Πρόλογος
Ο νομπελίστας συγγραφέας Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ έγραψε το μυθιστόρημα «Εχθροί, μια ερωτική ιστορία» το 1966 στα Γίντις. Μέσα από τον σκοτεινό κόσμο των ηρώων του αναδύονται ο ερωτισμός, το μαύρο χιούμορ και η βαθιά υπαρξιακή ειρωνεία, έτσι όπως το γέλιο συνοδεύει τη δυστυχία, όταν η συνείδηση παύει να επαναπαύεται σε καθησυχαστικές αφηγήσεις. Στη θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος από τον Roy Chen, ο χαρακτήρας του Χέρμαν καλείται να επιβιώσει και να ισορροπήσει μεταξύ ενοχής και απόλαυσης, μη μπορώντας να πάρει μια απόφαση για τη ζωή του.
Το “Εχθροί, μια ερωτική ιστορία”, το πρώτο έργο του νομπελίστα Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ που τοποθετείται στην Αμερική, είναι ένα αναπάντεχο και συγκινητικό μυθιστόρημα.
Το 1989 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Πολ Μαζούρσκι, με μουσική του Μωρίς Ζαρ και πρωταγωνιστές τους Ρον Σίλβερ (Χέρμαν), Αντζέλικα Χιούστον (Ταμάρα), Λένα Όλιν (Μάσα) και Μαργκαρετ Σοφί Στέιν (Γιάντβιγκα). Η ταινία είχε τρεις υποψηφιότητες για τα ΄Οσκαρ (σεναρίου, Anjelica Huston και Lena Olin).
Υπόθεση
Ο Χέρμαν Μπρόντερ ζει με την Πολωνή χωριάτισσα νυν γυναίκα του, Γιάντβιγκα, στη Νέα Υόρκη. Η Γιάντβιγκα δε μιλά Αγγλικά και είναι η πρώην υπηρέτριά του στην Πολωνία, η οποία τον είχε κρύψει για τρία χρόνια στην σοφίτα της, ώστε να αποφύγει το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Στην Αμερική είναι ευτυχισμένη που έχει διαμέρισμα κι έναν άντρα να φροντίζει. Είναι Ρωμαιοκαθολική , αλλά για χάρη του θα γινότανε Εβραία.
Ο Χέρμαν γράφει κείμενα- κηρύγματα για έναν ραβίνο και αμείβεται καλά για αυτά. Στη γυναίκα του λέει πως είναι πλασιέ βιβλίων, για να μπορεί συχνά να φεύγει από το σπίτι και να διανυκτερεύει με την ερωμένη του, Μάσα, και την μητέρα της. Η Μάσα είναι μια πανέμορφη, νευρωτική γυναίκα, που πέρασε κι αυτή από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, μια γυναίκα που μπορεί να μιλά ταυτοχρόνως στα Γίντις, στα Αγγλικά, στα Πολωνικά, στα Ρωσικά. Καπνίζει αρειμανίως και κοιμάται ελάχιστα.
Όταν στο προσκήνιο εμφανίζεται και η Ταμάρα, η πρώτη σύζυγος του Χέρμαν στην Πολωνία, που κατά τη διάρκεια του Πολέμου του είπαν πως είδαν να σκοτώνεται μαζί με τα δυο παιδιά τους, ο Χέρμαν νιώθει πως θέλει να κρατήσει και αυτή. Βρίσκεται ξαφνικά δίγαμος, αλλά η Μάσα τον εκβιάζει και τελικά γίνεται πολύγαμος.
Το χιούμορ εναλλάσσεται με την πίκρα, οι φρικτές αναμνήσεις από το Ολοκαύτωμα με τις περιπέτειες του Χέρμαν, που τανύζεται σαν λάστιχο ανάμεσα στις τρεις γυναίκες, όμως δεν μπορεί στην ουσία να παρατήσει καμιά, γιατί με τον τρόπο του τις αγαπά και τις τρεις και νιώθει πως τους χρωστάει.
Η αφήγηση είναι σπαρταριστή, παλλόμενη, δίνει ανάγλυφα μια ολόκληρη κοινωνία, σε κάνει κάποτε να μελαγχολείς κι άλλοτε να γελάς με την ίδια συχνότητα.
