του Γιάννη Μόνιου
Σκηνή στις κερκίδες ενός γηπέδου. Φωλιασμένος ο πιτσιρικάς στην προστατευτική μασχάλη του μπαμπά του. Ατενώς το βλέμμα τους στους κλοτσαδόρους. Ο μπαμπάς έχει τα αφτιά του κλειδωμένα. Όμως του παιδιού ορθάνοιχτα. Βλέπει, αλλά περισσότερο ακούει: «Τρέξε, ρε μαλάκα, κουνήσου, ρε μαλάκα, κλότσα, ρε μαλάκα, κτύπα τον, ρε μαλάκα, φα ΄τον, ρε μαλάκα, κτλ, κτλ». Περίτρομος και συνάμα περίεργος ο πιτσιρικάς ρωτάει τον απορροφημένο πατέρα: «Μπαμπά, ποιος κλοταδόρος έχει το επώνυμο Μαλάκας;». Το παιδί απάντηση δεν πήρε. Δεν ήταν «βλάκας» ο μπαμπάς για ν’ απαντήσει..
Τωόντι, η λέξη αυτή μας έχει γίνει ψωμοτύρι. Την σαϊτεύουμε και σε φίλους και σε αδιάφορους και σε ενάντιους. Είναι «εθνικών» διαστάσεων, άνευ όρων και ορίων από εμάς λαλούμενη. Από την πολυχρησία όμως έχει χάσει την βέρα σημασία της. Δεν έχει καμιά νοστιμιά και μαλακότητα. Στα σίγουρα πρόκειται για νεότερο τύπο του αρχαίου επιθέτου «μαλακός» κι αυτό από το ρήμα «μαλάσσω» (=τρίβω ή ζυμώνω κάτι για να το κάνω μαλακό). Απ’ το «μαλάσσω» που ΄γινε «μαλάζω», «η μάλαζη, το μάλαγμα, η μαλάγρα, το μαλάκιο, η μαλάκυνση, το μαλακώνω, το μαλακίζομαι, ο μαλθακός, ο μαλακτικός, το μάλαμα, το μαλαματώνω, κτλ». Προσέχουμε: Τρίβουμε κάτι για να το κάνουμε μαλακό, όχι σκληρό…
Από τη σημασία της μαλακότητας, της απαλότητας στην αφή, η λέξη έφτασε σιγά – σιγά να σημαίνει τον μαλθακό, τον νωθρό, τον αδύναμο και μετά τον αποχαυνωμένο, τον ηλίθιο, τον αυνανιζόμενο, τον βλάκα. Ναι, η λέξη «βλάκας», γεννήθηκε από τον «εθνικό» μας τύπο «μαλάκας». Ιδού: «ο βλαξ – του βλακός – τον βλάκα…, ο μβλαξ – του μβλακός – τον μβλάκα, ο μλαξ- του μλακός – τον μλακα, ο μάλαξ – του μαλακός – τον μαλάκα». Σημειώνω πως πολλές τωρινές ονομαστικές πτώσεις προέρχονται από αρχαίες αιτιατικές, λ.χ. ο πατέρας, η μητέρα, ο ρήτορας κτλ.
Και κάποια τέτοια έλεγα όταν δίδασκα τον Επιτάφιο του Περικλή στα λυκειόπαιδα για να μην πολυπονηρεύονται όταν διαβάζουν το: «Φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας» (=αγαπούμε το ωραίο στην απλότητά του (χωρίς πολλές δαπάνες) και αγαπάμε τα γράμματα χωρίς να γινόμαστε νωθροί).