Το 2002 είχα εντυπωσιαστεί από την «Ιφιγένεια», που έφερε στο Φεστιβάλ Φιλίππων το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου, επειδή τα μεγαλοπρεπή πολεμικά πλοία που είχε φτιάξει ο Γιάννης Μετζικώφ για κείνη την παράσταση κυριαρχούσαν στην ορχήστρα, ο μύθος είχε περάσει σε δεύτερο πλάνο, το ίδιο και οι νέοι ηθοποιοί που υποδύονταν πρόσωπα, πλην του χορού και του Αιμίλιου Χειλάκη. Ήταν ο «Αχιλλέας» του, που με κέρδισε λόγω αυτής της εξαίσιας φωνής που διαθέτει ο χαρισματικός ηθοποιός, της καθαρής του άρθρωσης, της σκηνικής του παρουσίας.
Θυμάμαι, την παράσταση τσάκισαν με την πένα τους οι έγκριτοι κριτικοί σε έγκυρες -τότε- εφημερίδες. Δεν άρεσε σχεδόν σε κανέναν η ματιά του Τσιάνου, που θέλησε ν’ ακολουθήσει εκείνη την πρώτη, του Ευαγγελάτου, απογυμνώνοντας το έργο από τον εθνικοπατριωτικό μανδύα που ήταν τυλιγμένο. Δεκαπέντε χρονιά μετά ο Χειλάκης έρχεται και πάλι στους Φιλίππους με την «Ιφιγένεια» του Ευριπίδη, αλλά ως σκηνοθέτης και ως υποκριτής. Υπογράφει τη σκηνοθεσία μαζί με τον συνεργάτη του Μανώλη Δούνια.
Έμπειρος, ώριμος, εφόσον μελέτησε σε βάθος το αττικό δράμα και νεωτεριστής. Ή άποψη που διατύπωσε σε συνεντεύξεις του, ότι η παράσταση πρέπει να έχει αφηγηματικό χαρακτήρα έγινε πράξη και, μάλιστα, επιτυχημένη. Ακολούθησε το αρχέτυπο του δράματος. Τρεις υποκριτές σε όλους τους ρόλους, ο χορός πρωταγωνιστής, η μουσική με ένα όργανο εμφατική, ενώ τα σκηνικά και τα κοστούμια προσέδωσαν τη διαχρονικότητα του Ευριπίδειου λόγου.
Θα πρέπει να πούμε ότι πριν από το Σοφοκλή, ο ποιητής ήταν ταυτόχρονα και υποκριτής, επειδή επικρατούσε η ιδέα ότι ήταν ο πλέον κατάλληλος να υποκριθεί όσα περιέχονταν στην τραγωδία. Ο Σοφοκλής κατάργησε τη συνήθεια αυτή και πρόσθεσε τον τρίτο υποκριτή (το δεύτερο τον εισήγαγε ο Αισχύλος, ενώ τον πρώτο ο Θέσπις). Ολα τα πρόσωπα του δράματος μοιράζονταν στους τρεις υποκριτές, που έπρεπε σε λίγο χρόνο να αλλάζουν ενδυμασία· ήταν επαγγελματίες, έπαιρναν μισθό και ήταν κυρίως Αθηναίοι πολίτες.
Τα γυναικεία πρόσωπα υποδύονταν άνδρες, οι οποίοι φορούσαν προσωπεία. Για τον εξωραϊσμό του προσώπου χρησιμοποιούσαν μια λευκή σκόνη από ανθρακικό μόλυβδο, το ψιμύθιο. Οι υποκριτές εμφανίζονταν στη σκηνή με επιβλητικότητα και μεγαλοπρέπεια· ήταν ντυμένοι με πολυτέλεια, με ενδυμασία ανάλογη προς το πρόσωπο που υποδύονταν και με παράδοξη μεταμφίεση που παρέπεμπε στον μυθικό κόσμο της τραγωδίας. Στην παρούσα περίπτωση ευκρινώς ακολουθήθηκε αυτός ο κανόνας .