«Τις θέλω και τις τρεις, αυτή είναι η αναίσχυντη αλήθεια», παραδέχτηκε μέσα του. Η Ταμάρα είχε γίνει πιο όμορφη, πιο ήρεμη, πιο ενδιαφέρουσα. Η κόλαση που είχε περάσει ήταν χειρότερη ακόμη κι απ’ της Μάσα. Αν τη χώριζε θα ήταν σα να την εξωθεί να πάει με άλλους άντρες.
Το τέλος δεν είναι λυτρωτικό. Πώς θα μπορούσε να είναι, όταν μιλάμε για τόσο ανερμάτιστους ανθρώπους, που απατούν τους εαυτούς τους περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον για να μπορέσουν να επιβιώσουν κι όταν σπάνε οι αυταπάτες, δεν μένει πλέον τίποτα.
Ανάγνωση
Γεμάτη δυστυχία, απώλεια, μελόδραμα και σκοτεινό χιούμορ, αυτή η «οργανική» ιστορία ηθικής, διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο συγγραφέας στο βιβλίο του επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία ενός ανθρώπου που επιβίωσε από το Ολοκαύτωμα και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ζει στη Νέα Υόρκη, παντρεμένος με μια Πολωνέζα, τη Γιάντβιγκα, στην οποία χρωστάει τη ζωή του, κι έχοντας μια ερωμένη, με την οποία είναι πραγματικά ερωτευμένος, τη Μάσα. Κάποια στιγμή εμφανίζεται η γυναίκα του Ταμάρα, που θεωρούσε από χρόνια νεκρή, και το καρέ συμπληρώνεται.
Η μαεστρία του Σίνγκερ κρύβεται ακριβώς στον τρόπο που χειρίζεται το ρεαλιστικό καμβά της πλοκής, για να ξεδιπλώσει κάποιες πτυχές που συγκρούονται με τη λογική ή την υπερβαίνουν, σπάζοντας το φράγμα του παραδοσιακού ρεαλισμού. Τα πάντα εκτυλίσσονται υπό το φάσμα μιας επικείμενης καταστροφής, καθώς ο ήρωας, ο Χέρμαν, είναι σίγουρος πως είναι θέμα χρόνου να αποκαλυφθούν η απιστία και η διγαμία του κι ο ίδιος να απελαθεί.
Σχεδόν όλοι οι ήρωες ζουν κάτω από ένα γκρίζο πλέγμα, αισθανόμενοι πως η ζωή τους δεν τους ανήκει, ή, τουλάχιστον, ότι σταμάτησε με την έναρξη της κόλασης του Ολοκαυτώματος. «… η φενάκη της ελεύθερης βούλησης εξανεμιζόταν. Εδώ ο άνθρωπος πετιόταν σαν χαλίκι ή σαν μετέωρο στο διάστημα». Πρόκειται για ανθρώπους που ουσιαστικά υπνοβατούν, έχοντας επιπλέον να αντιπαλέψουν την καταπίεση της εβραϊκής θρησκείας και το γνωστό ενοχικό σύνδρομο που τη συνοδεύει. Το μόνο που έχει απομείνει είναι η βεβαιότητα για έναν Θεό εκδικητικό: «Ο Θεός (ή ό,τι άλλο μεγάλο και δυνατό αντιπροσωπεύει) ήταν αδιαμφισβήτητα σοφός, αλλά καμιά ένδειξη δεν υπήρχε για την ευσπλαχνία του».
