ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ
Πρόλογος
Όποιος γνωρίζει την Αγία Πετρούπολη, πρέπει να παραδεχτεί ότι οι λευκές νύχτες, οι φωτεινές τρεις εβδομάδες, 11 Ιουνίου με 2 Ιουλίου, όταν δεν νυχτώνει ποτέ, είναι η καλύτερη εποχή της πόλης, παγωμένης το χειμώνα και βροχερής όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Αυτές οι τρείς εβδομάδες είναι και η Άνοιξη, και το Καλοκαίρι. Οι λευκές νύχτες αναπληρώνουν την έλλειψη του ήλιου, κάνουν τις ψυχές να ανθίσουν και τους ανθρώπους να ονειρεύονται.
(….)Όμως να θυμηθώ την πίκρα, που δοκίμασα, Ναστένκα;! Να σκοτεινιάσω, έστω και μια στιγμή, την ολόφωτη ευτυχία σου, να λυπήσω την ψυχή σου, βαρυγκωμώντας, να την πικράνω με κρυφές τύψεις και να κάμω την καρδιά σου να πονάει σε στιγμές ευτυχισμένες;…. Ω! ποτέ! Ποτέ! Ας είναι πάντα αίθριος ο ουρανός σου, ας είναι φωτεινό κι ατάραχο το γλυκό σου χαμόγελο, ας είσαι ευλογημένη για κείνη τη στιγμή της αγαλλίασης και της ευτυχίας που χάρισες σε μια άλλη, έρημη καρδιά, που σ’ ευγνωμονεί. Θε μου! Μια ολόκληρη στιγμή ευτυχίας! Μα τάχα αυτό δεν είναι αρκετό ακόμα και για μια ολόκληρη ανθρώπινη ζωή;
Υπόθεση
Κατά τη διάρκεια μιας λευκής νύχτας, δηλαδή μιας καλοκαιρινής νύχτας του Βορρά, όπου το σούρουπο συνεχίζεται μέχρι το πρωί, χωρίς να πέφτει ποτέ το σκοτάδι, περιπλανώμενος σε κάποια από τις προκυμαίες της Αγίας Πετρούπολης ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ένας ονειροπόλος κάτοικος της μεγάλης πόλης, συναντά τυχαία μια νεαρή γοητευτική γυναίκα, την Ναστένκα, και γρήγορα αναπτύσσεται μεταξύ τους ένα αρκετά παράξενο αισθηματικό ειδύλλιο. Μέσα από την αριστοτεχνικά παιγνιώδη και ανάλαφρη αφήγηση του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι ξετυλίγεται μπροστά μας όλη η πρότερη ζωή των δύο πρωταγωνιστών της ιστορίας μας, και, το σπουδαιότερο, διαγράφεται η ψυχοσύνθεσή τους. Έτσι, η συμπεριφορά και οι εξομολογήσεις της Ναστένκα αποκαλύπτουν την ύπαρξη αυτού, που στην τέχνη αποκαλείται αιώνιο θηλυκό, ενώ ο χαρακτήρας και οι εκμυστηρεύσεις του ονειροπόλου πρωταγωνιστή αποκαλύπτουν έναν άνδρα που ζει μέσα από τις φαντασιώσεις του, την πλήξη και τη μοναξιά, αρνούμενος να λάβει μέρος στο παιχνίδι της ζωής.
Οι «Λευκές Νύχτες» είναι ένα διήγημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, που δημοσιεύτηκε αρχικά το 1848, στην αρχή της καριέρας του συγγραφέα. Όπως πολλές από τις ιστορίες του Ντοστογιέφσκι, οι «Λευκές Νύχτες» αφηγούνται σε πρώτο πρόσωπο ενός ανώνυμου αφηγητή. Ο αφηγητής είναι ένας νεαρός άνδρας που ζει στην Αγία Πετρούπολη και υποφέρει από μοναξιά. Γνωρίζει και ερωτεύεται μια νεαρή γυναίκα, αλλά ο έρωτας παραμένει ανεκπλήρωτος καθώς η γυναίκα νοσταλγεί τον εραστή της, με τον οποίο επανενώνεται, τελικά.
Αυτή είναι η Πετρούπολη, που ενεργεί ως συνομιλητής και παλιός φίλος του αφηγητή. Η πόλη ανταποκρίνεται με ευαισθησία στις εσωτερικές εμπειρίες του Ονειροκρίτη, δημιουργώντας ένα απερίγραπτα όμορφο περιβάλλον για τη ρομαντική του διάθεση και δικαιολογώντας το νόημα του τίτλου του έργου – «Λευκές Νύχτες».
