Αναγκαίες, χαρακτήρισε με συνέντευξη που παραχώρησε στον «Ενήμερο» ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Καβάλας, Γιώργος Γραμμένος, τις τροποποιήσεις που έγιναν στον Ποινικό Κώδικα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, μετά την ψήφιση επί της αρχής του σχετικού νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης με ευρεία πλειοψηφία.
Υπέρ της αρχής του νομοσχεδίου ψήφισαν η Νέα Δημοκρατία, το Κίνημα Αλλαγής και η Ελληνική Λύση, ενώ καταψήφισαν ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., το Κ.Κ.Ε. και το ΜεΡΑ25.
«Oι αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα ήταν αναγκαίες, διότι η τροποποίηση του προηγούμενου Κώδικα οδήγησε σε σωρεία παραγραφής υποθέσεων και δικών, οι οποίες είχαν και δημόσιο ενδιαφέρον...»
«Μετά από μία σαρωτική τροποποίηση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα από την προηγούμενη ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης, δημιουργήθηκαν στην πράξη πολλά προβλήματα, διότι κακουργήματα που χαρακτηρίστηκαν ως πλημμελήματα, επωφελήθηκαν πολλοί κατηγορούμενοι λόγω της παραγραφής που είχε επέλθει, με αποτέλεσμα δίκες που εκκρεμούσαν να κλείσουν και να ωφεληθούν από αυτές τις διαδικασίες άνθρωποι, οι οποίοι και πρωτόδικα ακόμη είχαν καταδικαστεί με πολυετή κάθειρξη. Επίσης, για μια σειρά από εγκληματικές πράξεις, όπως η κατοχή, κατασκευή και μεταφορά εκρηκτικών υλών είχαν γίνει πολύ πιο εύκολες οι προϋποθέσεις για την αποφυλάκιση ανθρώπων που είχαν καταδικαστεί σε πολυετείς καθείρξεις για αυτές τις πράξεις και πολλοί ήταν αυτοί που αποφυλακίστηκαν εν τέλει. Ως εκ τούτου, αλλά και για πολλά άλλα, οι αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα ήταν αναγκαίες, διότι η τροποποίηση του προηγούμενου Κώδικα οδήγησε σε σωρεία παραγραφής υποθέσεων και δικών, οι οποίες είχαν και δημόσιο ενδιαφέρον. Πάντως οι νέες τροποποιήσεις θα ισχύσουν για τις πράξεις που θα γίνουν από τη δημοσίευση του νόμου και μετά», ανέφερε αρχικά στις δηλώσεις του ο κ. Γραμμένος.
Κακούργημα πλέον η δωροδοκία και δωροληψία, αφορά αυτούς που αποδέχονται δώρα και κατέχουν θέσεις από πρωθυπουργό μέχρι και δήμαρχο
«Μερικές αξιοσημείωτες αλλαγές που έχουν γίνει στον νέο νόμο είναι οι εξής: έχουμε μία τροποποίηση ενός άρθρου του 137α του Ποινικού Κώδικα το οποίο έχει σημασία και λέει ότι υπάλληλος ή στρατιωτικός που έχει καθήκον να κρίνει ή να εξετάζει αξιόποινες πράξεις και πειθαρχικά παραπτώματα, πρέπει να επιδεικνύει πάρα πολύ προσοχή, διότι εάν προχωράει σε βασανιστήρια προκειμένου να αποσπάσει ομολογίες ή οτιδήποτε άλλο, τιμωρείται με πολύ βαριές ποινές και αν από αυτά τα βασανιστήρια υπήρχαν και σωματικές βλάβες ή ακόμη και θάνατος του ανακρινόμενου έχουμε μέχρι και ισόβια καταδίκη. Επίσης, έχει γίνει κακούργημα πλέον η δωροδοκία και δωροληψία, αφορά αυτούς που αποδέχονται δώρα και κατέχουν θέσεις από πρωθυπουργό μέχρι και δήμαρχο και επίσης ανάλογες βαριές ποινές προβλέπονται και για αυτούς που προβαίνουν σε δωροδοκία σε αυτά τα άτομα. Προβλέπονται ακόμη κάποιες διατάξεις, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το θέμα της διακοπής των πλειστηριασμών όπου είχαμε το φαινόμενο να μπαίνουν κάποιοι στα γραφεία των συμβολαιογράφων και να παρεμποδίζουν τους πλειστηριασμούς. Υπάρχουν εκεί ποινές διαβαθμισμένες για αυτούς που προχωρούν σε τέτοιες ενέργειες», συμπλήρωσε στη συνέχεια ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Καβάλας.