Παρόλα αυτά και, καθώς οι επιπλοκές διαδέχονται η μία την άλλη, δημιουργείται η αίσθηση του κωμικού. Ίσως και κάτω από την επιρροή του εβραϊκού στοιχείου, έρχεται στο μυαλό η φιγούρα του Γούντι Άλεν να προσπαθεί – με το γνώριμο νευρικό και συμπλεγματικό του τρόπο – να ξεφύγει από αγχωτικές καταστάσεις, μόνο και μόνο για να τις μπερδέψει περισσότερο και να λυτρωθεί τελικά με το απαραίτητο «happy end» της κωμωδίας. Στην περίπτωση όμως του «Εχθροί, μια ερωτική ιστορία», ο ήρωας, καθοδηγούμενος από το ερωτικό του πάθος, δεν επιλέγει την τυπικά λυτρωτική λύση που του προσφέρει η νεκραναστημένη και συγκινητικά αλτρουίστρια σύζυγός του. Ακολουθεί το δρόμο που του υποδεικνύει το συναίσθημα, διαλέγοντας να χαθεί στη δίνη του «αυτοκτονικού πολιτισμού» όπου, περίπου, ζει. «Και η αλήθεια; Πού να βρεθεί μες σ’ αυτήν τη ζούγκλα, σ’ αυτήν τη γήινη γούρνα, την μπηγμένη πάνω στην καυτή λάβα».
Ο συγγραφέας
Ο Isaac Bashevis Singer (1902–1991) γεννήθηκε στην Πολωνία σε ραβινική οικογένεια. Στράφηκε από νωρίς στη λογοτεχνία γράφοντας στα Γίντις, τη γλώσσα των Ασκεναζίμ Εβραίων.
Το 1935 μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου συνέχισε να γράφει, έπειτα από μια μακρά περίοδο εσωτερικής κρίσης και απόσυρσης από τη λογοτεχνία. Από τη δεκαετία του ’50 τα έργα του άρχισαν να μεταφράζονται στα αγγλικά.
Το 1970 και το 1974 κέρδισε το αμερικανικό National Book Award, και το 1978 το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, διαποτισμένα πάντα με μια ατμόσφαιρα υπερφυσικού, απαθανατίζουν τον χαμένο κόσμο των εβραϊκών στετλ αλλά και τη ζωή των Εβραίων μεταναστών στην Αμερική.
Στα ελληνικά κυκλοφορούν, μεταξύ άλλων, τα βιβλία του: «Ο τελευταίος δαίμονας και άλλα διηγήματα» (Νεφέλη, 1995)
«Σκιές στον ποταμό Χάντσον» (Καστανιώτης, 2000)
«Στο δικαστήριο του πατέρα μου» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2003)
« Ο Σατανάς στο Γκόραϋ» (Ίνδικτος, 2003)
« Ο θάνατος του Μαθουσάλα (Καστανιώτης, 2005)
« Ιστορίες για παιδιά» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2005)
« Εχθροί, μια ερωτική ιστορία» (Καστανιώτης, 2009)
«Σώσα» (Κίχλη, 2020)
«Γκίμπελ ο σαλός και άλλες ιστορίες» (Κίχλη, 2022).
Με τα μυθιστορήματα, τις νουβέλες και τα διηγήματα του Σίνγκερ, η κάπως παράδοξη και σκοτεινή γίντις κουλτούρα εισδύει στην επικράτεια της δυτικής σκέψης. Αυτή τη μεσαιωνική λαϊκή λαλιά των Ασκεναζίμ της ανατολικής Ευρώπης, που παρέμενε προφορική μέχρι τον 19ο αιώνα, επιλέγει ο Σίνγκερ, ένας εγνωσμένης πολιτικής στράτευσης πολωνοεβραίος μετανάστης στην Αμερική, για να αφηγηθεί τις ιστορίες του. Ωστόσο, δεν πρόκειται απλώς για έναν αριστερό «γιντισογράφο» αλλά και για έναν από τους σημαντικότερους Αμερικανούς λογοτέχνες του αιώνα.
Η παράσταση
Φωταγωγημένα στο εσωτερικό τους δύο δωμάτια, ένας άδειος δρόμος, μια στεγασμένη στάση, μια συστοιχία φαναριών και μια ομιχλώδης ατμόσφαιρα συνθέτουν μια άκρως ενδιαφέρουσα εικαστική εγκατάσταση (σκηνικά και κοστούμια Ελένης Μανωλοπούλου), όπου η σκηνοθεσία χαρτογραφεί το δράμα του Χέρμαν, μέσα από τη ζωή του με τις τρεις γυναίκες του. Ταξιδεύει τον θεατή με χαρακτηριστική ευκολία στο κλίμα και στο πνεύμα της εποχής, στην ιστορία και στην πόλη, ξεδιπλώνοντας πτυχές που συγκρούονται με τη λογική ή την υπερβαίνουν.
