην πόλη, άριστοι και δοκιμασμένοι ναυτικοί.
Δέσετε πρώτα τα κουπιά σας στους σκαρμούς με τάξη,
ύστερα βγείτε στη στεριά κι ελάτε κατευθείαν σπίτι μου,
σας περιμένει γεύμα· αναλαμβάνω εγώ το χρέος να προσφέρω
πλούσιο δείπνο σ᾽ όλους(…) (μετάφραση Δ.Μαρωνίτης)     Η ραψωδία ολοκληρώνεται με την άφιξη του Οδυσσέα στην Ιθάκη.    Η «Οδύσσεια» περιέχει έναν ωκεανό συμβόλων και οι ερμηνείες που επιδέχεται ανά τα χρόνια είναι ποικίλες. Ο Οδυσσέας στις περισσότερες ερμηνευτικές προσεγγίσεις αναδεικνύεται ως σύμβολο αρρενωπότητας, πατριωτικής φιγούρας, πολεμικής ιδιοφυΐας, πολυμήχανης σκέψης και πιστού συζύγου.   Κατά μία ερμηνεία, η «Οδύσσεια» αποτελεί έναν ύμνο στην πατριαρχία και στο πατριωτικό φαντασιακό ενός λαού, στην παρούσα παράσταση όμως, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός και οι συνεργάτες του εστιάζουν σ’ έναν ξένο, όπου γης, τοποθετώντας το κέντρο δράσης στο νησί των Φαιάκων, αλλά με εμφανείς προεκτάσεις στον σύγχρονο κόσμο και στην «Οδύσσεια» των ξεριζωμένων του.        
Ο ηθοποιός Χάρης Φραγκούλης ερμηνεύει αριστοτεχνικά τον Οδυσσέα, τον ξένο που εισέρχεται στη χώρα των Φαιάκων. Ο ήρωας φτάνει στο νησί ναυαγός, σχεδόν γυμνός, εξαντλημένος και εντελώς μόνος. Ως ξένος είναι στη χειρότερη θέση που βρέθηκε ποτέ, από τότε που ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής. Έχει υπομείνει τα πάνδεινα, έχει χάσει τα αναγκαία και βιώνει την υψίστη ταπείνωση (γυμνός να εξαρτάται όχι από μια θεά, αλλά από ένα απλό κορίτσι). Από αυτό το σημείο μηδέν θα ξεκινήσει η τελευταία φάση της επιστροφής του και πάλι με την επέμβαση της Αθηνάς. Ο Χάρης Φραγκούλης είτε ενστικτωδώς είτε καθοδηγημένος από τον σκηνοθέτη αποδίδει όλα τα παραπάνω με περίσσεια δεινότητα και συγκινεί το κοίλο.   Η Κλέλια Ανδριολάτου είναι η Ναυσικά πλαισιωμένη από τις υπόλοιπες υποψήφιες «νύμφες» των Φαιάκων: τη Γαλάτεια Αγγέλη, την Ερατώ – Μαρία Μανδαλενάκη, τη Στέλλα Παπανικολάου και τη Χριστίνα Μπακαστάθη. Είναι η βασιλοκόρη σε ηλικία γάμου, αγνή, παρθενική, ευλογημένη, κινούμενη οριακά ανάμεσα στην «ιστορία» και στο παραμύθι, ανάμεσα στη γυναίκα και τη θεά και συνιστά ό,τι πλησιέστερο προς την Πηνελόπη έχει μέχρι τώρα βρεθεί στον δρόμο τού Οδυσσέα. Όπως και στην περίπτωση της Καλυψώς, όμως, ο Οδυσσέας παραμένει απερίσπαστα προσηλωμένος στον νόστο. Η νεαρή και όμορφη ηθοποιός, υποστηρίζει φιλότιμα τον ρόλο.    Η Έλενα Τοπαλίδου είναι η λιγομίλητη αλλά εκφραστικότατη Αρήτη, η βασίλισσα των Φαιάκων, σύζυγος του στιβαρού Αλκινόου (Χρήστος Παπαδημητρίου) και μητέρα της Ναυσικάς, οι οποίοι βοηθούν τον Οδυσσέα να επιστρέψει στην πατρίδα του και ο εκλεκτός θίασος μοιράζεται όλους τους άλλους ρόλους, τους οποίους αποδίδουν με ακρίβεια, συγχρωτισμό, συνεργασία, εξαιρετική άρθρωση και φωνητικές, σωματικές ικανότητες και εκτελέσεις, που επιτρέπουν στο κοινό να αντιληφθεί την επίπονη προεργασία αφενός κι αφετέρου να συναισθανθεί το μέγεθος της ταλαιπωρίας του άγνωστου ξένου.   