Ο μύθος
Οι Αχαιοί, των οποίων ο στόλος αποτελούνταν από χίλια και πλέον πλοία, συγκεντρώθηκαν στην Αυλίδα. Όμως ο άνεμος είχε κοπάσει εντελώς και η πλεύση ήταν αδύνατη. Ο μάντης Κάλχας επέμεινε ότι η θεά Αρτεμις το προκάλεσε αυτό, ως τιμωρία για τον θάνατο του ιερού ελαφιού της από τον Αγαμέμνονα, στην προσπάθειά του να αποδείξει ότι είναι καλύτερος κυνηγός από αυτήν. Ο μόνος τρόπος να κατευναστεί η θεά ήταν, κατά τον Κάλχα, να θυσιαστεί η κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, Ιφιγένεια. Ο Αγαμέμνονας αρχικά αρνείται, όμως οι υπόλοιποι Αχαιοί ηγέτες τον απειλούν ότι θα ορίσουν τον Παλαμήδη αρχηγό της εκστρατείας και, τελικά, υποχωρεί. Για να δελεάσει την Ιφιγένεια να έρθει στην Αυλίδα, της στέλνει χαρμόσυνο νέο ότι πρόκειται να την παντρέψει με το πρωτοπαλίκαρο των Αχαιών, Αχιλλέα. Ή Ιφιγένεια μαζί με την μητέρα της Κλυταιμνήστρα σπεύδουν ανυποψίαστες. Τελικά η Ιφιγένεια, δέχεται να κάνει το θέλημα του πατέρα της . Λίγο πριν την θυσία της, η Αρτεμις επεμβαίνει και τη μεταφέρει σε κάποιο μακρινό τόπο, όπου υπηρέτησε ως ιέρεια τη θεά.
Η παράσταση
Σε ένα κορυφαίο κείμενο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, ένα έργο βαθύτατα πολιτικό, ένα ειρωνικό και ταυτόχρονα τραγικό σχόλιο πάνω στο θέμα της πολιτικής σκοπιμότητας, την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη, δυο πετυχημένοι συνεργάτες, ο Χειλάκης και ο Δούνιας, εργάστηκαν με στόχο να δώσουν στο κοινό το πλήρες νόημα του κειμένου και μέσα από την καινούργια μετάφραση του σπουδαίου και διακεκριμένου ποιητή Γιώργου Μπλάνα, ότι δηλαδή η Ιφιγένεια είναι ένα διαχρονικό λυρικό κείμενο, ένας ύμνος στην ανθρώπινη ανεπάρκεια (ακόμα αντηχεί στ’ αυτιά μου η εύστοχη φράση του Ευριπίδη : «κατά τον άχρηστο άνδρα, οι αποτυχίες του»), ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτει την καταγωγή του «σύγχρονου» κόσμου. Απόλυτα επίκαιρο σήμερα. H έννοια της θυσίας συναντιέται μονίμως στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Η καινούργια εποχή γεννιέται, προκαλεί και ζητά θυσίες. Όμως, για ποια Ελένη; Κάθε έννοια θυσίας εμπεριέχει το στοιχείο της αθωότητας του θύματος. Έτσι, σε μια εποχή παρατεταμένης κρίσης, πολιτικής και αξιών, σε ένα κόσμο ετοιμόρροπο, γοητεύει τους θεατές ένα θέμα που μας αφορά σήμερα, ενώ προϋπήρχε αιώνες πριν.
Στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» των Αιμίλιου Χειλάκη – Μανώλη Δούνια υπάρχει η Κλυταιμήστρα, υπάρχει και ο Μενέλαος αλλά παίζονται από τον ίδιο ηθοποιό. Υπάρχει ο Αγαμέμνονας, υπάρχει και ο Αχιλλέας αλλά παίζονται από τον ίδιο ηθοποιό. Υπάρχει η Ιφιγένεια, υπάρχει και ο Πρεσβύτης αλλά παίζονται από τον ίδιο ηθοποιό. Αυτό βοηθάει τον ηθοποιό να αφηγηθεί την ιστορία και όχι να ασχολείται μόνο με τον ρόλο του. Γιατί τα λόγια του είναι μεν σπουδαία, περισσότερο σπουδαία όμως είναι όταν συνταιριάζονται με τα λόγια των άλλων ηρώων.
Αιμίλιος Χειλάκης, Αθηνά Μαξίμου, Λένα Παπαληγούρα. Εξαιρετικοί και οι τρεις. Απολαυστικές ερμηνείες από τον καθέναν και στους δυο ρόλους του. Αποδείχθηκαν ιδανικές επιλογές. Καθήλωσαν το κοινό και σπάνια σε ανοιχτό θέατρο η σιωπή είναι τόσο μεγάλη απόδειξη κατάνυξης. Τρανό επίτευγμα από το σύνολο των συντελεστών.
