ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ
Στις 11 σωζόμενες κωμωδίες του ο Αριστοφάνης σατιρίζει αμείλικτα την πολιτική πραγματικότητα και τις επιλογές των ηγετών της εποχής του. Για την παραγωγή κωμικού αποτελέσματος διακωμωδεί πολιτικά πρόσωπα, χρησιμοποιεί το στοιχείο της έκπληξης, του απρόοπτου, της υπερβολής, βωμολοχία και κοπρολογία, παρωδεί τους τραγικούς ποιητές, κάνει λογοπαίγνια και συνθέτει αστείες λέξεις ,όπως η «Νεφελοκοκκυγία», ενώ δείχνει ελάχιστο σεβασμό σε θεούς και δοξασμένους ήρωες, χωρίς να τιμωρηθεί ποτέ για τον οξύ του λόγο.
Οι «Όρνιθες» διδάχθηκαν το 414 π.Χ. στα Διονύσια και θεωρούνται μέχρι σήμερα αριστούργημα για την τολμηρότητα της φαντασίας και την ανάερη ποιητικότητα των στίχων τους. Η πληρότητα των σκηνών και η σφιχτή αλληλουχία των μερών της κωμωδίας, την καθιστούν διαχρονικό πρότυπο δραματουργικής δημιουργίας.
Το έργο πραγματεύεται τη φυγή δύο ανθρώπων από την τυραννία του κόσμου στο βασίλειο του παραμυθιού. Μετά από ένα κύκλο «πολιτικών» κωμωδιών, όπου ο ποιητής προέτρεπε τους Αθηναίους να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους και να επιδιώξουν την ειρήνη, εδώ ο Αριστοφάνης στράφηκε στην «ουτοπία», στην αντιμετώπιση δηλαδή της πραγματικότητας με μία ελκυστική αλλά ανέφικτη φαντασιακή λύση.
Στην υπόθεση παρακολουθούμε δύο Αθηναίους με τα εύγλωττα ονόματα Πεισθέταιρος («αυτός που αρέσκεται να νουθετεί») και Ευελπίδης («αισιόδοξος»), απηυδισμένους από τη δικομανία που έχει εξαπλωθεί στην Αθήνα, να εγκαταλείπουν την πόλη για να αρχίσουν μία νέα ζωή ως πουλιά, στήνοντας μία καινούργια ανάμεσα στη γη και στον ουρανό, ανάμεσα στους ανθρώπους και στους θεούς, χωρίς αναταραχή και πολυπραγμοσύνη.
Αν και οι συσχετισμοί είναι λιγότερο εμφανείς από παλαιότερες κωμωδίες, οι «Όρνιθες» αποτελούν επίσης σχόλιο για τα αδιέξοδα της εποχής του Αριστοφάνη, αφού σε μία τεταμένη περίοδο για την Αθήνα (Σικελική εκστρατεία), ο ποιητής χρησιμοποιεί το όνομα «Εύελπις» για να δηλώσει τη διάθεση που έκανε τους Αθηναίους να στείλουν πλοία στη Σικελία και το όνομα «Πεισθέταιρος» που απηχεί εκείνο του τύραννου Πεισίστρατου (ο Πεισθέταιρος καταλήγει τύραννος της πολιτείας των νεφών), ενώ παρουσιάζει τους ήρωές του να αναζητούν ένα τόπο «απράγμονα», ακριβώς το αντίθετο δηλαδή από την επεκτατική διάθεση της Αθήνας εκείνη την εποχή.
Στον πρόλογο των Ορνίθων, στο πρωτότυπο κείμενο, παρουσιάζεται η δυσάρεστη κατάσταση που βιώνουν οι πρωταγωνιστές και αποκαλύπτεται, ως ένα βαθμό, το σχέδιό τους να την υπερβούν. Ο Αριστοφάνης τοποθετεί στο εισαγωγικό τμήμα της κωμωδίας του πλήθος πληροφοριών και ταχύτατη εναλλαγή γεγονότων, έτσι ώστε ο θεατής να ξεπεράσει γρήγορα την έκπληξη για τον εξωπραγματικό κόσμο που συνθέτει ο ποιητής με ανθρώπους που θέλουν να γίνουν πουλιά και πουλιά που θέλουν να κυριαρχήσουν τον κόσμο.