Παράλληλα, η παράσταση φωτίζει – εξ αντανακλάσεως – τον εσωτερικό κόσμο του θεατή, εφόσον εκείνος αντιλαμβάνεται την οξυδερκή ματιά του αρχιτέκτονα Μιχαήλ Μαραμαρινού, τις καινοτόμες ιδέες του και τα πολλαπλά στρώματα παιδείας που υφαίνουν τον καμβά της αφήγησής του και μπολιάζουν το παραμύθι με αξίες ζωής.   Την εξεζητημένη μουσική σύνθεση υπογραφεί ο Κύπριος συνθέτης ΄Αντης Σκορδής, ο οποίος δημιουργεί ηχοτοπία με κυρίαρχα όργανα το βιολοντσέλο και τη φωνή, συμπαθητικό συνταίριασμα με τη συνθήκη δράσης του έργου.  
Στο βάθος, πίσω από τις καλαμιές, πάνω σε ένα βάθρο οι τρεις τσελίστες: Εύη Καζαντζή, Άλμπα Λυμτσιούλη, Αλίκη Μάρδα ερμηνεύουν τη μουσική επί σκηνής .    
Τα κοστούμια, σύγχρονα μεν, αλλά με κάποια αναγωγή στο αρχέτυπο, σχεδίασε η Ελευθερία Αράπογλου σε συνεργασία με τη Δανάη Πανά και τη σκηνογραφία υπογράφει ο Γιώργος Σαπουντζής. Λίγες καλαμιές να υποστηρίζουν την παραποτάμια όχθη, ένας διάδρομος για τους μουσικούς που μετατρέπεται σε τραπεζαρία, ένα κατάρτι, ένα τεράστιο πανί- απομεινάρι καραβιού – μερικές μπάλες ως παιχνίδια των κοριτσιών και μια οθόνη που προβάλλει στίχους, συνθέτουν ένα περιβάλλον που υποστηρίζει την ατμόσφαιρα, χωρίς ποτέ να την επισκιάζει.    
Η Λένια Ζαφειροπούλου, λυρική τραγουδίστρια, ποιήτρια και μεταφράστρια, φορά την ενδιαφέρουσα μάσκα της Μάρθας Φωκά και ενσαρκώνει, με φωνητική μουσική του Άντη Σκορδή, τον τυφλό καλλιτέχνη της αυλής των Φαιάκων (τον Δημόδοκο, που στα συμπόσια του βασιλιά Αλκινόου τραγουδά ιστορίες κοινές σε όλον τον τότε ελληνόφωνο κόσμο για τις περιπέτειες των θεών και για τους άθλους των ανδρών στον Τρωικό Πόλεμο). Οι αφηγήσεις του τυφλού τραγουδιστή γίνονται γέφυρα μεταξύ των Φαιάκων και του Ξένου, ώστε οι άλλοτε αφιλόξενοι Φαίακες να μετατραπούν σε «ξένιους», φιλόξενους και περιποιητικούς οικοδεσπότες.   Ο σχεδιασμός του ατμοσφαιρικού φωτισμού που συμβάλλει τα μέγιστα στην καθηλωτική ατμόσφαιρα, σχεδίασε η βραβευμένη και πολύπειρη Ελευθερία Ντεκώ, χαρίζοντάς μας ποιητικές εικόνες, όπως αυτή του περάσματος στην Αυγή, όπου ο Όμηρος δηλώνει τη λαχτάρα του δακρυσμένου Οδυσσέα να έβλεπε τον καπνό της πατρίδες του να ανεβαίνει, κι ας πέθαινε.   Την κίνηση των ηθοποιών στη σκηνή είτε ομοθυμαδόν είτε κατά μονάδα, δίδαξε η Gloria Dorliguzzo. Η χορογραφία της αφορά τη δισκοβολία, την πάλη, το ακόντιο και τον αγώνα δρόμου, αλλά και μετατρέπει τη συνύπαρξη όλου του θιάσου σε μια δραστική ομάδα χορευτών που, σαν Χορός αρχαίου δράματος, ζωντανεύουν μουσικοχορευτικά την αφήγηση, παροτρύνοντας τον Ξένο να συμμετάσχει και αυτός.  