Η σκηνοθεσία του διαπρεπούς σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινού αποτυπώνει τέλεια τη ζωή ενός Εβραίου μετανάστη, ειδικά τη ζωή κάποιου που θέλει να ξεφύγει από το παρελθόν, αλλά το παρελθόν του επιστρέφει συνεχώς και τον στοιχειώνει, με μελετημένους ρυθμούς και στους εξαίσιους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου.
Αν και η σκιά του Ολοκαυτώματος αιωρείται στην εξέλιξη του έργου, για να καλύψει όλα τα πρόσωπα, κανένας από τους χαρακτήρες δεν είναι, με κάποιον τρόπο, συμβατικός. Ο καθένας έχει έναν ιδιότυπο και ξεχωριστό ψυχισμό. Σε μια ιστορία με τόσες πολλές δυνατότητες για φορτισμένο συναισθηματισμό και για φαρσοκωμωδία ευρείας κρεβατοκάμαρας, είναι αξιοπερίεργο ότι δεν υπάρχει στην παράσταση κανένα από τα δύο, πλην μιας έξοχης ερωτικής σκηνής που θυμίζει πλάνο νεορεαλιστικού Ιταλικού κινηματογράφου.
Οι χαρακτήρες του Σίνγκερ, από τη μια αγωνίζονται για να επιβιώσουν από τις μνήμες των φοβερών στρατοπέδων και από την άλλη, για να υπάρξουν σ’ έναν καινούριο κόσμο που δεν έχει τα ηθικά και πολιτισμικά τους ερείσματα, μέσα στη χαώδη, πολύβουη κι άυπνη Νέα Υόρκη του 1949.
Όλα όσα συμβαίνουν στη σκηνή εξελίσσονται υπό το πρίσμα μιας επικείμενης καταστροφής, και η αναζήτηση απαντήσεων στην μετά Χίτλερ εποχή συνοδεύεται από τον τρόμο, σε κάθε κουδούνισμα της πόρτας. Σαν η ζωή τους να μην τους ανήκει, σαν να σταμάτησε με την έναρξη της κόλασης του Ολοκαυτώματος.
Σε αυτή τη γκρίζα ζώνη προσπαθεί ο καθένας τους να επιβιώσει διεισδύοντας στην ανθρώπινη φύση, στις συμπεριφορές και στις έμφυτες αδυναμίες.
Η Γιάντβιγκα (Φωτεινή Τιμοθέου) αγοραφοβική, δεν πάει πουθενά μόνη της, υπερβολικά καλή κι αφοσιωμένη, συμπεριφέρεται στο άντρα της σαν υπηρέτρια, που όμως σταδιακά αφυπνίζεται και διεκδικεί.
Η ηδυπαθής Μάσα (Μάρα Τσικάρα), εκμεταλλεύεται το μεγάλο της ατού, την εξωτερική της εμφάνιση. Απολαμβάνοντας τον έρωτα παραμένει ανίκανη να αντιδράσει στη σκέψη πως «κάποιος τη σημαδεύει με όπλο». Παράλληλα, είναι ανήμπορη να τιθασεύσει τον θυμό της κι έτσι, ασταθής και με σημαία της την οργή, οδηγείται στο απονενοημένο διάβημα.
Η Ταμάρα (Βιργινία Ταμπαροπούλου) εμφανίζεται από το πρώτο κιόλας μέρος, αντί μιας εξαθλιωμένης γυναίκας επιζήσασας από τα στρατόπεδα των Ναζί, ως μια ντελικάτη φιγούρα, λεπτή, κομψή, θαρρείς μια Γκρέις Κέλι από «Το κυνήγι του κλέφτη», κυνική και ειρωνική αρχικά, αργότερα συγκινητικά αλτρουίστρια, η οποία προσφέρει απλόχερα αγάπη και λύσεις και για το μόνο που είναι σίγουρη είναι η σφαίρα στον αριστερό της γοφό, γι’ αυτό και δεν θέλει να τη βγάλει.
Η Σίφρα (Μελίνα Αποστολίδου) είναι η μητέρα της Μάσα που ζει με τα φαντάσματα του παρελθόντος, άλλοτε δυναμική, άλλοτε λιπόψυχη και ευαίσθητη.
