Η παράσταση που είδα έκλεισε τον κύκλο της «Βρωμιάς» στη Θεσσαλονίκη. Δεν κατάφερα να μάθω τον λόγο καθυστέρησης έναρξής της, αλλά ξεπέρασε το μισάωρο. Αυτό το ανεξήγητο «περίμενε» στο φουαγιέ ήταν και το μοναδικό μελανό σημείο της βραδιάς στο «Αυλαία».
Με την είσοδό μου στην αίθουσα, το βλέμμα αγκάλιασε το όμορφο σκηνικό και με προϊδέασε για τη συνέχεια. Κεριά αναμμένα, ένα μεταλλικό δοχείο με κόκκινα τριαντάφυλλα, μια καρέκλα, ένα χαλάκι, κι ένα ψυχρό γκρίζο πανί κάθετο, οριοθετούσαν τον μικρό χώρο διαμονής του Ιρακινού μετανάστη Σαντ στο Βερολίνο του 1993. Αυτό το ταπεινό δωματιάκι που, σταδιακά, μεταμορφωνόταν από εστία σε εξομολογητήριο, σε ασφυκτική φυλακή, σε αποπνικτικό κρατητήριο και ξαφνικά σε επίγειο παράδεισο, σε αγαπημένο κομμάτι ζωής, σε κρυψώνα, σε στέγη ασφάλειας και, εν τέλει, σε ημερολόγιο κατάθεσης εσώψυχων ή σε μια τεράστια οθόνη, απ’ όπου παρήλαυναν οι εικόνες που σχημάτιζαν τα λόγια, οι κινήσεις, τα ηχοχρώματα φωνής, οι εξάρσεις, οι κατευνάσεις, κι οτιδήποτε άλλο έστελνε στην πλατεία ο συναισθηματικός οίστρος του Σαντ. Το όνομα, τυχαία, στ’ αγγλικά σημαίνει «λυπημένος», αλλά είναι και το μισό του Σαντάμ, που αίφνης έγινε Αχμέτ και μετά ένας no name άνθρωπος. Λαθραίος. Χωρίς χαρτιά, χωρίς μέλλον, όμως με σχέδια, με οράματα, όπως όλοι οι άνθρωποι μπορούν και κάνουν.
Εξαιρετικά επίκαιρο έργο, ιδιαίτερης σημασίας για τους απέναντι. Από τους «καταραμένους». Τους κυνηγημένους, τους αυτοεξόριστους, τους της «γης κολασμένους». Πριν από είκοσι πέντε χρόνια το έργο του Αυστριακού Ρόμπερτ Σνάιντερ είχε, σαφώς, καταγγελτικό χαρακτήρα. Επρόκειτο για έναν μονόλογο οργής, ένα «κατηγορώ» ανθρώπου «διαφορετικού» για τις ρατσιστικές συμπεριφορές ανθρώπων της Δύσης. Σήμερα, με την αθρόα εισροή στη Δύση μεταναστών εξ Ανατολής (με δυσδιάκριτους επιθετικούς προσδιορισμούς: οικονομικοί, λαθρο-μετανάστες- πρόσφυγες), οι ισορροπίες άλλαξαν. Ύστερα δε από τις επαναλαμβανόμενες τρομοκρατικές επιθέσεις, που μετρούν δεκάδες θύματα, είναι άκαιρο, ακόμα κι επικίνδυνο, να μιλήσει κανείς για γενικευμένο ρατσισμό ή απανθρωπιά. Ωστόσο, ο ήρωάς μας, μορφωμένος ων, καταφέρνει να μας κάνει να νιώσουμε ενοχές και να επαναπροσδιορίσουμε στάσεις απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους – θύματα ζοφερών καταστάσεων και, μάλιστα, με ηθικούς αυτουργούς της κατάντιας τους τις υπερδυνάμεις.
Η υπόθεση:
Ο μονόλογος που αφορά στον Σαντ γράφτηκε το 1991, όταν στη χώρα του οι ρατσιστικές επιθέσεις κατά μεταναστών ήταν σε έξαρση. Έχει ανέβει αρκετές φορές στην Αθήνα μέσα σε μια 20ετια.
Ο Ιρακινός Σαντ, 30 χρόνων και φυγάς, συστήνεται .”Είμαι ένα σκατό. Βρωμάω. Πλένω τα χέρια μου αλλά βρωμάω … Δεν θέλουμε να σας λερώσουμε, αλλά οι λευκοί σας δρόμοι, όσο πάει σκουραίνουν….Ευνουχίστε μας.”
