ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ
Ο Δον Ζουάν βγαίνει ή καλύτερα υποχρεώνεται να βγει από τον κονιορτό του Χρόνου, για να τον δείξουνε όπως τον θέλουνε σήμερα οι συνδημιουργοί Λητώ Τριανταφυλλίδου και Πάνος Βλάχος.
Το τώρα δεν είναι ούτε το χθες ούτε το αύριο. Πρόκειται, περισσότερο, για μία απόλυτη «α-χρονία» ελεγχόμενη από το παρόν, όπου λαμβάνουν χώρα οι καταστάσεις τις οποίες βιώνουμε, παρατηρούμε και μελετούμε στην καθημερινότητά μας. Έστω, στην υπερβολή τους.
Πρόκειται για τον μοναδικό κακό της Ιστορίας τον οποίο δεν κατηγορούν οι άντρες, έστω και αν κατά καιρούς τον έχουν καταδικάσει εις το πυρ το εξώτερον. Όπως συμβαίνει και με άλλους σπουδαίους θεατρικούς και μυθιστορηματικούς ήρωες- προϊόντα της φαντασίας των δημιουργών τους- των οποίων η πραγματικότητα υπερισχύει του φυσικού χρόνου της ανθρώπινης ζωής, ο Δον Ζουάν όχι μόνο δημιούργησε πολυάριθμους «συνεχιστές» του, αλλά και ένα καινούργιο ουσιαστικό, που ορίζει και περιγράφει αυτόν και μόνον, και που συνοδεύεται από την απαραίτητη συστοιχία κοσμητικών επιθέτων και ρημάτων.

Το να είναι κανείς «Δον Ζουάν» είναι καταφρονητέο και γλυκό, επικίνδυνο, παράτολμο, νοσηρό, αλλά κανείς, όσο αυστηρά μονογαμικός ή ηθικά άκαμπτος κι αν είναι, δεν ξεφεύγει από τον πειρασμό: να ονειρεύεται, το λιγότερο, ότι είναι αιώνιος καρδιοκατακτητής. Και οι γυναίκες; Τον μισούν, όλες τους, για τη συναισθηματική του ασυνέπεια, τις προσβολές και τις ψευτιές του. Ή μήπως πολλές απ΄ αυτές που έπεσαν θύματα του δονζουανισμού βιώνουν μια κρυφή απόλαυση, έναν ίλιγγο που τις συνεπαίρνει εν όψει της άφιξης στην κάμαρά τους ενός τόσο ισχυρού, τόσο δραστήριου και τόσο έμπειρου άντρα;
Άρα, σε μια κοινωνία έντονων αντιπαραθέσεων και ιδεολογικής σύγχυσης, ο Δον Ζουάν επιβιώνει αναπαράγοντας ιδεολογήματα που εξυπηρετούν τις δικές του φιλοδοξίες και επιθυμίες. Έτσι, σε αυτήν την αναθεωρημένη εκδοχή, ο Πάνος Βλάχος – ως Δον Ζουάν – μεταμορφώνεται σε έναν ναρκισσιστικό ηγέτη που προσφέρει απλοϊκές απαντήσεις απέναντι σε έναν ιδεολογικά πολύπλοκο κόσμο.
Γιατί, όμως, ήταν οι λογοκριτές, τόσο της εποχής του Μολιέρου, όσο και των αιώνων που ακολούθησαν, πρόθυμοι να καταστείλουν αυτό το έργο, αν αφορά έναν απερίσκεπτο απατεώνα και γυναικοκατακτητή που αψηφά τους νόμους της ηθικής και, τελικά, καταλήγει στην κόλαση ως τιμωρία του;
Ο Μολιέρος, πήγε πέρα από αυτό και προκάλεσε όχι μόνο τους θεϊκούς νόμους , αλλά και εκείνους της κοινωνίας που υπερασπιζόταν τον Διαφωτισμό, καθώς και της κοινωνικής ισότητας, εκθέτοντας τον υποκριτικό χαρακτήρα της άρχουσας τάξης και του κλήρου.

Η ιστορία μας ξεκινά σε ένα μπαρ, έναν χώρο απαλλαγμένο από ιδεολογίες, όπου ο Δον Ζουάν εισβάλλει για να ξεφύγει από όσους τον καταδιώκουν. Εκεί, μεταμορφώνεται, ελίσσεται ανάμεσα σε αναπάντεχα πρόσωπα, γοητεύοντας τους αποπροσανατολισμένους θαμώνες. Εμπνέει μια λατρεία γύρω από το πρόσωπό του και καταφέρνει να μετατρέψει το μπαρ σε μια «εκκλησία», έναν χώρο έκφρασης, θαρρείς μιας σύγχρονης, παράδοξης θρησκευτικής αίρεσης.