Ο Χέρμαν ( Ορέστης Παλιαδέλης) ψεύδεται ασύστολα, σιχαίνεται τον εαυτό του, αδύναμος κι αναποφάσιστος, έχει χάσει την πίστη του, ζει καθημερινά με το φόβο της αποκάλυψης της διγαμίας του και της απέλασής του. Αμφίθυμος, παλινδρομεί μεταξύ καθήκοντος κι επιθυμίας αναζητώντας στο ενδιάμεσο δυνητικές κρυψώνες.
«Ένας μοιρολάτρης ηδονιστής που ζει σε μια προ-αυτοκτονική δυστυχία» θα χαρακτηρίσει τον εαυτό του.
Καθώς περιφέρεται ανάμεσα στις τρεις γυναίκες του, προσπαθώντας απεγνωσμένα να κρατήσει και τις τρεις ευτυχισμένες ή τουλάχιστον γαλήνιες, αυτό που μας δείχνει ο καλός ηθοποιός ότι τον οδηγεί, δεν είναι η αγάπη αλλά οι ενοχές.
Ο Ραβίνος Λάμπερτ του Γιάννη Καραμφίλη είναι μεν πνευματικός πατέρας, αλλά γήινος, με ανθρώπινες αδυναμίες και σιγουριά στον λόγο και στην κίνησή του.
Πολύ καλοί και οι άλλοι ηθοποιοί στους ρόλους τους, πιστοί ακόλουθοι των σκηνοθετικών οδηγιών και μέσα στο πνεύμα της συνθήκης που επέλεξε ο σκηνοθέτης.
Όσο οι επιπλοκές διαδέχονται η μια την άλλη τόσο η αίσθηση το κωμικού κυριεύει τον θεατή , ο οποίος παρατηρεί τους ήρωες να προσπαθούν να ξεφύγουν από αγχωτικές καταστάσεις μπερδεύοντάς τες περισσότερο μέχρι το τέλος, όπου ο ήρωας δεν επιλέγει την τυπικά λυτρωτική λύση που του προσφέρει η νεκραναστημένη και συγκινητικά αλτρουίστρια σύζυγός του Γιάντβιγκα.
Καθοριστικός παράγοντας κατανόησης του κειμένου η μετάφραση του Λεωνίδα Καρατζά. Η πρόκληση, υποθέτω για τον ίδιο, ήταν να εισδύσει πρώτα αυτός με προετοιμασία – μελέτη στον μαγικό κόσμο του Σίνγκερ, για να οδηγήσει στη συνέχεια, ως διαμεσολαβητής, τον απλό θεατή – αναγνώστη, ν’ ανακαλύψει κι αυτός με τη σειρά του αυτόν τον κόσμο. Σαφώς, αυτή η περιπέτεια της ερμηνείας του πρωτοτύπου, είναι απαιτητική υπόθεση, προϊόν γνώσης ευαισθησίας, αλλά και πνευματικής ευθύνης.
Η μουσική του Δημήτρη Μαραμή, μια βατή οδός για την ενσυναίσθηση, δηλαδή τη συναισθηματική ταύτιση θεατών με την ψυχική κατάσταση των ηρώων και την κατανόηση της συμπεριφοράς και των κινήτρων τους.
Το «Εχθροί: μια ερωτική ιστορία» είναι μια τόσο ενδιαφέρουσα παράσταση, επειδή η σκηνοθεσία αρνείται να εξημερωθεί, να κατασταλάξει σε μια ωραία, παρηγορητική παραβολή ή ένα μάθημα προς συμμόρφωση. Πρόκειται για συναισθηματική ταραχή και ο Στάθης Λιβαθινός κυλά την ιστορία χωρίς πρόσθετους συμβιβασμούς. Δεν υπάρχει κλειδί για να ξεκλειδώσει ο θεατής την ενσυναίσθηση. Δεν υπάρχει φτηνό χιούμορ αλλά ούτε χυδαίο ερωτικό πάθος για το θηλυκό κορμί. Μάλλον προδιαγεγραμμένη μοίρα μοιάζει, παρά εσωτερική επιθυμία ή ανάγκη για πολυγαμία.
