Γράφει ο Αργύρης Μυστακίδης
Πρόεδρος Συνδέσμου Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ν. Καβάλας
Toν τελευταίο καιρό έχουν δει το φως της δημοσιότητας αρκετά στοιχεία που καταδεικνύουν ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν ανταποκρίνεται με επάρκεια στις απαιτήσεις της εποχής της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, μιας εποχής που χαρακτηρίζεται από την ευφυή εκμάθηση/αυτό-εκπαίδευση των ίδιων των Μηχανών (Machine Learning), την επιστήμη των Δεδομένων (Data Science) και την Τεχνητή Νοημοσύνη (Artificial Intelligence), αλλά και στον ρόλο του να διαπλάθει ενεργούς και σκεπτόμενους πολίτες.
Στερεί έτσι, από τους νέους μας τη δυνατότητα να κατακτήσουν τις απαιτούμενες δεξιότητες που θα τους καταστήσουν ανταγωνιστικούς και ευπροσάρμοστους σε ένα κόσμο που αλλάζει ραγδαία, γεμάτο από προκλήσεις και ευκαιρίες. Κατ’ επέκταση στερεί από τη χώρα μας τη δυνατότητα ανάπτυξης, ευημερίας και προόδου.
Σύμφωνα με έρευνες, το 65% των νέων πτυχιούχων αναζητεί εργασία σε ειδικότητες που εκλείπουν. Οι επιχειρήσεις αναζητούν εργαζόμενους με ψηφιακές δεξιότητες σε ποσοστό 70%, ενώ ένας στους τρεις εργαζόμενους δεν διαθέτει καμία. Εκτιμάται ότι η χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης στις μηχανές και η «είσοδος» των ρομπότ στην αγορά εργασίας θα οδηγήσει σε απώλεια 800 εκατ. θέσεων εργασίας μέχρι το 2030, που αντιστοιχεί στο 20% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού σήμερα.
Τα πρόσφατα αποτελέσματα τους διεθνούς μαθητικού διαγωνισμού PISA (Programme for International Student Assessment), στον οποίο κάθε τρία χρόνια περίπου μισό εκατομμύριο μαθητές από 72 χώρες αξιολογούνται σε κοινά θέματα στα μαθηματικά, την κατανόηση κειμένου και τις φυσικές επιστήμες, κρούουν για μια ακόμη φορά τον κώδωνα του κινδύνου. Οι Έλληνες μαθητές κατατάσσονται στο επίπεδο της Χιλής, της Σλοβακίας και της Βουλγαρίας. Οι μαθητές όλων των άλλων χωρών της Ε.Ε., όμως, όπως και των περισσοτέρων πλούσιων χωρών της Αμερικής, της Ωκεάνιας και της Ασίας, τα πηγαίνουν πολύ καλύτερα. Από τις Ευρωπαϊκές χώρες τις καλύτερες επιδόσεις κατέγραψαν, οι Εσθονοί μαθητές!
Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ τα αποτελέσματα δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Κοινή συνισταμένη πολλών μελετών που έχουν εκπονηθεί τα τελευταία χρόνια, είναι ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα στερείται ευελιξίας, χαρακτηρίζεται από μεγάλη αδράνεια και το χειρότερο απ’ όλα έχει καταστεί απωθητικό για τους μαθητές, Χαρακτηρίζεται από «έναν ξηρό φορμαλισμό και μια τυποκρατία. Υπάρχει μια διάχυτη παρεξήγηση ως προς την ουσία των πραγμάτων, της γνώσης, της παιδείας και της εκπαίδευσης που σχετίζεται με την ποιότητα της ύπαρξής μας και της σχέσης μας με τον κόσμο.», όπως επισημαίνει ο Γ. Μπαμπινιώτης σε πρόσφατη συνέντευξή του. Και συνεχίζει: «Δεν μορφώνουμε υπεύθυνους, σκεπτόμενους, καλλιεργημένους κι ευαίσθητους πολίτες. Φορτώσαμε το σχολείο με όγκους αμάσητων κι αχώνευτων πληροφοριών, οι οποίοι ποτέ δεν γίνονται χρήσιμοι κι αξιοποιήσιμοι για βαθύτερη γνώση. Υπηρετούν τη στρέβλωση της ελληνικής εκπαίδευσης, η οποία αποτυπώνεται πλήρως με την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.»