Ο ίδιος καλεί σε μια ζωή, με πλήρη ελευθερία δράσεων, σταδιακά, όμως, οι πιστοί μεταμορφώνονται σε πειθήνια όργανά του. Τα όρια ανάμεσα στην αφοσίωση και τη χειραγώγηση γίνονται δυσδιάκριτα, ώσπου καταργούνται.
Η διαδρομή του σκηνικού, από το σκοτεινό, ταπεινό μπαρ σε κάτι φαινομενικά ιερό, αποτελεί σχόλιο για το τι τελικά θαυμάζουμε, λατρεύουμε και ακολουθούμε.
Ο Δον Ζουάν, επί το ελληνικότερο Γιάννης, γίνεται το απόλυτο σύμβολο της εποχής μας, κατέχοντας δύο σημαντικά «ταλέντα»: την απουσία ιδεολογίας και την αμετροεπή φιλοδοξία. Αποδεσμευμένος από κάθε ηθικό φραγμό επιδίδεται σε ένα εμπόριο ελπίδας, προσφέροντας τον εύκολο δρόμο προς την ευτυχία, σε κάθε ακόλουθό του.
‘Έτσι, γίνεται ένας καθοδηγητής χωρίς ηθικό πυρήνα, ένας έμπορος ονείρων που υπόσχεται ελευθερία χωρίς όρια, αδυνατώντας όμως να προβλέψει τις καταστροφικές συνέπειες που μπορεί να προκαλέσει η ρηχότητα των διδαχών του.
Οι συνέπειες είναι αλυσιδωτές. Ο Δον Ζουάν καταλήγει μόνος του, αλλά δεν κάνει αυτοκριτική, αδιαφορεί πλήρως για όσα προκαλούν οι πράξεις του. Άλλωστε, είναι δύσκολο, όπως λέει, να είσαι άντρας σήμερα.
Στην κατά Λητώς Τριανταφυλλίδου απόδοση της ιστορίας του Δον Ζουάν, επιχειρείται η μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήρωα στο σήμερα, με αγοραία γλώσσα και σεξιστικό περιτύλιγμα.
Η σκηνοθέτρια και ο πρωταγωνιστής, ίσως να σκέφτηκαν τα εξής: ποιοι είναι σήμερα οι άνθρωποι που ξεγλιστρούν από τις συνέπειες των πράξεών τους; Μήπως είναι ροκ- ποπ είδωλα, πολιτικοί ή δημιουργοί περιεχομένου; Πώς μεταφράζεται σκηνικά η έννοια της βλασφημίας στην εποχή μας, που σχεδόν όλα επιτρέπονται; Το πρόβλημα του Δον Ζουάν, τάχα δε θα μπορούσε να είναι ότι δεν πιστεύει στον Θεό ή ότι υποστηρίζει τον ελεύθερο έρωτα;
Με αυτή τη σύγχρονη προσέγγιση, χρειαζόταν να επαναπροσδιοριστούν τα όρια της ελευθερίας. Υπάρχει άραγε κάτι το απαγορευμένο σήμερα; ‘Έτσι, αυτός ο Δον Ζουάν, όπως και πολλοί άλλοι στις μέρες μας, προσπαθεί να γίνει πρότυπο, είδωλο, δάσκαλος, ακόμα και Μεσσίας. Αποφασίζει να ιδρύσει τη δική του «θρησκεία». Η καταστροφή του είναι ότι τελικά το καταφέρνει.

Οπότε, αυτός ο Γιάννης – Δον Ζουάν των: Βλάχου – Τριανταφυλλίδου, τοποθετείται σ’ ένα απόλυτο σύγχρονο πλαίσιο, έχοντας έντονη διάθεση να καυτηριάσει, να σχολιάσει ή να σατιρίσει τις γνωστές παθογένειες , όπως ο φεμινισμός, η πατριαρχία, οι στερεοτυπικές αντιλήψεις, τα social media και η πολιτική ορθότητα, η ποπ κουλτούρα, αλλά και η χειραγώγηση ή η αποδόμηση των ειδώλων, που σε ορισμένα σημεία τα προσεγγίζει επιφανειακά ή χωρίς να έχει -σκόπιμα- την πρόθεση να εμβαθύνει περισσότερο.
Μέσα στην παράσταση, επίσης, επιχειρείται η εξέταση της σύγχρονης αρρενωπότητας. Ο κλασικός χαρακτήρας του Δον Ζουάν φέρει στοιχεία που σήμερα αποκαλούμε «τοξικά». Στα κλασικά θεατρικά έργα, οι γυναίκες δεν έχουν φωνή. Είναι απλώς αντικείμενα του πόθου του αρσενικού, τρόπαια των κατακτήσεών του. Εδώ, όλοι οι χαρακτήρες έχουν φωνή και υπόσταση, αλλά όχι απολύτως αποδεκτά, μάλλον ενοχλητικά, λόγω υστερικής εκφοράς του λόγου.