Πράγματι, αυτή η παράσταση δεν είναι καν μια σκηνική οδηγία για το πώς οι γυναίκες μπορούν να μη θυματοποιούνται. Άλλωστε, στο έργο η καθεμία λαμβάνει- λίγο ως πολύ – αυτό που της υπαγόρευσε η μοίρα της και ο Χέρμαν που υποφέρει τόσο σκληρά, τιμωρείται κυρίως από τη δική του γνώση για το πόσο άτολμος, πόσο «ποντίκι» είναι.
Αν μένει στο θυμικό μας κάτι ωφέλιμο είναι, θαρρώ, η παραδοχή ότι πασχίζουμε τόσο πολύ να ερμηνεύσουμε χαρακτήρες και συμπεριφορές των άλλων, αμελώντας να διερευνήσουμε τους δικούς μας εαυτούς και τις δικές μας δεξιότητες προσαρμοστικότητας και, ενίοτε, συνύπαρξης
Επίλογος
Ο Σίνγκερ διαπλέκει την τραγωδία που γνώρισαν οι Εβραίοι στον 20ο αιώνα, με την προσωπική ιστορία των πρωταγωνιστών της ιστορίας του, τα εβραϊκά ήθη της ιουδαϊκής θρησκείας με την αναζήτηση της ατομικής πραγμάτωσης των ηρώων του.
Η κοσμοϊστορική καταστροφή του Ολοκαυτώματος συμπλέκεται με τις ψηφίδες που αποτελούν τις προσωπικές ιστορίες του Χέρμαν και των τριών γυναικών του, οι οποίες έχουν εξίσου συμπαντική σημασία – αν και εξελίσσονται στον ανθρώπινο μικρόκοσμο των ερωτικών σχέσεων- ο Σίνγκερ εξυψώνει το προσωπικό σε καθολικό μέγεθος: “Ο Χέρμαν είχε δύο συζύγους κι ετοιμαζόταν να αποκτήσει και τρίτη. Και, μολονότι φοβόταν τις συνέπειες των πράξεων του και το σκάνδαλο που θα ξεσπούσε, κάπου μέσα του απολάμβανε το ρίγος που του δημιουργούσε η αδιάκοπη προοπτική μιας απειλητικής καταστροφής”.
Ο Στάθης Λιβαθινός έχει συνεργαστεί ξανά με το ΚΘΒΕ, το 2009, όπου σκηνοθέτησε το έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ «Βασιλιάς Ληρ», σε μια εμπνευσμένη παράσταση που κέρδισε κοινό και κριτικούς και τιμήθηκε με το βραβείο Διεθνούς Ρεπερτορίου των Κριτικών Θεάτρου.
Επίσης, το καλοκαίρι του 2016, με την παράσταση «Αντιγόνη» του Σοφοκλή που σκηνοθέτησε ο Στάθης Λιβαθινός, πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνεργασία του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος με το Εθνικό Θέατρο και τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου.
Η παρούσα παράσταση κάνει πανελλήνια πρεμιέρα στο Κ.Θ.Β.Ε.
Συντελεστές
Μετάφραση: Λεωνίδας Καρατζάς
Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά & Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Δημήτρης Μαραμής
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Θοδωρής Πολυζώνης
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Έμιλυ Κουκουτσάκη
Οργάνωση παραγωγής: Μαριλύ Βεντούρη
Παίζουν οι ηθοποιοί:
Μελίνα Αποστολίδου (Σίφρα), Παναγιώτης Καμμένος (Κότικ), Γιάννης Καραμφίλης (Ραβίνος Λάμπερτ), Ορέστης Παλιαδέλης (Χέρμαν), Θοδωρής Πολυζώνης (Γιατρός, Ραβίνος Αβραάμ), Σπύρος Σιδέρης (Σερβιτόρος), Βιργινία Ταμπαροπούλου (Ταμάρα), Φωτεινή Τιμοθέου (Γιάντβιγκα), Μάρα Τσικάρα (Μάσα), Δημήτρης Τσιλινίκος (Τόρτσινερ), Νίκος Τσολερίδης (Οδηγός), Θάνος Φερετζέλης (Πεσέλς)
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