Η Πάροδος (είσοδος του Χορού) παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής του έργου. Ξεκινά με το αναπαιστικό κάλεσμα της Αηδόνας, συνεχίζει με την απάντησή της και το κάλεσμα των άλλων πουλιών, δίνοντας την ευκαιρία στην ποιητή να χρησιμοποιήσει σύνθετα μετρικά και μουσικά μέρη με ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Η μονωδία του Τσαλαπετεινού, με την διακριτή διαφοροποίηση των μερών της, είναι το διασημότερο λυρικό κομμάτι της Αρχαίας Κωμωδίας.
Όλα τα παραπάνω στη διασκευασμένη παράσταση των Ορνίθων, απαλείφονται ή μεταφέρονται σε άλλα στάδια ή σε άλλα πρόσωπα. Το έργο εδώ ανοίγουν οι δυο Αθηναίοι, που μπαίνουν στην άδεια ορχήστρα σαν φοβισμένα ανθρωπάκια, σαν ένα δάνειο από τους Μήτσους του Λαζόπουλου, αν δεχτούμε ότι κι εκείνος εμπνεύστηκε από τον Αριστοφάνη. Ο «άει χάσου ανθρωπάκι» Μήτσος φορέθηκε από τον Πεισθέταιρο και από τον Ευελπίδη με επιτυχία, μέχρι να μεταμορφωθούν σε επαναστάτες με αιτία.
Ο Χορός, επανέρχομαι, στην αριστοφανική κωμωδία, άλλοτε υποστηρίζει τον ήρωα και άλλοτε (όπως εδώ) αντιδρά στα σχέδιά του και η αντίδρασή αυτή παίρνει τη μορφή δυναμικής αντιπαράθεσης. Η μεταμόρφωση των ανθρώπων σε πουλιά γίνεται στη διάρκεια της Παράβασης, όπου κατά την ορφική παράδοση, ο Αριστοφάνης προτείνει μία «θεογονία» από την άποψη των πουλιών με ανάπαιστους εξαιρετικής ομορφιάς.
Ακολουθεί η ονομασία της πόλης με το όνομα «Νεφελοκοκκυγία» (Κατοικία των κούκων στα σύννεφα), μία λέξη που εφευρίσκει ο ποιητής ώστε να προκαλέσει θυμηδία.
Το χτίσιμο των διαχωριστικών τειχών ανάμεσα στη Γη και στον Ουρανό προκαλεί την εμφάνιση διαφόρων «παράσιτων», κατά τον Αριστοφάνη, μελών της αθηναϊκής κοινωνίας: ενός ποιητή, ενός κρατικού επόπτη, του Μέτωνα του αστρολόγου και ενός «ψηφισματοπώλη» που αντιμετωπίζονται εχθρικά από τα πουλιά, όπως και η αγγελιοφόρος των θεών, Ίρις.
Τελευταίοι εμφανίζονται οι τρεις αντιπρόσωποι – διαπραγματευτές των θεών: ο Προμηθέας, ο Ηρακλής (φοβερός φαγάς της δωρικής κωμωδίας) κι ένας βάρβαρος θεός των Τριβάλλων, που προκαλεί γέλιο με τα ακατανόητα ελληνικά του, τα οποία ο Ηρακλής μεταφράζει όπως τον συμφέρουν.
Ο Πεισθέταιρος καταφέρνει να τα βγάλει πέρα με όλους, με όπλα τη σάτιρα, την ειρωνεία αλλά και κωμικές απειλές ή χειροδικίες. Ο Δίας υποχρεώνεται να παραχωρήσει τη «Βασιλεία» (την προσωποποίηση της εξουσίας) στον Πεισθέταιρο και η κωμωδία τελειώνει με το θριαμβευτικό φαγοπότι της γαμήλιας ένωσης του ήρωα με την ουράνια θεά.
Η σκηνοθεσία του Άρη Μπινιάρη αξιοποιεί το στοιχείο της τελετουργίας με στόχο να αναδειχθούν οι αλληγορικές προεκτάσεις του αριστοφανικού έργου, ενώ η μουσική και η διαρκής κίνηση τοποθετούν στο επίκεντρο της παράστασης την ανθρώπινη κατάσταση, τη μεταμόρφωση και την αποκατάσταση μιας κοσμικής δικαιοσύνης.