Ταυτόχρονα, η παράσταση θέλει να δώσει αφορμή να επανεξετάσουμε τη σχέση των δύο φύλων, υπό το πρίσμα των σύγχρονων κοινωνικών τάσεων, όμως χωρίς επιτυχία, ενώ διακωμωδεί άστοχα, επιφανειακά, τις αντιφάσεις των στερεοτύπων που τα ακολουθούν.
Σ’ αυτήν την ανατρεπτική νέα προσέγγιση του «Δον Ζουάν» συμπράττει μία, σαφώς, ικανή ομάδα συνεργατών: Ο Αλέξανδρος Κούρος υπογράφει τη μουσική της παράστασης που ερμηνεύεται ζωντανά στη σκηνή σε εύκολα στιχάκια του Πάνου Βλάχου, θαρρείς γραμμένα στο πόδι.
Τα σκηνικά υπογράφει ο Δημήτρης Πολυχρονιάδης και τα κοστούμια η Ματίνα Μέγκλα. Την κίνηση επιμελείται η Παναγιώτα Καλλιμάνη και τους φωτισμούς έχει σχεδιάσει η Βαλεντίνα Ταμιωλάκη.
Θα ομολογήσω και πάλι ότι ο λαμπερός Πάνος Βλάχος είναι καταιγιστικός, ξεδιπλώνει αβίαστα – άλλη μια φορά – το πολύπλευρο ταλέντο και το εκρηκτικό του ταπεραμέντο. Η αίσθηση του αυτοσχεδιασμού που διατρέχει την ερμηνεία του, προσδίδει μοναδικότητα στη στιγμή, πιστοποίει με τον καλύτερο τρόπο ότι κάθε παράσταση είναι ένας ζωντανός πίνακας που διαρκώς εμπλουτίζεται, έστω κι αν η σκηνοθεσία είναι επιπόλαιη.
Ωστόσο, οι ρηχοί στίχοι των τραγουδιών του, ας πούμε με κάποια σύνδεση στο ύφος και το νόημα της παράστασης, προσπαθούν να προσεγγίζουν τους συμβολισμούς που δεν προλαβαίνουμε να σταχυολογήσουμε, αλλά είναι μαγικό να γευόμαστε την ευκολία με την οποία εναλλάσσεται ο υπερταλαντούχος καλλιτέχνης μεταξύ κωμικού και δραματικού, την ταχύτητα και την ένταση μιας δυνατής καταιγίδας που παρασύρει στη δίνη της ένα κατάμεστο κοίλο.
Ο εξαιρετικός Κώστας Φιλίππογλου απογειώνει τον ρόλο του πατέρα, προσφέροντας μια πολυδιάστατη προσέγγιση, που συνδυάζει ποικίλα στοιχεία στη βαθύτερη ουσία τού χαρακτήρα. Με τη μαεστρία του ξεγυμνώνει τα στερεότυπα της παραδοσιακής ανδρικής φιγούρας, γελοιοποιώντας τις προκαταλήψεις ολόκληρων γενεών περί «σωστής ανδρικής ταυτότητας». Με εκφραστικό πλούτο και σκηνική ένταση, δείχνει τη μεγαλοπρέπεια και τις αντιφάσεις του ρόλου, προσφέροντας μια πολύ καλή ερμηνεία.
Ο Παναγιώτης Κατσώλης δημιουργεί μια ακόμα ανδρική φυσιογνωμία της εποχής, της δικής μας εποχής, σκιαγραφώντας έναν ευάλωτο άνθρωπο που προσπαθεί να βρει τη δική του ταυτότητα. Πολύ πειστικός στον ρόλο, ο καλός ηθοποιός, σύμφωνα, βέβαια, με τις επιταγές της σκηνοθεσίας.
Η Ειρήνη Μπούνταλη και η Μελίνα Βαμπούλα υποδύονται τους θαμώνες του σκοτεινού μπαρ, όπου ξεκινά η ιστορία. Οι πολύ ιδιαίτεροι χαρακτήρες τους ζωντανεύουν τον διαστρεβλωμένο κόσμο της παράστασης.
Η Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη ενσαρκώνει τη φρέσκια εκδοχή της Ελβίρας, μιας σημερινής γυναίκας, που προσπαθεί να συμβιβάσει τον έρωτά της για τον Δον Ζουάν με τα ιδανικά και τις αξίες της.