Ανάγνωση
Κεντρικό θέμα του έργου είναι η μοναξιά σε μια μεγαλούπολη. Αυτή η κατάσταση ήταν πολύ συχνή στην Αγία Πετρούπολη στα μέσα του 19ου αιώνα, κάτι που το διευκόλυνε η πολύμορφη κοινωνική κατάσταση στην πόλη. Αποτέλεσμα, οι περισσότεροι νέοι αισθάνονταν μόνοι και βαθιά δυστυχισμένοι, έχοντας χάσει το νόημα της ζωής.
Η Ναστένκα και ο Ονειροπόλος είναι τυπικοί εκπρόσωποι των «μικρών ανθρώπων». Ζουν μια ζωή απλή, σεμνή και άτεχνη. Ο κύκλος της επικοινωνίας τους είναι εξαιρετικά στενός: ο άνδρας επικοινωνούσε μόνο με συναδέλφους και η Ναστένκα με τη γιαγιά της και κάποιους γείτονες.
Για να ξεφύγουν από τη γκρίζα πραγματικότητα και να ξεχάσουν για λίγο τα πιεστικά άγχη, οι νέοι περνούν στην κατηγορία των «ονειροπόλων», βυθιζόμενοι διαρκώς στις δικές τους φαντασιώσεις.
Το θέμα της αγάπης αποκαλύπτεται στο έργο μέσα από το πρίσμα των συναισθημάτων της Ναστένκα για τον εραστή της και της ανεκπλήρωτης αγάπης του Ονειροπόλου για ένα εύθραυστο κορίτσι. Ο τελευταίος δεν είναι θυμωμένος με τη Ναστένκα, δεν την κατηγορεί για όλα του τα προβλήματα, όταν τον αφήνει μόνο του. Αντίθετα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρέπει κανείς να είναι ευγνώμων στην τύχη του, ακόμα και για εκείνες τις στιγμές ευτυχίας που του χάρισε.
Κύρια ιδέα είναι και η απομόνωση των «ονειροπόλων» από τον πραγματικό κόσμο, η αδυναμία τους να ζήσουν ανάμεσα σε ανθρώπους και να πάρουν τη χαρά της ζωής από απλά, καθημερινά πράγματα. Προτιμώντας να περπατούν στα σύννεφα, καταδικάζονται αναπόφευκτα στη μοναξιά.
Το ατμοσφαιρικό διήγημα του Ντοστογιέφσκι έχει μεταφερθεί αρκετές φορές στην μικρή οθόνη, τόσο στη ρωσική όσο και στην ευρωπαϊκή, στην Ιταλία, στην Ισπανία κ.α.
Επιπλέον, το έργο έχει μεταφερθεί στον ρωσικό κινηματογράφο το 1992. Αργότερα, έγινε μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία και στο Χόλυγουντ. Στην Ελλάδα έχει διασκευαστεί λίγες φορές για το θέατρο. Η τελευταία ήταν με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας το 2002.
Οι «Λευκές νύχτες» είναι ένα μυθιστόρημα αρκετά ξεχωριστό και θυμίζει ελάχιστα τα μεγάλα επόμενα αριστουργήματα του Ντοστογιέφσκι. Ιδιαίτερο θέμα, ιδιαίτερη γλώσσα, σχεδόν εύθυμη εικόνα της καλοκαιρινής Πετρούπολης.
Μία παράμετρος, πάντως, παραμένει σταθερή: η ηρωΐδα στις Λευκές νύχτες είναι πολύ πιο δυνατή και ολοκληρωμένη από τον ήρωα, παρά το νεαρό της ηλικίας της. Γι’ αυτό και έχει όνομα -την λένε Ναστένκα- σε αντίθεση με τον ήρωα, που, παρόλο που το μυθιστόρημα γράφτηκε σε πρώτο πρόσωπο -στο δικό του πρόσωπο- αποκαλείται απλά και αόριστα «Ονειροπόλος». Άνθρωπος χωρίς όνομα και χωρίς ιστορία, ένας μετεωρίτης στη ζωή των άλλων και στη δική του.
Το μυθιστόρημα ανοίγει με ένα λουλούδι και τελειώνει μ’ αυτό. Σύμβολο αγνότητας και φρεσκάδας αλλά έρμαιο ανθρώπων και καθεστώτων, που μπορούν να το τσαλακώσουν, να το μαράνουν πρόωρα.