Με τον ανθρώπινο πολιτισμό να έχει φτάσει σε μια οριακή στιγμή, το πέταγμα των πουλιών μοιάζει με μια τελετή μύησης και επανασύνδεσης του ανθρώπου με τον φυσικό κόσμο και με την πρωτόγνωρη δύναμη που προκύπτει από αυτή τη σχέση.
Φορώντας δερμάτινα κράνη – μάσκες ( Δήμητρα Καίσαρη), διακοσμημένα με πολύχρωμα, εντυπωσιακά φτερά, ο σκληρά εκπαιδευμένος Χορός των «Ορνίθων»: Μιχάλης Βαλάσογλου, Θανάσης Ισιδώρου, Τάσος Κορκός, Σοφία Κουλέρα, Αυγουστίνος Κούμουλος, Μαρία Κυρώζη, Κυριάκος Σαλής, Αλεξία Σαπρανίδου, Ειρήνη Τσέλλου – ξεσπούν σε ένα, διονυσιακής υφής πέταγμα, προσπαθώντας να μάθουν στους «εφήμερους θνητούς» στον Πεισθέταιρο – Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο και στον Ευελπίδη – Γιώργο Χρυσοστόμου, ν’ ανοίγουν τα φτερά τους. «Δεν συνηθίζεται εύκολα αυτό, εμείς είμαστε άνθρωποι», λέει με συστολή ο πρώτος, αλλά τελικά θα αποδειχθεί ο πιότερο αποφασισμένος να απαρνηθεί τη φύση του για μιαν άλλη.
Οι δύο ήρωες, συμβολικά αγκαλιάζονται διαρκώς στην εξέλιξη, σαν μια παραίνεση σκηνοθετική προς τους θεατές: «Αυτός ο μικρός πυρήνας των δύο ανθρώπων δείχνει τι σημαίνει το ξεπέρασμα των ορίων μιας συμβατικής ζωής. Κάθε μετακίνηση εκτός κέντρου, κάθε πορεία στο αντίθετο ρεύμα των πραγμάτων επαληθεύει την υπέρβαση τους. Και είναι συγκινητικό που οι δυο τους όχι μόνο επιμένουν σε άλλη εκδοχή ζωής, αλλά συμμαχούν με μια φυσική δύναμη για να τα καταφέρουν.
Απολαυστικοί οι εξαίρετοι Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος και Γιώργος Χρυσοστόμου, οργώνουν τη σκηνή, μοχθούν, καταθέτουν ψύχη και σώμα στην ορχήστρα, ιδρώνουν, απογειώνουν τις δυνάμεις τους και, υποθέτω, συμπληρώνουν την κινησιολογική διδασκαλία με άφθονους αυτοσχεδιασμούς.
Η καλή ηθοποιός Κωνσταντίνα Τάκαλου εμφανίζεται ως ευφραδής ποιήτρια, είναι μια γυναίκα ντελικάτη, φανταχτερή στην κομψότητά της και ενώ απαγγέλει στίχους, έρχεται σε αντιπαράθεση, ως θεά Ίριδα, με τα πουλιά και δηλώνει πως είναι αθάνατη, συνεπώς, δε φοβάται τον θάνατο.
Απολαυστικός και ο Κώστας Κορωναίος ως Έποπας, όπως και ο Μέτων -Ερρίκος Μηλιάρης, ο Στέλιος Ιακωβίδης σαν Χρησμολόγος, αλλά και ο Μάριος Παναγιώτου- Επίτροπος και ο Θανάσης Ισιδώρου- Συκοφάντης. Όλοι τους ερμηνεύουν τους απίθανους τύπους του Αριστοφάνη με απίστευτη ενέργεια, με κέφι και υποκριτική δεινότητα και, βεβαίως, σύμφωνα με τις σκηνοθετικές οδηγίες.
Δεν υπάρχει χορογραφία, αλλά εξουθενωτική κίνηση, που σημαίνει πολλή- πολλή δουλειά και από τα «πουλιά» και από τους πρωταγωνιστές και από τους υπόλοιπους ήρωες. Πραγματικά, είναι αξιοθαύμαστοι όλοι οι ηθοποιοί γι’ αυτή την αδιάκοπη κίνηση, την ταυτόχρονη ομιλία και τη διάταξη που η κάθε σκηνή επιτάσσει.