«Καίνε» οι νέες ποινές για τη μη τήρηση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας
«Επίσης πάρα πολλή σημασία έχει το γεγονός που περιλαμβάνεται στο άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα που λέει ότι όποιος δημόσια ή με οποιοδήποτε τρόπο μέσα από το διαδίκτυο απειλεί με τέλεση τρομοκρατικής πράξης μέσω του διαδικτύου ή προκαλεί θέτοντας σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη, τιμωρείται με φυλάκιση πλημμεληματικού χαρακτήρα μεν, διάταξη που δεν υπήρχε όμως μέχρι τώρα στον Ποινικό Κώδικα. Προβλέπεται δε μία σειρά αυστηροποίησης ποινών για αυτούς οι οποίοι διαταράσσουν την ασφάλεια και τις συγκοινωνίες στους δρόμους. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να πούμε ότι οι ποινές που προβλέπονται στο 290 άρθρο και έχουν να κάνουν με την οδηγική συμπεριφορά μας, δηλαδή εάν κάποιος οδηγεί όχημα αν και δεν είναι σε θέση να το κάνει με ασφάλεια εξαιτίας του ότι έχει καταναλώσει οινόπνευμα ή ναρκωτικές ουσίες ή για άλλο λόγο ή υποπίπτει σε μια σειρά παραβάσεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, τιμωρείται απευθείας πλέον με φυλάκιση. Καταρχήν αν από την πράξη του αυτή υπήρξε κίνδυνος για ξένες περιουσίες. Είναι διαβαθμισμένες οι ποινές. Έχουμε κάθειρξη δέκα ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή αν προκάλεσε βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις. Επίσης, κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου ανθρώπου. Πλέον ο κάθε οδηγός είναι εκτεθειμένες στον κίνδυνο να υποστεί πολύ βαριά ποινική μεταχείριση σε περίπτωση που προξενήσει ατύχημα λόγω μέθης», δήλωσε ακόμη ο Γιώργος Γραμμένος.
Το ζήτημα της κατ’ έγκληση δίωξης τραπεζικών στελεχών
Τέλος, ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Καβάλας αναφέρθηκε και στις αλλαγές που επήλθαν όσον αφορά θέμα με τις τράπεζες και διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων, τονίζοντας: «Μέχρι τώρα υπό το φόβο των κακουργηματικών ποινών κανένα στέλεχος καμίας τράπεζας, ειδικά αυτών που βρίσκονται στα υψηλά κλιμάκια, δεν αναλάμβανε να πάρει πρωτοβουλία ή να εισηγηθεί κάποια ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ α,β ή γ ακόμη και ενός ιδιώτη δανειολήπτη, φοβούμενος τις συνέπειες του νόμου και είχαμε το αποτέλεσμα να τα ρίχνουμε όλα στο σύστημα κι αν αυτό κάνει δεκτή ή όχι την αίτηση. Τώρα με αυτόν τον τρόπο απελευθερώνονται κάπως αυτά τα στελέχη, ώστε να μπορέσουν να χειριστούν με μία μεγαλύτερη ευελιξία και διακριτική ευχέρεια τέτοιες υποθέσεις και τιμωρούνται για παράβαση καθήκοντος τους μόνο κατ’ έγκληση, εάν δηλαδή αυτός ο οποίος ζημιώθηκε έχει υποβάλει μήνυση εναντίον τους».
Ονομαστική ψηφοφορία για το ζήτημα της κατ’ έγκληση δίωξης τραπεζικών στελεχών είχε ζητήσει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
Να σημειωθεί ότι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είχε υποβάλει αίτημα ονομαστικής ψηφοφορίας για το ζήτημα της κατ’ έγκληση δίωξης τραπεζικών στελεχών και για την αποδέσμευση εντός 18 μηνών, περιουσιακών στοιχείων που είχαν δεσμευθεί για υποθέσεις ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Και οι δύο διατάξεις πέρασαν κατά πλειοψηφία. Ειδικότερα, το άρθρο 9 υπερψήφισαν 156 βουλευτές (σε σύνολο 251 ψηφισάντων), καταψήφισαν 87 βουλευτές, ενώ 8 βουλευτές ψήφισαν “παρών”. Υπέρ της τροπολογίας, ψήφισαν 154 βουλευτές (σε σύνολο 249 ψηφισάντων) και κατά ψήφισαν 95 βουλευτές.