Ο Σάντ ήταν φοιτητής φιλοσοφίας. Έχει μελετήσει τον Heidegger, τον ρατσιστή φιλοναζί φιλόσοφο. Δηλώνει ότι είναι μορφωμένος, θαυμαστής της δυτικής φιλοσοφίας, της Γερμανικής γλώσσας κι ας πουλάει κόκκινα τριαντάφυλλα για να επιβιώσει. Λιποτάκτησε για λόγους ιδεολογικούς, φιλειρηνικούς, για να μην συμμετέχει στον πόλεμο του Κόλπου.
Δεν ήξερε ότι εδώ θα δεχθεί επιθέσεις. Δεν περίμενε ότι θα τον «σκοτώνουν» οι βρισιές, οι χειρονομίες, τα βλέμματα, το κυνηγητό, οι σιδερογροθιές, η βία. Και εκρήγνυται. Φιλοσοφεί, αλλά παραθέτει αλήθειες. Σιχαίνεται το δέρμα του που «μυρίζει» εξαιτίας της διατροφής του, μέμφεται την «σκυλοχώρα» του, όπου ο «σκυλογιατρός» δεν κατάφερε να σώσει στη «σκυλομάνα» και την έχασε νωρίς. Από καρκίνο της μήτρας. Μοιράζει ευθύνες και αυτοτιμωρείται. Αγανακτεί, σημαδεύει και «πυροβολεί» με τον σαρκασμό του και το δίκιο του και τελειώνει μ’ ένα «σας αγαπώ», επειδή ο συναισθηματικός του κόσμος είναι πιο δυνατός, πιο πλούσιος απ’ την οργή του.
Η παράσταση:
Λιτό σκηνικό, αυτό που έπρεπε να δώσει τη διάσταση της καθημερινότητας ενός παράνομου μετανάστη, μουσική ατμοσφαιρική, κινηματογραφική, από μόνη της γέννησε εικόνες και σε καίρεια σημεία ήταν ο καταλύτης. Οι φωτισμοί, εξαιρετικοί. Το δυνατό σημείο της παράστασης. Σκιές και χρώματα (γήινα στην πλειοψηφία τους) μεγέθυναν το δραματικό στοιχείο του έργου.
Στο δωμάτιο με τα λιγοστά πράγματα ξεχώρισαν τα κόκκινα τριαντάφυλλα. Χρώμα του έρωτα και της ελπίδας. Το κόκκινο τριαντάφυλλο «πουλάει» έτσι κι αλλιώς.
Η ερμηνεία του νεαρού ηθοποιού, δυνατή. Προβλημάτισε. Ήταν «περιθώριο»; Ήταν αξιοπρεπής; Ήταν σαν κι εμάς; Για τους πολλούς ήταν, αδιαμφισβήτητα, παρίας.
Ο Κωνσταντίνος Φάμης- Σαντ εμφανίστηκε στη σκηνή και μίλησε ήρεμα. Σταδιακά ηλέκτρισε την ατμόσφαιρα, δονούταν το σώμα του απ’ την ένταση, έπεφτε στο δάπεδο, σηκωνόταν, έπινε νερό, αναθεμάτιζε οργίλος τους από πάνω του, επανερχόταν στην ηρεμία. Ανθρώπινες στιγμές, παιδικές στιγμές, οικογενειακές στιγμές, καθημερινές, δικές του και δικές μας. Αυτό που μου έλλειψε και, πιστεύω, ξέφυγε από τους σκηνοθέτες ήταν το γέλιο. Δε γέλασε ποτέ. Κι όμως, υπήρχαν σημεία που, όχι μόνο χωρούσε αλλά επιβαλλόταν. Επειδή στον κύκλο της ζωής συνυπάρχουν το γέλιο και το δάκρυ. Παρόλα αυτά, ο νεαρός ηθοποιός καταχειροκροτήθηκε στο φινάλε.
Συντελεστές:
Μετάφραση: Κοραλία Σωτηριάδου
Σκηνοθεσία: Κατερίνα Πολυχρονοπούλου
Σκηνικό- Κοστούμι: Παναγιώτα Κοκκορού
Σχεδιασμός αφίσας: Κάρολος Πορφύρης
Φωτογραφία αφίσας: Γιώργος Γιαννίμπας
Στο ρόλο του Σαντ, ο Κωνσταντίνος Φάμης
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