Στη φρέσκια, αν και «αιρετική» σκηνοθετική ματιά, είναι ευδιάκριτη η πλοκή των «Ορνίθων», που δε στηρίζεται στην αληθοφάνεια ούτε υπακούει στη λογική. Η τάξη ανατρέπεται, οι αξίες που συνέχουν την κοινωνία ευτελίζονται, πρόσωπα και θεσμοί γελοιοποιούνται, θεοί και ήρωες συμμορφώνονται με το γεμάτο γοητευτικό ηδονισμό κωμικό ήθος που, εν τέλει, καθιστά το έργο απόλυτα πρωτότυπο και διαχρονικά άφθαρτο στην ουσιαστική μοναδικότητά του.
Η «ανταρσία» του Άρη Μπινιάρη και της συνεργάτιδάς του Έλενας Τριανταφυλλοπούλου, απέναντι στην καθιερωμένη τότε θεαματικότητα των θεάτρων, με τα πλούσια και σύνθετα σκηνικά, με τα εντυπωσιακά κοστούμια, με τα μεγέθη της σκηνής και το σκηνικό μεγαλείο, αποκρυσταλλώθηκε σε μια αισθητική ασκητική. Η απόρριψη του κειμένου κατά γράμμα και της πεπατημένης του νεοελληνικού θεάτρου και η μοντερνικότητα την οποία εισήγαγε ο Κουν στη σκηνοθεσία αλλά και στην αισθητική αντίληψη των παραστάσεών του, αποτελεί σημαντική πρωτοπορία για το θεατρικό γίγνεσθαι της εποχής, την οποία ασπάζονται και οι συντελεστές αυτής της δράσης.
Ο σκηνοθέτης Άρης Μπινιάρης, βασιζόμενος στη γνωστή μετάφραση του Τάσου Ρούσσου, εντοπίζει πολλές ομοιότητες μεταξύ της κωμωδίας των «Ορνίθων» και της τότε πολιτικής κατάστασης.
Βλέπει, θα έλεγα, στα πρόσωπα του Πεισθέταιρου και του Ευελπίδη τους σύγχρονους πρόσφυγες και δημιουργεί μια παράσταση με πολλές αναφορές στη σημερινή πραγματικότητα, βοηθούντων των σκηνικών ( ένα ξύλινο πατάρι με όρθια αναιμικά δένδρα – παραπομπή σε έμπνευση Τσαρούχη) και των ιδιαίτερων κοστουμιών του Πάρι Μέξη, της κινησιολογίας του Αλέξανδρου Βαρδαξόγλου ( οδηγεί τους ηθοποιούς να φαντάζουν ως υπερβατικά όντα), των φωτισμών του Βαγγέλη Μούντριχα και της εξαιρετικής μουσικής σύνθεσης του Αλέξανδρου Δράκου -Κτιστάκη, που κινείται μεταξύ φυσικού και αρχέγονου.
Είναι μια ξεχωριστή και δυνατή μουσική, που θυμίζει έντονα κινηματογραφικά θέματα «Space», κάτι από εκείνα τα διάσημα του Τζον Γουίλιαμς, ας πούμε, θέματα που έχουν διεισδύσει τόσο άμεσα στην κοινωνική συνείδηση και άφησαν ανάλογο ακουστικό αποτύπωμα.
Οπότε, δομήθηκε ένα μουσικό έργο που υπηρετεί και συνυπάρχει με το κείμενο και την παράσταση, που υποστηρίζει τον ρυθμό και τον παλμό της σκηνής και, άλλοτε υπογραμμίζει τα συναισθήματα, άλλοτε πηγαίνει ενάντια σ΄ αυτά.
Ο ενδυματολόγος και σκηνογράφος Πάρις Μέξης εργάστηκε σε δύο συνιστώσες: Συμπύκνωσε το ρεαλιστικό στιλ των Ορνίθων σε εντυπωσιακά φτερωτά κράνη και μάσκες και διακόσμησε τα κοστούμια του Χορού με μια πλουμιστή εκδοχή φτερών: Τύπωσε υδατογραφίες από πούπουλα πάνω σε λευκά κοστούμια, αφήνοντας γυμνά τα πόδια, όπως είναι και τα πόδια των πουλιών.
