Παρασκευή, 27 Δεκεμβρίου, 2024
Παρασκευή, 27 Δεκεμβρίου, 2024
Περισσότερα

    «Λυσσασμένη γάτα» του Τενεσί Ουίλιαμς στο «Βασιλικό Θέατρο» από το Κ.Θ.Β.Ε.

    Ημέρα:

    spot_img
    spot_img
    spot_img
    spot_img
    spot_img

    Κριτική από τον Παύλο Λεμοντζή

    «Αλλά βέβαια, εγώ δεν έχω τη γοητεία του ηττημένου, εγώ έχω ακόμα κουράγιο ν’ αγωνίζομαι και είμαι αποφασισμένη να νικήσω… Αν και δεν ξέρω τι είδους νίκη μπορεί να πετύχει μια λυσσασμένη γάτα πάνω σε καυτή, τσίγκινη στέγη ─ μόνο να προσπαθήσει να κρατηθεί εκεί πάνω για όσο αντέχει…»

    Το θεατρικό του Τενεσί Γουίλιαμς έκανε πρεμιέρα στο Μπρόντγουεϊ στις 24 Μαρτίου του 1955  με τον Μπεν Γκαζάρα στον ρόλο του Μπρικ και την Μπάρμπαρα Μπελ Γκέντες στον ρόλο της Μάγκι, σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν. Ο Τενεσί Ουίλιαμς έλαβε για το έργο αυτό βραβείο Πούλιτζερ, ενώ το 1958 μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη με τον Πωλ Νιούμαν και την Ελίζαμπεθ Τέιλορ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.  Η ταινία έλαβε 6 υποψηφιότητες για βραβείο Όσκαρ, μεταξύ των οποίων  και για  Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, χωρίς όμως να κερδίσει κάποιο.

    Υπόθεση

    Σε μια πλούσια αγροικία η οικογένεια Πόλιτ συγκεντρώνεται για τα 65α γενέθλια του Big Daddy, ο οποίος αγνοεί ότι είναι βαριά άρρωστος. Κατά τη διάρκεια των εορτασμών, μια σειρά γεγονότων φέρνει στο φως το γιατί ο μικρός γιος, ο Μπρικ, δεν κάνει παιδιά με την πανέμορφη σύζυγό του, Μάγκι, και έχει επιλέξει για μόνιμη συντροφιά του το ποτό. Ο μεγάλος γιος,  ο Γκούπερ, ετοιμάζεται να γίνει για έκτη φορά πατέρας και ζητά το μερίδιο της κληρονομιάς που θεωρεί ότι του αναλογεί. Οι ενδοοικογενειακές διαμάχες και –κυρίως – η σύγκρουση του Μπιγκ Ντάντι με τον Μπρικ θα αλλάξει τις ζωές όλων.

    Η Μάγκι. Ο Μπρικ. Ο Big Daddy. Τρία πρόσωπα, τρεις ρόλοι γραμμένοι από τον Τενεσί Ουίλιαμς, συνθέτουν ένα διαφορετικό τρίγωνο, οικογενειακό και ερωτικό, το τρίγωνο της «Λυσσασμένης γάτας». Το αιώνιο παιχνίδι του έρωτα και του θανάτου, της απελπισίας και της ελπίδας, της γονιμότητα

    Και της στειρότητας, της φιλίας και της οικογένειας.

     Ανάγνωση

    Μέσα από τη «Λυσσασμένη Γάτα» ο Τενεσί Ουίλιαμς τοποθετεί τον  θεατή να παρακολουθήσει  στενά, για ακόμα μια φορά, την πολυεπίπεδη πτώση της παραδοσιακής οικογένειας του Νότου, που πάντα ήταν ο συντηρητικός πυλώνας  της αμερικανικής κοινωνίας.

    Είναι ένα έργο όπου πιστεύουμε κάθε λέξη που δεν εκφέρεται, κάθε συναίσθημα που δεν εκδηλώνεται, κάθε αδυναμία που δεν ομολογείται. Οι δύο κύριοι χαρακτήρες του, εκρηκτικοί μέσα στα αδιέξοδά τους, είναι διατεθειμένοι να συγκρουστούν έως τη συντριβή και την κατάρρευση. Έχουμε να κάνουμε εδώ με μια έγγαμη ερωτική σχέση που θυμίζει περισσότερο εναγκαλισμό θανάτου, παρά προσπάθεια συμβίωσης.