Ένα μέρος του προβλήματος οφείλεται σίγουρα στην υποχρηματοδότησή του και την κακή κατανομή των οικονομικών του πόρων. Μελέτη του ΙΟΒΕ που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Μάρτιο καταδεικνύει ότι:
«…η συνολική δημόσια εκπαιδευτική δαπάνη στην Ελλάδα α) υστερεί διαχρονικά έναντι των άλλων χωρών της Ευρώπης, β) κατανέμεται περισσότερο στην τριτοβάθμια και την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, και λιγότερο στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, γ) είναι περισσότερο συγκεντρωμένη στο Κεντρικό Κράτος, έναντι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, συγκριτικά με τις άλλες χώρες της Ευρώπης, δ) κατευθύνεται πολύ περισσότερο στις αποζημιώσεις εργαζομένων και στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε βάρος άλλων κατηγοριών δαπανών, όπως είναι οι υποδομές, οι λειτουργικές δαπάνες και οι κοινωνικές μεταβιβάσεις και παροχές.»
Ένα άλλο παθογενές χαρακτηριστικό του είναι ότι, επί δεκαετίες ήταν σε όλες του τις βαθμίδες προσανατολισμένο στην κατάκτηση των τυπικών και όχι των ουσιαστικών προσόντων, αφού στην πλειοψηφία των περιπτώσεων η αποφοίτηση από το Λύκειο ή το Πανεπιστήμιο ήταν το τυπικό μέσο για τον διορισμό στο Δημόσιο. Όταν η ικανότητα του Δημοσίου τομέα να απορροφήσει πτυχιούχους μειώθηκε δραματικά, έγινε εμφανές ότι το ανθρώπινο δυναμικό της χώρας μας στερούταν των προσόντων εκείνων που θα το καταστούσαν ευέλικτο και ανταγωνιστικό στην εγχώρια, αλλά και στην παγκόσμια αγορά εργασίας.
Το δημόσιο εκπαιδευτικό μας σύστημα απαιτεί άμεσες και ριζικές παρεμβάσεις/τομές που:
- θα πρέπει να διατρέχουν οριζόντια όλες τις βαθμίδες του, μιας και δεν υπάρχει χρόνος για την υλοποίηση σχεδίων από κάτω τα πάνω,
- θα εμπλέκουν στον σχεδιασμό τους, άριστους γνώστες της διεθνούς εκπαιδευτικής πραγματικότητας και των σύγχρονων παιδαγωγικών τάσεων,
- θα έχουν στο επίκεντρό τους εκπαιδευτικούς και θα «επενδύουν» στη συνεχή και ουσιαστική τους εξέλιξη, δίνοντας κίνητρα και ανταμείβοντας τους άξιους και εργατικούς,
- θα προσφέρουν αξιόπιστη εναλλακτική διέξοδο στην επαγγελματική εκπαίδευση με πιστοποιημένους τίτλους σπουδών που θα αντανακλούν ουσιαστικά και πραγματικά προσόντα των κατόχων τους,
- θα χαρακτηρίζονται από εξωστρέφεια και επικοινωνία με τη διεθνή πραγματικότητα,
- θα συμπεριλάβουν μηχανισμούς συνεχούς και αξιόπιστης αξιολόγησης του συντελούμενου έργου σε κάθε συνιστώσα του, καθώς και μηχανισμούς σχεδιασμού και υλοποίησης άμεσων και αποτελεσματικών διορθωτικών παρεμβάσεων.
Είναι πράγματι μεγάλη η πρόκληση για τη νέα ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, που δείχνει να έχει κατανοήσει τον επείγοντα χαρακτήρα των απαιτούμενων αλλαγών. Αρκεί να εστιάσει στην ουσία και να κινηθεί με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα.
«Καιροί ου μενετοί.»
Αργύρης Μυστακίδης
Πρόεδρος Συνδέσμου Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ν. Καβάλας
Β’ Αντιπρόεδρος Ομοσπονδίας Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδας