Και πάλι στο θέατρο «Σοφούλη», που το γεμίσαμε οι διψασμένοι για αβίαστο γέλιο, για διασκέδαση και ψυχαγωγία, μακριά από γρίφους και γόρδιους δεσμούς, μα πολύ κοντά στην έξυπνη διακωμώδηση, τη σάτιρα των κακώς κειμένων στη χώρα μας από τον 19ο αιώνα κι εντεύθεν, όμως διόλου αδικαιολόγητα, έως σήμερα.
Στόχος του μοναδικού Γιώργου Σουρή ο κλασσικός Ρωμιός και οι νοσηρές του νοοτροπίες, που γιγαντώθηκαν στο πέρασμα των χρόνων κι αφορούν τον φιλοτομαρισμό, τον ωχαδερφισμό, τον οπορτουνισμό, την κερδοσκοπία και καιροσκοπία, την αμετροέπεια και τον άκρατο εγωισμό κι αποτελούν τις μόνιμες παθογένειες που μαστίζουν Έλληνες τιτλούχους και κοινούς θνητούς, συμπυκνωμένες στο συμφέρον, ως πυξίδα προσανατολισμού τους στη χώρα που γέννησε και διέδωσε- ως την άκρη του κόσμου- τον πολιτισμό, τη Δημοκρατία, τις επιστήμες, τη φιλοσοφία και την «καπατσοσύνη», όπως την εννοούμε ακόμη και σήμερα οι νεοέλληνες.
Μετά, λοιπόν, τις sold out παραστάσεις της προηγούμενης σαιζόν, το Αˊ Βραβείο Κοινού, το Βραβείο Κοστουμιών, πολλές υποψηφιότητες στα Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης αλλά και τις καλύτερες κριτικές που έλαβε, η παράσταση «Ελλάς, γελάς…» επέστρεψε δριμύτερη για λίγες παραστάσεις στο Θέατρο Σοφούλη. Πρόκειται για ένα ανθολόγιο από τέσσερις διαχρονικές και εκπληκτικά επίκαιρες μονόπρακτες σατιρικές κωμωδίες του Γεωργίου Σουρή: «Ο Αναπαραδιάδης» (1884), «Δεν έχει τα προσόντα» (1885), «Η Επιδημία» (1881) και «Η Περιφέρεια» (1886), που ο έμπειρος κι ευθαλής Παύλος Δανελάτος τις έπλεξε σ’ ένα ευφάνταστο, ευρηματικό γαϊτανάκι συμπεριφορών και απρόσμενων εξελίξεων, τις ράντισε με έντονη εσάνς ελληνικής ώσμωσης, τις έδωσε σ’ έναν ομοιογενή και εξαιρετικά ταλαντούχο θίασο κι όλοι μαζί τις πρόσφεραν στο υποψιασμένο κοινό, ως εκθαμβωτικά αστραφτερή αναβίωση της πάλαι ποτέ «Ελεύθερης Σκηνής».
Απολαύσαμε από την έναρξη με το «βουκολικό» επεισόδιο χορού, ως την τελευταία έξοχη σκηνή της διαχρονικής μάχης για την καρέκλα, ένα επιθεωρησιακό δίωρο θεατρικό επίτευγμα, άκρως διασκεδαστικό, ζουμερό, εύγευστο, πλούσιο σε υλικό λόγου, υποκριτικής, σύμπλευσης μορφών τέχνης (τραγούδι, χορός, εικαστικά, μουσική, ηθοποιία) και, κυρίως, μια πετυχημένη κατήχηση γύρω από συμπεριφορές και εγωπαθείς διαλέξεις που οδηγούν στη ρήξη και, παραδόξως, στην ένωση, εφόσον «όμοιος ομοίω αεί πελάζει».
Ο Γιώργος Σουρής, μία ιδιαίτερη και μεγαλοφυής περίπτωση στα ελληνικά γράμματα, υπήρξε η πιο καυστική σατιρική πένα της εποχής του. Το πνεύμα των ποιημάτων του, ο αιχμηρός τρόπος με τον οποίο «κέντριζε » τον ανεπαρκή κόσμο γύρω του, η διεισδυτική, αετίσια ματιά του που εντόπισε όλα τα φλέγοντα ζητήματα της σύγχρονης Ελλάδας, μας ακολουθούν μέχρι και σήμερα. Κι όμως, αδυνατούμε να τα ξεπεράσουμε και να τα λύσουμε. Ο Κωστής Παλαμάς αποκάλεσε κάποτε τον Γιώργο Σουρή «γόητα ποιητήν», ενώ θεωρήθηκε ως ο «Νέος Αριστοφάνης», εθνικός ποιητής, προτάθηκε μάλιστα το 1906 για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Οι στίχοι του από το «ποιος είδε κράτος λιγοστό»: «Δυστυχία σου, Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς! Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα, τι γαϊδάρους βγάζεις τώρα;» παραμένει τραγικά επίκαιρη.