    Η διεκδικητική Μάγκι προσπαθεί να αναστήσει πεθαμένα αισθήματα στον παραιτημένο Μπρικ που, μετά τον βιολογικό τραυματισμό του σε κάποιο γήπεδο, αποσύρεται στο δωμάτιό του και καταφεύγει στο ποτό.

    Στην Αμερική της δεκαετίας του’50, όταν η διαφύλαξη της εθνικής ταυτότητας καθίσταται ζήτημα υψίστης προτεραιότητας, όταν οτιδήποτε εναλλακτικό θεωρείται αυτομάτως απειλή προς τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, όταν οι κομμουνιστές και οι ομοφυλόφιλοι μετατρέπονται σε αποδιοπομπαίους τράγους και συλλαμβάνονται, ενώ το κράτος καλεί τους πολίτες να καταδώσουν φίλους και συνεργάτες, οι ήρωες του Ουίλιαμς φτιάχνουν τους δικούς τους γυάλινους κόσμους, προκειμένου να  επιβιώσουν, να βρουν ένα ασφαλές μέρος για να ανασάνουν ελεύθερα.

    Η παράσταση

    Αν η υπογραφή δεν ήταν του Σύλλα Τζουμέρκα αλλά ενός συγχρόνου αλά Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, θα μιλούσαμε για μια «πολύ λυσσασμένη γάτα», εφόσον ξέρουμε ότι ο Γερμανός σκηνοθέτης δεν αρέσκετο  σε ημίμετρα, με το γυμνό.

     Ωστόσο, ο  διακεκριμένος  κινηματογραφιστής με πολλά βραβεία στο ενεργητικό του  και καλός ηθοποιός Σύλλας Τζουμέρκας, επιχειρεί για πρώτη φορά στην καριέρα του να σκηνοθετήσει μόνος του  ένα θεατρικό έργο και, μάλιστα,  υπαρξιακό δράμα του Τενεσί Γουίλιαμς. Την «Λυσσασμένη Γάτα».

    Ακολουθεί  με  κινηματογραφική  γραφή  έναν ρεαλιστικό  δρόμο, σε μια σύγχρονη προσέγγιση του κειμένου και σε δίκη του μετάφραση και επιθυμεί ( υποθέτω) να  αποκαλύψει με ακρίβεια όλα τα στοιχεία του, οπτικά και νοητά.

    Έτσι, παρουσιάζει την κοινωνιολογική, την ψυχολογική και τη συμβολική όψη του έργου, με κινηματογραφικό ύφος, ας πούμε κόμικς, δηλαδή μια  αφήγηση ως μια αλληλουχία εικόνων και ήχων, που ερμηνεύονται από τον θεατή ως μια «ιστορία» με συγκεκριμένη πλοκή, εξέλιξη και κατάληξη. Επομένως, ταυτίζεται με τις απαιτήσεις του συγγραφέα, έστω με αισθητική νομάδων, με στιλ παλιομοδίτικο που βρίσκει κανείς στα καταστήματα  «ό,τι πάρεις 4 ευρώ».  Άκομψο εγχείρημα, αλλά άποψη, θα πείτε.

    Οπωσδήποτε,  μελέτησε ότι  οι πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ μας  συνθέτουν ένα δίχτυ, όπου, μαζί με τα πολλά θετικά μας στοιχεία, κουβαλάμε και ένα μεγάλο βάρος από οδυνηρά βιώματα, ασυνείδητες εμπάθειες, αναίτιες προκαταλήψεις, κληροδοτημένα μίση ή καταναγκαστικές προτιμήσεις, που στοιχειώνουν τον αγώνα μας για ολοκλήρωση και ευτυχία.

    Το δυναμικό του ανθρώπινου όντος, όπως και εκείνο των κοινωνικών του ιστών, είναι στην πραγματικότητα ανεξάντλητο, παραμένει όμως ανεκμετάλλευτο εξαιτίας της τάσης του να καθηλώνει τον εαυτό του στην πιο μέτρια εκδοχή του. Η απάντηση σ’ αυτή την πρόκληση, το πέρασμα από το ψεύτικα ατομικό στο αληθινά συλλογικό, είναι να γνωρίσουμε σε βάθος τον εαυτό μας και να απελευθερώσουμε την κρυμμένη του δημιουργικότητα, επιτρέποντάς της να ανθίσει. Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους μοίρασε τους κεντρικούς ήρωες σε διαφορετικά πρόσωπα κι έτσι  αγκάλιασε όλες τις συνιστώσες του ψυχολογικού, εσωτερικού κόσμου μας.