Συμπερασματικά, οι δυο συνεργάτες Μπινιάρης και Τριανταφυλλοπούλου τόλμησαν μια καινοτόμα διασκευή, βασίστηκαν μεν στο ιστορικό δεδομένο πως ο Αριστοφάνης είχε ασπαστεί τον Ορφισμό, κι έφεραν στο κείμενο αποσπάσματα των διασωσμένων ορφικών ύμνων (της νύχτας, του ονείρου, του ουρανού) τονώνοντας την εγγενή ποιητική αριστοφανική διάθεση και αναδεικνύοντας τη διάσταση της τελετουργίας, μέσα από τη εξύμνηση της φύσης.
Σταθεροί στην ποιητική διάσταση του αρχέτυπου, πρόσθεσαν στη μετάφραση του Τάσου Ρούσσου και ποιήματα του Νερούδα και άλλων, τοποθετώντας το κείμενο πλάι σε ένα σύγχρονο βίωμα που, επίσης, φωνάζει για μια ριζική τομή: Ο δυτικός τρόπος ζωής και ο καπιταλισμός έχουν αποτύχει πανηγυρικά και η εμπειρία του κόσμου, όπως τον ξέρουμε, εξαντλείται. «Ποια, λοιπόν, μπορεί να είναι η συνέχεια; Η επανασύνδεση με τη Φύση ή , όπως γράφουν στο κείμενο τους , «το φτερωτό όνειρο να φωτίσει το σκοτάδι της νύχτας»;
Πρόκειται, εν κατακλείδι, για μια θεατροποιημένη κραυγή αγωνίας για την καταρράκωση της φύσης, των ονείρων και της αξιοπρέπειας νέων ανθρώπων. Γιατί όχι, για ένα δριμύ «κατηγορώ» για την κατάντια του οικολογικού μας συστήματος, για την καλλιέργεια της κουλτούρας της αρπαχτής, της λαμογιάς, του ρατσισμού. Άρα, είναι μια φρέσκια πρόταση – παράσταση, που επιχειρεί να θέσει ερωτήματα για το τι αναζητούμε ως κοινωνία και το τι ανεχόμαστε. Που θέτει ερωτήματα σε σχέση με την καταστροφή της φύσης, την πατριαρχία, τα στερεότυπα και την πολεμοχαρή πολιτική τιτλούχων της όποιας εξουσίας.
Συντελεστές
Μετάφραση: Τάσος Ρούσσος
Σκηνοθεσία: Άρης Μπινιάρης
Δραματουργική επεξεργασία- Διασκευή: Έλενα Τριανταφυλλοπούλου- Άρης Μπινιάρης
Σκηνικά- Κοστούμια: Πάρις Μέξης
Μουσική σύνθεση: Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης
Κινησιολογία: Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου
Σχεδιασμός φωτισμών: Βαγγέλης Μούντριχας
Μάσκες Χορού: Δήμητρα Καίσαρη
Ά βοηθός σκηνοθέτη: Νεφέλη Παπαναστασοπούλου
Β βοηθός σκηνοθέτη: Βαγγέλης Πρασσάς
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Αλέγια Παπαγεωργίου
Επικοινωνία & Γραφείο Τύπου: Μαρία Τσολάκη
Διαφήμιση-social media: Renegade Media
Παραγωγή: Τεχνηχώρος Θεατρικές Παραγωγές
Φωτογραφίες promo: Μαρίζα Καψαμπέλη
3D graphics: Εριφύλη Δουκέλη
Video promo: Θωμάς Παλυβός
Παίζουν:
Πεισθέταιρος: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος
Ευελπίδης: Γιώργος Χρυσοστόμου
Έποπας: Κώστας Κορωναίος
Χρησμολόγος- Προμηθέας: Στέλιος Ιακωβίδης
Ποιήτρια- Ίρις: Κωνσταντίνα Τάκαλου
Μέτων- Ηρακλής: Ερρίκος Μηλιάρης
Επίτροπος- Ποσειδώνας: Μάριος Παναγιώτου
Συκοφάντης: Θανάσης Ισιδώρου
Χορός: Μιχάλης Βαλάσογλου, Θανάσης Ισιδώρου, Τάσος Κορκός, Σοφία Κουλέρα, Αυγουστίνος Κούμουλος, Μαρία Κυρώζη, Κυριάκος Σαλής, Αλεξία Σαπρανίδου, Ειρήνη Τσέλλου
~ Σε συμπαραγωγή με το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου ~
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