Η διασκευή – σκηνοθεσία των ραψωδιών Ζ,Η,Θ της Οδύσσειας θέτουν ευρύτερους προβληματισμούς, σε σχέση με την αναπλαισίωση της γνώσης που πρέπει να εισπράττει το κοινό από τις θεατρικές παραστάσεις, μέσω της αξιοθαύμαστης μετάφρασης του Δημήτρη Μαρωνίτη, ο οποίος αναπαράγει με φιλολογική ακρίβεια και πιστότητα, αλλά και βαθιά γνώση της πρωτότυπης αρχαίας γλώσσας τον κόσμο του Ομήρου, αποδίδοντας ταυτόχρονα τις αναπνοές, τους εσωτερικούς κυματισμούς και την προφορικότητα του ομηρικού λόγου.   Το πιο έξυπνο εύρημα του σκηνοθέτη είναι η «αφηγηματική οθόνη», που διαφοροποιεί πλήρως τον σύγχρονο από τον αρχαίο αφηγητή, όμως η μετακύλιση της αφήγησης από στόμα σε στόμα αναγκάζει το κοινό να αγνοήσει το ποιος μιλά και να επικεντρωθεί μόνο στην αφήγηση, ίσως επειδή δεν προλαβαίνει να εμπεδώσει ποιος ηθοποιός υποδύεται τι, εφόσον οι εναλλαγές ρόλων γίνονται αστραπιαία στη διάρκεια της δράσης.   Το μεγάλο μακρύ λευκό τραπέζι του συμποσίου (ένα ακόμη εύρημα – εμβληματικό στοιχείο του σκηνοθέτη), λίγο πριν το τέλος της παράστασης, επιμηκύνεται συμβολικά σε ένδειξη συμφιλίωσης, συνύπαρξης, αποδοχής και ευωχίας.    
Βέβαια, τα αποσπάσματα από την Αινειάδα Βιβλίο ΙΙ στη δραματουργία της παράστασης είναι σε μετάφραση Θεόδωρου Παπαγγελή (εκδόσεις ΜΙΕΤ) και τα σπαράγματα από τον Κόιντο «Τα μεθ’ Όμηρον» Βιβλίο ΧΙΙ7 είναι σε μετάφραση Γιάννη Δούκα, όπως τα διαβάσαμε από το πρόγραμμα, ωστόσο δεν έχουμε παρά να τα αντιμετωπίσουμε ως ζωτικά μέρη ενός ολοκαίνουργιου κειμένου.   
Σ’ αυτή την παραγωγή του ΚΘΒΕ και του ΘΟΚ, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός σκηνοθετεί μια παράσταση με σεβασμό στον αφηγηματικό λόγο, με μακρόσυρτες σιωπές, ρωγμές, έντονο τελετουργικό χαρακτήρα και με στοιχεία από παλαιότερες σκηνοθεσίες του, πλήρως ενταγμένα και αφομοιωμένα στην παρούσα παράσταση, χωρίς όμως να τις ξεπερνά.  Ας θυμηθούμε την εξαιρετική, καινοτόμα «Λυσιστράτη» του 2016, που είδαμε και πάλι στο αρχαίο θέατρο Φιλίππων σε δική του σκηνοθεσία, η οποία εστίαζε στην αποδόμηση των συνθηκών που κουβαλάμε μέσα μας και επηρεάζουν την κατανόηση του έργου και του μηνύματός του, καθώς και στην αναζήτηση της ειρήνης, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.     
Ασφαλώς, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζω αν ο «συνεταιρισμός» μεταξύ των δυο φορέων Ελλάδος και Κύπρου αποδειχθεί, εν τέλει, ετεροβαρής, αν τηρήθηκαν όλοι οι όροι της συμφωνίας τους. Οι Νομικοί Σύμβουλοι, ως αρμόδιοι, θα το μάθουν και, ίσως, το μάθουν και τα δύο Υπουργεία Πολιτισμού που πληρώνουν τη συνεργασία και την περιοδεία.       ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Μετάφραση: Δημήτρης Μαρωνίτης 
Σκηνοθεσία: Μιχαήλ Μαρμαρινός
Δραματουργική επεξεργασία: Ελένη Μολέσκη-Μιχαήλ Μαρμαρινός 
Σκηνογραφία: Γιώργος Σαπουντζής 
Σχεδιασμός κοστουμιών: Ελευθερία Αράπογλου 
Μουσική σύνθεση: Άντης Σκορδής 
Χορογραφία: Gloria Dorliguzzo 
Σχεδιασμός φωτισμού: Ελευθερία Ντεκώ 
Μάσκες: Μάρθα Φωκά 
Α΄ βοηθός σκηνοθέτη: Ελένη Μολέσκη 
Β΄ βοηθός σκηνοθέτη: Αλεξία Παραμύθα
Βοηθός σκηνογράφου: Kατερίνα Ζυρπιάδου
Βοηθός ενδυματολόγου: Ερνέστα Χατζηλεμονίδου
Βοηθός χορογράφου: Στέλλα Μαστοροστέριου
Βοηθοί φωτισμού: Νάσια Λάζου, Σωτήρης Ρουμελιώτης
Μουσική διδασκαλία: Παναγιώτης Μπάρλας
Συνεργάτης από πλευράς ΚΘΒΕ για σκηνικά και κοστούμια: Δανάη Πανά
Oργάνωση παραγωγής: Εύα Κουμανδράκη
Φωτογραφίες: Mike Rafail (That Long Black Cloud)