    Πιστεύω, ότι ο σκηνοθέτης μέσα από τη κινηματογραφική του  γραφή , δίνει  περισσότερη σημασία στην καταλυτική μορφή της όλης σύνθεσης, τον πατέρα ( εξαιρετικός ο Βασίλης Σπυρόπουλος) , επειδή γνωρίζει  – ύστερα από τόσα ταξίδια στα διεθνή Φεστιβάλ – ότι στην εποχή της ταχύτητας και των αλλαγών, σε όλα τα επίπεδα που διανύουμε  σήμερα, ο συναισθηματικός κόσμος υποχωρεί μπροστά στο αλόγιστο κυνήγι της επιτυχίας. Αλλά το άγγιγμα της ψυχής, γυμνής, μοναχικής, κρυμμένης  πίσω από ένα κοινωνικό προσωπείο, ενδιαφέρει τον καθένα, πάντα θα ενδιαφέρει τον καθένα.

    Οπότε, ο  μη αποστασιοποιημένος θεατής από τη δράση, αυτός  που διαπερνά βήμα το βήμα το κείμενο  και δε χάνεται στους φρενήρεις ρυθμούς της παράστασης, ενίοτε περιττούς, αντιλαμβάνεται ότι τ’ αστέρια τα μετρά με τα μάτια της ψυχής  σε μια υπέρβασή του  να ξεπεράσει τον φόβο της μοναξιάς, τον χρόνο που τρέχει χωρίς έλεος , ενώ αυτός, εμείς, απεγνωσμένα προσπαθούμε ν’ αφήσουμε το στίγμα ότι δεν ήρθαμε να δούμε και να φύγουμε, αλλά αγαπήσαμε και μπορέσαμε να αγαπηθούμε.

    Έργο χαρακτήρων η «Λυσσασμένη Γάτα», ηρώων που ξεδιπλώνουν μυστικά και ψέματα και περνάνε από την υποκρισία στην αλήθεια.

    Στη σκηνή του «Βασιλικού Θεάτρου» συντελείται – κατά τον σκηνοθέτη –   μια κάθαρση ψυχής. Με παράδοξο, θορυβώδη  τρόπο, σαν χολιγουντιανή  b – movie.  Θα θέλαμε οι θεατές να  περνά  η αποδοχή  της πικρής αλήθειας, αυτή που   συνταράσσει τους ήρωες, τους  κάνει να βιάζονται να εκφραστούν και τελικά τους λυτρώνει,  να τους μετατρέπει από μέλη αγέλης ψεύτικων συμβάσεων, σε κανονικούς ανθρώπους, αλλά  δεν το ήθελε ο  κ. Σύλλας Τζουμέρκας. Κι έτσι, παραμένουν ένας ακαθόριστος εσμός , δίχως διαύγεια. Θα θέλαμε να δούμε   πώς αρχίζουν οι ήρωες δειλά- δειλά να νοιάζονται, να αγαπιούνται και να το δείχνουν, τιμώντας  έτσι τη ζωή με τον σεβασμό στην κάθε στιγμή της,  όμως, όχι μόνο δεν το είδαμε, αλλά μερικοί στην αίθουσα μήτε ν’ ακούσουν θέλανε. Προτιμούσαν, μάλλον,  το θολό, άγευστο απόσταγμα, έχοντας στον  νου ν’ αγοράσουν ένα μπουκάλι νερό στην έξοδο, ως  καθαρτήριο  «δια ταύτα».

    Οι ερμηνείες των ηθοποιών του κρατικού φορέα του Βορρά  αξιοπρόσεχτες  αναμφίβολα. Βέβαια, κατάντησε κλισέ   η σκηνοθετική άποψη να μοιράζονται  οι ρόλοι  σε πολλά στόματα και σώματα.

     Οι ηθοποιοί του Κ.Θ.Β.Ε. , έμπειροι και πειθαρχημένοι εργάτες του θεάτρου, ακολουθούν πάντα τις σκηνοθετικές οδηγίες. Οι: Βασίλης Σπυρόπουλος, Γιάννης Καραμφίλης και  Βασίλης Μπεσίρης, στον ρόλο του πατέρα, με σκηνική άνεση δίνουν τη λεπτομέρεια, ακροβατούν  στις αποχρώσεις, αλλά δεν  τιθασεύουν την υπερβολή,  επειδή δε θέλησε ο σκηνοθέτης να  τη μετατρέψουν   σε φυσικότητα.