Η καταφατική φράση στο ποίημα του Τουργκένεφ, στον Ντοστογιέφσκι, στο τέλος του μυθιστορήματος γίνεται ερωτηματική, όταν ο «Ονειροπόλος», ως γνήσιος συναισθηματικός ήρωας, αν και προδομένος κατά κάποιον τρόπο από την αγαπημένη του, αναφωνεί: «…να τσαλακώσω έστω και ένα από εκείνα τα εύθραυστα λουλούδια, που θα έχεις πλέξει στις μαύρες μπούκλες σου, όταν θα πηγαίνεις μαζί του στο ιερό;» Αντί να τσαλακώσει το λουλούδι, την Ναστένκα, ο «Ονειροπόλος» επιλέγει να τσαλακωθεί ο ίδιος.
Το έργο περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία, σημάδια εξομολόγησης, ενώ στην εικόνα του πρωταγωνιστή μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τα χαρακτηριστικά του νεαρού Ντοστογιέφσκι.
Συγγραφέας
Dostojevskij, Fedor Michajlovic
Γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου του 1821 στη Μόσχα. Ο πατέρας του, Μιχαήλ Αντρέγεβιτς, ήταν στρατιωτικός γιατρός, Το 1838 γίνεται δεκτός στη Στρατιωτική Ακαδημία Μηχανικών της Πετρούπολης, στην οποία έδωσε εξετάσεις, διότι αυτό απαιτούσε ο πατέρας του, και χωρίζεται από τον αδελφό του. Ο Μιχαήλ Αντρέγεβιτς δολοφονείται το 1839 στο κτήμα της οικογένειας, στην επαρχία της Τούλα. Η δολοφονία του πατέρα Ντοστογέφσκι συνταράσσει τον Φιοντόρ.
Υπηρέτησε στο στρατό για ένα μικρό χρονικό διάστημα αλλά τον εγκατέλειψε γρήγορα για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Μελέτησε την κοινωνία και τον κόσμο όχι θεωρητικά αλλά στην πράξη. Θέμα των έργων του, η ίδια η ζωή. Είδε από κοντά τις υποβαθμισμένες συνοικίες, γνώρισε τη φτώχεια, τον πόνο, την εξαθλίωση των ταπεινών ανθρώπων και στη συνέχεια μετέφερε τις εικόνες αυτές στα μυθιστορήματά του. Ασχολήθηκε με τον άνθρωπο και την κοινωνία και υπήρξε αγωνιστής και επαναστάτης.
Εναντιώθηκε στην πολιτική του Τσάρου Νικολάου του Α΄. Αυτή του η στάση είχε αποτέλεσμα να κατηγορηθεί για συνωμοσία και να καταδικαστεί σε τετραετή φυλάκιση. Στα χρόνια του εγκλεισμού του στις φυλακές του Όμσκ υπέφερε τρομερά βασανιστήρια και εξευτελισμούς.
Το 1857 νυμφεύεται τη Μαρία Ντμιτρίεβνα Ισάεβα και το 1859, μαζί με τη σύζυγό του, λαμβάνουν την άδεια που τους επιτρέπει να εγκατασταθούν στην Ευρωπαϊκή Ρωσία. Το 1859 εκδίδει στην Πετρούπολη μαζί με τον αδελφό του δύο περιοδικά τα οποία, όμως, δεν σημείωσαν επιτυχία με αποτέλεσμα ο Ντοστογιέφσκι να βρεθεί καταχρεωμένος. Ο μόνος τρόπος για να συγκεντρώσει χρήματα και να ξεπληρώσει τα χρέη του ήταν η συγγραφή. Άρχισε λοιπόν να γράφει συνέχεια και ακούραστα, με αποτέλεσμα να καταφέρει να ζήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του, σχετικά, άνετα.
Σ’ αυτό το διάστημα έγραψε τα καλύτερά του έργα: “Ο παίχτης”, “Οι αδερφοί Καραμαζώφ”, “Έγκλημα και Τιμωρία”, “Ο Ηλίθιος”, “Οι δαιμονισμένοι”. Όταν κατάφερε πλέον να ανασάνει από το βάρος των χρεών ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού “Πολίτης” και λίγα χρόνια αργότερα εξέδωσε το δικό του περιοδικό, “Το Ημερολόγιο ενός συγγραφέα”, που, σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκδοτικές εμπειρίες, σημείωσε τεράστια επιτυχία.