Ο Χορός αυτής της «Ιφιγένειας», αναπόσπαστο στοιχείο της τραγωδίας, αποτελούνταν από εννέα υπερταλαντούχα κορίτσια, οκτώ θαυμάσιες φωνές κι ένα έξοχο ακορντεόν. Τραγουδήσανε πολυφωνικά τη μαγική μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη, αναμείχθηκαν με την ποιητική μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα και μας έστειλαν μήνυμα: Εμείς επισκεπτόμαστε αυτόν τον σαγηνευτικό μύθο, όπως κι εσείς οι θεατές . Εμείς θα σας κρατήσουμε το χέρι, θα γίνουμε οι οδηγοί σας μέσα σ’ αυτό το περίπλοκο σχέδιο μάχης που υπάρχει, για να μην πεθάνει ένα κορίτσι.
Έτσι έγινε. Ο Χορός ντυμένος με σύγχρονα ρούχα έκανε είσοδο εντυπωσιακή. Περιπλανήθηκαν τα κορίτσια ανάμεσα στους τρεις υποκριτές- αγάλματα πάνω σε τρία μεταλλικά βαγόνια, τα περιεργάστηκαν με δέος, όπως μαθητές – επισκέπτες μουσείου και υπό τον ήχο του ακορντεόν ξεκίνησαν την κίνηση και την όρχηση εκφράζοντας τα συναισθήματά τους, ενώ η ιστορία ξετυλίχτηκε αργά, κατανοητά, απολαυστικά, σχεδόν μεθυστικά.
«Ο άνθρωπος κουφάθηκε βαθιά από τις ιαχές της ανομίας και, το χειρότερο, αρχίζει να συνηθίζει. Δέχεται τα πάντα, εκτός από το μόνο που μπορεί να τον σώσει, να στραφεί στον άλλο και να χτίσει μια ζωή που δεν θα αξίζει να γκρεμίσουν οι θεοί…». Αυτοί οι στίχοι από την εξαιρετική μετάφραση του ποιητή Γιώργου Μπλάνα ακούστηκαν και από τον Χορό και από την Ιφιγένεια, ως κατακλείδα στην παράσταση.
Οι θεατές αντιλήφθηκαν επαρκώς τη σκηνοθετική οπτική του έργου, που θέλησε να αναδείξει τη σχέση της τραγικής σκέψης με τη φιλοσοφία και την έννοια της υπέρβασης. Το κατάφερε με τον καλύτερο τρόπο. Επρόκειτο για μια ιδιαίτερη, σύγχρονη σκηνική ανάγνωση του κειμένου, με σεβασμό στο αρχέτυπο, μέσα σε ένα ποιητικό, εικαστικό περιβάλλον . Όρθιοι οι θεατές χειροκρότησαν επί αρκετά λεπτά τον θίασο δείχνοντας ικανοποίηση και τιμή.
Το 60ο Φεστιβάλ Φιλίππων μια μέρα πριν το παιδικό έργο της Κάρμεν Ρουγγέρη, κλείνει τον κύκλο του με μια εξαιρετική παράσταση.
Συντελεστές:
Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας
Σκηνοθεσία: Αιμίλιος Χειλάκης – Μανώλης Δούνιας
Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
Σκηνικά – Κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Κίνηση: Αγγελική Τρομπούκη
Βοηθός Σκηνοθετών: Αλέξανδρος Βάρθης
Μουσική Διδασκαλία: Άννα Λάκη
Βοηθός Σκηνογράφου: Βάσια Χριστοπούλου
B Bοηθός Σκηνοθετών: Μαρία Χανδρά
Ηθοποιοί:
Αιμίλιος Χειλάκης
Αθηνά Μαξίμου
Λένα Παπαληγούρα
Χορός:
Δήμητρα Βήττα, Ελεάνα Γεωργούλη, Σμαράγδα Κάκκινου, Άννα Κλάδη, Άννα Λάκη, Βάσια Λακουμέντα, Φραγκίσκη Μουστάκη, Δώρα Στυλιανέση, Μαρία Τζάνη.
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