     Εγώ, πάλι, δέχομαι ότι αυτοί οι  καλοί ερμηνευτές   πλάθουν με την ικανότητά τους  χαρακτήρες, με τις αδυναμίες, τα πάθη, τις εξάρσεις τους, κινούμενοι με ερμηνευτική δεινότητα  στην κόψη του ασυνειδήτου και της συνείδησης, του αποδεκτού και του αποφευκτέου, της δίψας για τη ζωή και της τελικής αποδοχής του θανάτου, έτσι όπως το θέλει ο Τενεσί Ουίλιαμς κι όχι ο σκηνοθέτης.

     Η Λίλα Βλαχοπούλου, η Λουκία Βασιλείου, η  Άννα Κόπακα  και η Λίλιαν Παλάντζα, σημαντικές μονάδες αλλά και εκπαιδευμένο ανσάμπλ της Μάγκι, αναδεικνύουν την «επιθετική άμυνα» της γυναίκας που στερείται τον   έρωτα και  τη χαρά της μητρότητας, ενώ παλεύουν με τον τραυματικό και αλκοολικό ψυχισμό του συζύγου, αλλά και με τους ενδοοικογενειακούς ανταγωνισμούς για τη διαχείριση της περιουσίας του ετοιμοθάνατου πεθερού.

     Ο Γιώργος Παπαδάκος και ο Δημήτρης Κολοβός, υποδύονται, σύμφωνα με τις σκηνοθετικές  οδηγίες, τον Μπρικ, τον  αλκοολικό, δύσπιστο, μελαγχολικό, μα πληγωμένο Μπρικ από τον θάνατο του αγαπημένου του φίλου, όμως αμέτοχο στον ενδοοικογενειακό ανταγωνισμό. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι στον Μπρικ ο Τενεσί βλέπει τον ίδιο τον εαυτό του. Ποτό, λανθάνουσα ομοφυλοφιλική τάση, εύνοια από τον πατέρα, αδιαφορία για τη γυναίκα του.

    Αντίποδας του Μπρικ η κυνική αρπακτικότητα του Γκούπερ, τον οποίο υποδύεται ο πολύ καλός Ορέστης Παλιαδέλης, ενώ η Μελίνα Αποστολίδου υποστηρίζει καίρια μια Αμερικάνα μεγαλοαστή σύζυγο- μητέρα, αλλά και μεγαλοκληρονόμο.

    Αρμόζουσες είναι και οι ερμηνείες της Βάσιας  Μπακάκου, ως συμφεροντολόγα και διεστραμμένη Μέι και Σούζι  ΜακΦίτερς.

    Όλη η δράση του έργου συμπυκνώνεται στο σπίτι – καλύβα  ενός  καλλιεργητού βαμβακιού που σχεδίασε κατά παραγγελία σκηνοθέτη,  η Πηνελόπη Βαλτή. Εκεί και οι συζητήσεις των ηρώων (κοστούμια,  άνευ σημασίας  στη δράση,  της Μάρλι Αλειφέρη), ασυμφιλίωτοι όλοι τους  με την αλήθεια της ζωής.

    Οι θεατές στο φινάλε  χειροκροτούν  την  ανατρεπτική εκδοχή του έργου, τις  ερμηνείες των ηθοποιών  και το  ανέμπνευστο – ομολογουμένως – τοπίο, που δημιουργούν  τα σκηνικά, τα κοστούμια, και οι φωτισμοί της παράστασης  των  Ελίζας Αλεξανδροπούλου και Δήμητρας  Αλουτζανίδου.

    Ευχάριστη μουσική έκπληξη  η ερμηνεία της Πόπης Τυπάλδου (από το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του ΑΠΘ) στο πιάνο.

    Επίλογος

    Το 1955 ο Τενεσί Ουίλιαμς γράφει τη Λυσσασμένη Γάτα, ένα θεατρικό έργο που σχολιάζει την υποκρισία στις διαπροσωπικές σχέσεις εντός μιας οικογένειας. Εδώ ο γάμος αποτελεί κοινωνική και μόνο υποχρέωση. Οι άνθρωποι φοράνε προσωπεία για να δείχνουν ότι τάχα αγαπούν, ότι ενδιαφέρονται -προσωπεία τόσο ρεαλιστικά και μόνιμα που έχουν ξεχάσει ότι είναι απλά μάσκες. Ο έρωτας αποτελεί εργοστάσιο παραγωγής απογόνων και μόνο, ουδείς απολαυστικότερος χαρακτήρας του αναγνωρίζεται. Ταυτόχρονα, όποια άλλη ατομική προτίμηση δεν αντιπροσωπεύει το κοινωνικό σύνολο, οφείλει να αυτοκτονήσει.