Στις 9 Φεβρουαρίου του 1881, ο Φιοντόρ Μιχαΐλοβιτς Ντοστογέφσκι υπέκυπτε σε αγνώστου αιτίας πνευμονική αιμορραγία. Ετάφη στο κοιμητήριο της μονής Αλεξάντερ Νιέφσκι, στην Πετρούπολη. Άλλα έργα του είναι τα μυθιστορήματα: “Ο φτωχόκοσμος”, “Λευκές νύχτες”, “Ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι”, “Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων”, “Το υπόγειο”.
Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών και η προσφορά του στην παγκόσμια λογοτεχνία είναι διεθνώς αναγνωρισμένη. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους μυθιστοριογράφους όλων των εποχών και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Η παράσταση
Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης μελέτησε σε βάθος το κείμενο, το διασκεύασε για το θέατρο μεν, άφησε δε κυρίαρχη στην παράσταση την ιδιαιτερότητα της σύνθεσης του μυθιστορήματος, η οποία έγκειται στην ενδιαφέρουσα κατασκευή της πλοκής: τα τέσσερα πρώτα από τα πέντε κεφάλαια είναι αφιερωμένα στις νύχτες της Αγίας Πετρούπολης, ενώ το τελευταίο κεφάλαιο ονομάζεται «Πρωί».
Αυτό αντικατοπτρίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια τη δυναμική της εξέλιξης της ιστορίας, από τον ύπνο μέχρι το ξύπνημα.
Η κατασκευή είναι συμβολική. Με φόντο τις ρομαντικές λευκές νύχτες της Αγίας Πετρούπολης, ο θεατής ανακαλύπτει όλα τα στάδια της αγάπης του πρωταγωνιστή για τη Nαστένκα, όλα τα όνειρα και τις συναισθηματικές του εμπειρίες.
Αλλά στο τέλος, αναπόφευκτα έρχεται το «πρωί», σαν μια στιγμή διορατικότητας που γίνεται προσωπικό δράμα για τον Ονειροπόλο. Έχει ήδη βρει την αγάπη, αν και ανεκπλήρωτη, αλλά τόσο ζεστή. Όμως, αναγκάζεται να την αποχαιρετήσει για πάντα. Έτσι, σ’ ένα «επώδυνο» πρωινό διώχνει τις κενές φαντασιώσεις, αλλά, ταυτόχρονα, βλέπει ένα ελπιδοφόρο μέλλον.
Σ’ ένα εντελώς αφαιρετικό σκηνικό, το οποίο φωτίζει υποβλητικά η Ζωή Μολυβδά- Φαμέλη, δυο άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι ζουν τέσσερις νύχτες γεμάτες σκιές και χρώματα, όπως «ντύνονται» αυτές τις ώρες τα όνειρα, η μοναξιά, η ενδοσκόπηση και η αγάπη, έστω η μονόπλευρη.
Δε γνωρίζω εάν στην παράσταση των Αθηνών που ήδη τρέχει, υπάρχει άλλο σκηνικό. Στο «Αντιγόνη Βαλάκου» δυο πάγκοι του Δημοτικού Θεάτρου βόλεψαν τις σκηνικές ανάγκες της παράστασης. Ασφαλώς, ήρθαν μόνοι οι δυο ηθοποιοί για ένα Δευτερότριτο, ενώ στο θέατρο «Μικρό Άνεσις» των Αθηνών, όπου η παράσταση ανέβηκε για δεύτερη σαιζόν στις 8 Φεβρουαρίου και, λογικά, θα πάει έως το τέλος της, στη σκηνή συμμετέχει ζωντανά ο συνθέτης Στάμος Σέμσης.
Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης και η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, η ενσάρκωση ηρώων του Ντοστογιέφσκι, συγκροτούν και αποδίδουν τα εξαίσια χαρακτηριστικά του υπαρξισμού, σε μια γλυκόπικρη ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα. Σημαντικός παράγοντας στην ενίσχυση της δράσης, αλλά και της ποιητικής ατμόσφαιρας επί σκηνής, η μουσική του Στάμου Σέμση.
Ο θεατής αφουγκράζεται το συναισθηματικό μυθιστόρημα του 27χρονου Ντοστογιέφσκι, διασκευασμένο από τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη σε ιδιαίτερη συνθήκη για το θέατρο, με τον δικό του τρόπο.