140 χρόνια από τότε που ο ποιητής Γεώργιος Σουρής άρχισε να δημοσιεύει κείμενά του, πέρα από την αβίαστη ροή του στίχου, το εντυπωσιακό είναι ότι δεν έχουν αλλάξει όλα εκείνα που παρείχαν τις αφορμές της καυστικής του σάτιρας, που εκτελούσε χρέη κοινωνικής κριτικής, κυρίως δε μέσα από την τετρασέλιδη σατιρική εφημερίδα ο «Ρωμηός», όπου διακωμωδούσε τα – κατά γνώμη του- κακώς κείμενα στο νεοσύστατο ελληνικό Κράτος, συγκρίνοντας το παρόν μ’ ένα εξιδανικευμένο παρελθόν ή οραματιζόμενος έναν μελλοντικά καλύτερο κόσμο.
Ο Παύλος Δανελάτος, έχοντας μελετήσει σε βάθος το έργο του Σουρή, έχτισε μια παράσταση σπονδή στο «Ευ». Ευφρόσυνη, ευχάριστη, ευτυχής, ευφυής, εύγνωστη, εύρυθμη, εύληπτη, ενώ απέσπασε ένα «ευ λέγειν» από τους ηθοποιούς.
Όλοι τους εξαιρετικοί. Ερμηνείες αξιοθαύμαστες σ’ ένα ωφέλιμο σύμπλεγμα υφών Μολιέρου, Αριστοφάνη, ελληνικού κωμειδυλλίου, γαλλικού μπουλβάρ, βουκολικού δράματος, επιθεωρησιακής σύγχρονης σάτιρας και, βεβαίως, Μποστ.
Αξιέπαινη σημασία στη λεπτομέρεια. Ευφυείς υπαινιγμοί , παράδειγμα η έξοχη σύλληψη κι εκτέλεση της σκηνής με την υπηρέτρια «Ζαμπέτα» και την κυρία της. Η ταξική διαφορά δόθηκε μ’ έναν υπερβατικό, ευρηματικό, τρόπο. Pas-de- deux η κυρία της αριστοκρατίας, πρίμα φωνή ευγενείας, ενώ η απέναντι κατώτερη γυναίκα, στιβαρή και άγαρμπη. Κάθε που η σύγκρουσή τους το απαιτούσε, άλλαζαν ρόλους και η μεν Κυρία ανέβαζε τόνους πέφτοντας στο επίπεδο της υποδεέστερης, με γρήγορη επαναφορά στο δήθεν ανώτερο σκαλοπάτι, η δε υπηρέτρια διακωμωδούσε σκληρά την εργοδότριά της μιμούμενη τη φωνή της. Απολαυστικές και οι δυο ηθοποιοί.
Έχω συγκρατήσει πολλές τέτοιες λεπτομέρειες (ευφάνταστη χρήση του ιδίου υφάσματος από τη μοδίστρα και τους πελάτες της, εκπληκτική στιγμιαία μεταμόρφωση κοινής θνητής σε πολύφερνη νύφη), που έκαναν τη σημαντική διαφορά από τις κωμωδίες – παρωδίες- επιθεωρήσεις που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε. Αν τις αραδιάσω, θα χρειαστώ μπόλικο χώρο. Θα μείνω σ’ αυτά, θα προσθέσω τα εξαιρετικά κοστούμια, τα τραγουδάκια που «κουμπώσανε» θαυμάσια με το περιεχόμενο των μονόπρακτων, τον συντονισμό και την άψογη συνεργασία όλων επί σκηνής, τους γρήγορους ρυθμούς και τον ρέοντα λόγο του Σουρή.
Προλάβετε να δείτε την παράσταση. Θα με δικαιώσετε.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθεσία / Σκηνικό: Παύλος Δανελάτος
Μουσική: Κωστής Βοζίκης
Κίνηση / Χορογραφίες: Μέλπω Βασιλικού
Κοστούμια: Φαίη Αποστολίδου
Μακιγιάζ: Έφη Βότσου
Παίζουν: Διογένης Γκίκας, Βίκυ Γρηγοριάδου, Γιάννης Μαστρογεωργίου, Δέσποινα Μπισχινιώτη, Κωνσταντίνος Πετρίδης, Σταμάτης Στάμογλου
Φιλική συμμετοχή: Χρύσα Μπολλάτι, Λευτέρης Παναγιωτίδης
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