Ο ανήθικος άνδρας σαγηνεύει, αρνείται τον γάμο και εγκαταλείπει την Ελβίρα, που την θεωρεί μια ακόμη ερωτική του κατάκτηση. Αργότερα, προσκαλεί σε δείπνο το άγαλμα ενός ανθρώπου που πρόσφατα είχε δολοφονήσει. Το άγαλμα δέχεται και ανταποδίδει την πρόσκληση του Δον Ζουάν. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης βραδιάς τους, το κατακερματισμένο άγαλμα του δολοφονημένου άνδρα οδηγεί τον Γιάννη στην ακολασία.

Στο σύνολο της η παράσταση είναι συνδυασμός επιθεώρησης και σύγχρονης αντίληψης ότι ο ωμός ρεαλισμός πουλάει σε νέους θεατές, μέσα σε φαντασμαγορικό πλαίσιο, ενώ προσεγγίζει τον μύθο του Δον Ζουάν με την κωμικότητα της εποχής και την κριτική στην ηθική από μια παρλάτα ενός ράπερ ή τράπερ, αλλά μ’ έναν οξύ τόνο που έχει στόχο να σαρκάσει την υποκρισία από όπου και αν αυτή προέρχεται, αλλά, δυστυχώς, επιλέγει τα κλισέ αστεία, μια κακώς εννοούμενη γλώσσα των νέων τού σήμερα, καταλήγοντας σε ένα μουσικό, λαϊκίστικο θέαμα.
Επί της ουσίας, το έργο «Δον Ζουάν δεν είναι μόνο μια κωμωδία. Είναι ένα έργο αμφίσημο, μελαγχολικό, πικρόγευστου ειρωνικού χιούμορ, στοχαζόμενο για τη ζωή, τον άνθρωπο με αδυναμίες, πάθη και «πληγές», τον έρωτα, την απιστία, που σχολιάζει την ισχύ της εξουσίας, υπερβαίνοντας τα όρια της κωμωδίας.
Γιατί, ο σοφός ανθρωπολόγος και κοινωνιολόγος Μολιέρος, σατιρίζοντας την αμορφωσιά, τη βλακεία, την κακογουστιά, την ξιπασιά, την επιτήδευση, το ψέμα, την υποκρισία, την ψευτιά, τον συμφεροντολογικό καιροσκοπισμό, τον σνομπισμό, την ψευτοδιανόηση στα σαλόνια της «καλής κοινωνίας» της εποχής, γνώριζε ότι οι άνθρωποι με αδυναμίες βρίσκονται παντού και, επειδή ο Μολιέρος ήταν διδακτικός συγγραφέας, πλέκει έτσι τον μύθο του, ώστε το πάθημα των «ηρώων» του να αποτελεί, εσαεί, «μάθημα» για το κοινό, κάνοντας το έργο του διαχρονικό.
Η παράσταση που περιοδεύει τη χώρα φέτος το καλοκαίρι είναι, εν πολλοίς, μια φορτωμένη κλισέ παραγωγή, σαφώς υπερπλούσια μουσικά, με υψηλότερα μεγέθη έντασης σε αρκετές στιγμές, με ωμό ρεαλισμό, αλλά με καλούς ηθοποιούς που συνδημιουργούν και συλλειτουργούν σε μια ομαδική δουλειά μεν, με εμφανέστατη δε πρόθεση προβολής του πολυτάλαντου πρωταγωνιστή, πιστή στις σκηνοθετικές οδηγίες της Λητώς Τριανταφυλλίδου, η οποία, ίσως πιστεύει ότι η αθυροστομία μπορεί να σε κάνει Λένα Κιτσοπούλου. Αλλά δεν….
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Σκηνοθεσία: Λητώ Τριανταφυλλίδου
Σκηνικά: Δημήτρης Πολυχρονιάδης
Κοστούμια: Ματίνα Μέγκλα
Μουσική: Αλέξανδρος Κούρος
Στίχοι: Πάνος Βλάχος
Κίνηση: Παναγιώτα Καλλιμάνη
Φωτισμοί: Βαλεντίνα Ταμιωλάκη
Βοηθός σκηνοθέτη: Τζέσικα Κουρτέση
Βοηθός σκηνογράφου: Άννα Σάπκα
Βοηθός Μουσικού: Βασίλης Γκορίτσας
Graphic Design: Γκέλυ Καλαμπάκα
Δημόσιες Σχέσεις & Επικοινωνία: Όλγα Παυλάτου
Social Media: Renegade Media
Παραγωγή: Θεατρικές Επιχειρήσεις Τάγαρη
Διανομή:
Πάνος Βλάχος, Κώστας Φιλίππογλου, Παναγιώτης Κατσώλης, Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη
Ειρήνη Μπούνταλη, Μελίνα Βαμπούλα, Τερέζα Καζιτόρη, Κατερίνα Γαλανάκη
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