Κάποιος εκπαιδευμένος στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, θα δει στο πρόσωπο της αέρινης Αλεξάνδρας Αϊδίνη – Ναστένκα, μια αδίστακτη νεαρή γυναίκα, που απεγνωσμένα ψάχνει για προστάτη, για σωσίβιο ή μια επαρχιώτισσα που θέλει να δραπετεύσει από την αποπνικτική ατμόσφαιρα της κλειστής κοινωνίας, μια οπορτουνίστρια, ίσως, που είναι έτοιμη να ακολουθήσει τον πρώτο τυχόντα, ενώ κάποιος άλλος θα δει στο πρόσωπο του εξαιρετικού Κωνσταντίνου Ασπιώτη – Ονειροπόλου, έναν άνδρα-αράχνη, που στην αρχή πετυχαίνει τον οίκτο από το νεαρό κορίτσι και μετά, γεμίζοντάς το ενοχές, προσπαθεί να το τραβήξει στο δικό του επικίνδυνο ιστό.
Απογυμνωμένο από τις λογοτεχνικές περιπλοκάδες του το μυθιστόρημα γίνεται μια απλή, καθημερινή ιστορία στην ανάγνωσή του, ενώ στη σκηνή μεγεθύνεται σε ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα, που, είτε αρέσει και συνεπαίρνει το κοινό είτε το αφήνει αδιάφορο. Συμβαίνει συχνά στη μεταφορά λογοτεχνικών έργων στο σανίδι.
Επίλογος
Στο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι «Λευκές Νύχτες» οι χαρακτήρες δεν έρχονται σε σύγκρουση με το περιβάλλον: δεν τους καταστέλλει και δεν τους αναγκάζει να κατευθύνουν όλες τους τις δυνάμεις στην αντίσταση. Το επίκεντρο είναι ο εσωτερικός κόσμος των χαρακτήρων, οι πνευματικές παρορμήσεις και τα συναισθήματά τους.
Επιπλέον, το μαρτύριο του Ονειροκρίτη δεν οδηγεί σε τραγική κατάληξη. Αντίθετα, ακόμη και έχοντας αποτύχει στο μέτωπο της αγάπης, είναι ευγνώμων στη μοίρα ακόμη και για έναν απόκοσμο υπαινιγμό ευτυχίας που του έπεσε. Ο ήρωας βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τον εαυτό του, γεγονός που αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι το μυθιστόρημα ανήκει στην κατεύθυνση του συναισθηματισμού.
Στις «Λευκές νύχτες» μαζί με τον Ονειροπόλο και την Ναστένκα, «ζουν» οι μεγάλοι Ρώσοι ρομαντικοί ποιητές, Ζουκόφσκι, Πούσκιν, Λέρμοντοφ, οι Γερμανοί Χάινε και Γκαίτε, ο Άγγλος Ουώλτερ Σκοτ, οι περισσότεροι μακαρίτες το 1848, όπως μακαρίτισσα ήταν και η εποχή του Συναισθηματισμού και του Ρομαντισμού.
Πέρα από την σχεδόν ειδυλλιακή εικόνα της Πετρούπολης, πέρα από τις μακροσκελείς και μεγαλόστομες φράσεις, οι «Λευκές νύχτες» είναι τρομερά διαχρονικές: ο Ντοστογιέφσκι σαν να προέβλεπε την εποχή των μαλθακών ανδρών και δυναμικών γυναικών, που γεννάει η εποχή της αντίδρασης, έκανε βαθύτατη ψυχανάλυση ανθρώπων που δεν τσαλακώνουν λουλούδια, αλλά τα μαραίνουν σιγά σιγά, περιβάλλοντάς τα με μια στείρα, ιδεατή αγάπη, που δεν έχει καμιά σχέση με τον έρωτα.
Οι «Λευκές Νύχτες» αποτελούν ένα διήγημα από το «Ημερολόγιο Ενός Ονειροπόλου» και, παρά το γεγονός ότι το πολιτισμικό- κοινωνικό υπόβαθρο ανάγεται στο μακρινό έτος του 1848, το έργο είναι διαχρονικό, καθώς αποτελεί σημείο παντοτινής συνάντησης και ταύτισης για κάθε ρομαντικό της σύγχρονης εποχής.
Ταυτότητα παράστασης:
Θεατρική διασκευή – Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Ασπιώτης
Παίζουν: Αλεξάνδρα Αϊδίνη – Κωνσταντίνος Ασπιώτης
Μουσική: Στάμος Σέμσης
Σκηνικά – Σχεδιασμός φωτισμών: Ζωή Μολυβδά – Φαμέλη
Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη
Βοηθός Σκηνοθέτη: Νατάσα Πετροπούλου
Φωτογραφίες / Trailer – Art work: Χρήστος Συμεωνίδης
Παραγωγή: ΜΥΘΩΔΙΑ
Διεύθυνση Παραγωγής: Αναστασία Γεωργοπούλου
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