ο ξένος και εμείς
ξένος: Χάρης Φραγκούλης   εμείς/Φαίακες:
 Γαλάτεια Αγγέλη, Κλέλια Ανδριολάτου, Γιάννης Βάρσος, Νικόλας Γραμματικόπουλος, Ηλέκτρα Γωνιάδου, Λένια Ζαφειροπούλου, Νεκτάριος Θεοδώρου, Νίκος Καπέλιος, Κωστής Καπελλίδης, Νίκος Κουκάς, Τίτος Μακρυγιάννης, Ερατώ Μαρία Μανδαλενάκη, Χριστίνα Μπακαστάθη, Κλειώ- Δανάη Οθωναίου, Χρήστος Παπαδημητρίου, Στέλλα Παπανικολάου, Φωτεινή Τιμοθέου, Γιάννης Τομάζος, Έλενα Τοπαλίδου, Χάρης Φραγκούλης, Γιάννης Χαρίσης  
Μουσικοί επί σκηνής-τσέλο: Εύη Καζαντζή, Άλμπα Λυμτσιούλη, Αλίκη Μάρδα  



 

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΘΕΜΑΤΑ

Καβάλα: Νεκρός σε τροχαίο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής

Την 10-8-2025 τις πρώτες πρωινές ώρες, στην επαρχιακή οδό...

Η Καβάλα έχει τη δική της εκπρόσωπο στο κόκκινο χαλί της Μελβούρνης

Η πρωταγωνίστρια Αλκμήνη Γαϊταντζή, Ελληνίδα Πρωταθλήτρια Excel 2023, συμμετέχει...

Δήλωση του δημάρχου Θάσου για τα δρομολόγια του ΚΤΕΛ

Ο δήμαρχος Θάσου Λευτέρης Κυριακίδης έκανε την παρακάτω δήλωση: Ουδεμία...

Ένας Αύγουστος δεν φτάνει για να καλύψει την ζημιά

Θόδωρος Χατζηχρήστος: Όλοι οι τουρίστες καταναλώνουν τα απολύτως αναγκαία,...

Μπορούμε ελεύθερα και να μισούμε; 

Γράφει ο Ανδρέας Χριστόπουλος Σε κάθε εποχή, οι φιλόσοφοι αναζητούσαν...

Στις 31 Αυγούστου θα παραδοθεί το έργο της πλατείας Καπνεργάτη

Αλέξης Γούλας: Μεταφέρω τα λόγια του ανάδοχου εργολάβου /...

Το ελάττωμα καθορίζει όλη μας τη διαδρομή

Γράφει ο Ανδρέας Χριστόπουλος Μ’ αρέσει να παρατηρώ γύρω μου....

Πρόσκληση για συμμετοχή στην KAVALAEXPO 2025

Το Επιμελητήριο Καβάλας, μέλος του ευρωπαϊκού δικτύου στήριξης επιχειρήσεων...