    Συντελεστές

    Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Σύλλας Τζουμέρκας, Σκηνικά: Πηνελόπη  Βαλτή, Κοστούμια: Μάρλι Αλειφέρη, Φωτισμοί: Ελίζα Αλεξανδροπούλου & Δήμητρα Αλουτζανίδου, Επιμέλεια κίνησης & Βοηθός σκηνοθέτη: Σοφία Παπανικάνδρου, Βοηθός σκηνογράφου: Νιόβη Μπολιάκη, Βοηθός ενδυματολόγου: Δανάη Πανά, Μουσική διδασκαλία: Χρύσα Τουμανίδου, Οργάνωση παραγωγής: Αθανασία Ανδρώνη

    * Βοηθοί σκηνογράφου και ενδυματολόγου, στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης, Ασημίνα Πλουμή και Μελίνα Καμάρα.


    Διανομή:
    Μελίνα Αποστολίδου: Μητέρα
    Λουκία Βασιλείου: Μάγκι 2
    Λίλα Βλαχοπούλου: Μάγκι 3 / Μέι 2
    Γιάννης Καραμφίλης: Αιδεσιμότατος Τούκερ 1 / Πατέρας 2
    Δημήτρης Κολοβός: Μπρικ 2 / Γέρος εργάτης
    Άννα Κόπακα: Μάγκι 1
    Βάσια Μπακάκου: Μέι 1 / ΣούζιΜακΦίτερς
    Βασίλης Μπεσίρης: Poolboy / Σκίπερ / Γιατρός Μπο / Αιδεσιμότατος Τούκερ 2 / Πατέρας 3
    Λίλιαν Παλάντζα: Μάγκι 4 / Σούκι
    Ορέστης Παλιαδέλης: Γκούπερ
    Γιώργος Παπαδάκος: Μπρικ 1
    Βασίλης Σπυρόπουλος: Πατέρας 1
    Παιδιά: Γαλάτεια Αγγέλη, Δημήτρης Καυκάς, Γιώργος Κωνσταντινίδης, Στέλλα Παπανικολάου

    * Η παράσταση είναι κατάλληλη για άτομα άνω των 16 ετών.

    ΠΑΥΛΟΣ  ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

    spot_img
    spot_img
    spot_img
    spot_img
    spot_img
    spot_img
    spot_img
    spot_img
    spot_img
    spot_img

    ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΘΕΜΑΤΑ

    ΕΚΑΒ: Το 2024 φεύγει, το πρόβλημα της έλλειψης προσωπικού παραμένει

    Κώστας Τσιτσιλικάκης: Χρειαζόμαστε τουλάχιστον 10 άτομα για να πούμε...

    O Αναπτυξιακός Οργανισμός θα πιάσει δουλειά το 2025

    Κωστής Σιμιτσής: Είμαστε αισιόδοξοι ότι μπορούμε να βοηθήσουμε τον...

    Κάτω τα χέρια από τον (δικό μας) Τζέιμς Μποντ

    Γράφει ο Ανδρέας Χριστόπουλος Τα Χριστούγεννα είναι μια πανέμορφη εορταστική...

    Μ. Λαζαρίδης: Επαναφέρουμε την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης

    «Ο προϋπολογισμός του 2025 είναι το αποτύπωμα της συνέπειας...

    Εόρτιο μήνυμα του Σεβ. Μητροπολίτου ΦΝΘ Στεφάνου

    Μέσα στο χάσμα της ασωτίας που ζούμε ας αγωνισθούμε...

    Κώστας Μανίτσας: Ήταν μια δύσκολη χρονιά για την ΔΕΥΑΘ, αλλά τα καταφέραμε

    «Η χρονιά που φεύγει ήταν πολύ δύσκολη για τη...

    Τα Ονομαστήρια του Σεβ. Μητροπολίτου ΦΝΘ Κ. Στεφάνου

    O Σεβ. Μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ. Στέφα­νος...

    Με επιτυχία πραγματοποιήθηκε το διήμερο Νομικής πληροφόρησης στο Ε.Υ.Κ. Ν. Καβάλας

    Με επιτυχία πραγματοποιήθηκε το διήμερο Νομικής πληροφόρησης του Εργατοϋπαλληλικού...