«Μαύρη μέρα», χαρακτηρίζει η πρόεδρος της Ένωσης Καταναλωτών Καβάλας, Κατερίνα Γεροστεργίου, την 1η Ιουνίου, καθώς οι πλειστηριασμοί και η αύξηση του Φ.Π.Α., φέρνουν τους καταναλωτές κυριολεκτικά στα όριά τους.
«Από 1ης Ιουνίου ξεκινούν οι πλειστηριασμοί και θα βγαίνει στο σφυρί ακόμη και η πρώτη κατοικία. Προστατεύονται μόνο όσοι έχουν προσφύγει στο «νόμο Κατσέλη» κι όσοι έχουν οφειλές μέχρι 20.000 ευρώ από καταναλωτικά δάνεια και κάρτες. Όλοι οι άλλοι είναι απροστάτευτοι», τόνισε χαρακτηριστικά με δηλώσεις που έκανε στον «Ενήμερο» η κ. Γεροστεργίου.
«Θα δούμε να εξελίσσονται πολύ άσχημες καταστάσεις…»
«Πρόκειται για ένα σοβαρό πρόβλημα. Αφορά αρκετό κόσμο και στην Καβάλα. Από την εικόνα που έχουμε σε ό,τι αφορά τα «κόκκινα» δάνεια, υπάρχει μεγάλος αριθμός συμπολιτών μας, που μας ζητούν πληροφορίες, καθώς δεν μπορούν να ενταχθούν στον «νόμο Κατσέλη», όσοι έχουν εμπορική ιδιότητα. Δεν μπορούν εξ αντικειμένου να ενταχθούν και να προστατέψουν την πρώτη κατοικία. Δεν είναι όμως μόνο οι πλειστηριασμοί από τις τράπεζες, αλλά και το δημόσιο, την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία. Ειδικά οι έμποροι έχουν σοβαρό πρόβλημα. Θα δούμε να εξελίσσονται πολύ άσχημες καταστάσεις. Η 1η Ιουνίου είναι μια «μαύρη μέρα», καθώς έχουμε δυο αρνητικά γεγονότα, την αύξηση του Φ.Π.Α., που είναι ας πούμε το μικρότερο κακό, και βέβαια το σημαντικότερο, τους πλειστηριασμούς», επισήμανε σχετικά η πρόεδρος της ΕΝ.Κ.ΚΑ.
«Οι καταναλωτές δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν ακόμη και για την αγορά των βασικών καταναλωτικών αγαθών»
Αναφορικά με την αύξηση του Φ.Π.Α. στο 24%, η Κατερίνα Γεροστεργίου, υπογράμμισε: «Είναι μια ακόμη δύσκολη κατάσταση για τους καταναλωτές, οι οποίοι ήδη με τον προηγούμενο Φ.Π.Α. που ήταν αυξημένος, δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν ακόμη και για την αγορά των βασικών καταναλωτικών αγαθών. Η αύξηση του Φ.Π.Α. σημαίνει μια μεγαλύτερη δυσκολία στην ανταπόκριση να ικανοποιήσουν τις βασικές τους ανάγκες, που θα οδηγήσει σε καταναλωτική αδυναμία με συνέπεια τη βύθιση σε ακόμη μεγαλύτερη ύφεση. Ο καταναλωτής έχει ξεπεράσει την ικανοποίηση των δευτερευουσών καταναλωτικών αναγκών και έχει επικεντρωθεί στις βασικές, που όμως δεν μπορεί πια να τις καλύψει, αφού τα εισοδήματα συρρικνώνονται συνεχώς και από την άλλη αυξάνονται οι τιμές στα αγαθά. Άρα, υπάρχει μια δυσαρμονία που είναι σε βάρος της καταναλωτικής δύναμης. Ακόμη και μια μικρή αύξηση στις τιμές των προϊόντων είναι ικανή για να φανεί περισσότερο η αδυναμία του να αγοράζει κανείς προϊόντα. Ήδη έχει χαθεί πάνω από το 50% των εισοδημάτων του καταναλωτή και οι νέες αυξήσεις θα φέρουν μεγαλύτερη συρρίκνωση στο εισόδημα του».