…κι ανάσα μου στα χείλη
την πρώτη ουσία, την αρχή, σηκώστε με να δω
Όχι από περιέργεια, μα δε χωράω στην ύλη
κι ετούτη η ψεύτρα η εποχή, την έχει για Θεό……
Το έγραψε η Λίνα, το έντυσε με μουσική ο Θάνος, το τραγούδησε η Δήμητρα. Όμως: Αβεβαιότητα, ανασφάλεια, φόβος, περιορισμός μετακινήσεων, αστυνομικός έλεγχος εποχούμενων και πεζών, πρόστιμα, κλείσιμο των οδών με κορδέλες στο κάθε τραγικό συμβάν, διασωληνωμένοι, δίκυκλα, τρίκυκλα, τετράτροχα, καραμπόλες, αίμα, θάνατος στην άσφαλτο.
Λέξεις αιχμηρές, θαρρείς και ξεπήδησαν από τη ζώνη του λυκόφωτος και στοίχειωσαν τις ζωές μας. Εκείνα τα παλιά (πράσινα, γαλάζια, κόκκινα) των ημερών που έσπερναν διχόνοια,κλειδώθηκαν στην αγωνία για το σήμερα. Το τώρα, είναι το δικό μας μέλλον.
«Το δικό σου μερτικό αυτό είναι». Με δυο απλά λόγια η μάνα μού έβαλε το δίλλημα. Με την ίδια γνώριμη φωνή που αγαπούσα και απομυζούσα για χρόνια. Αλήθεια ήταν. Και αυτή η ιερή εικόνα που ούρλιαζε στη γέννα, μου ζητούσε τον πλάγιο τρόπο και όχι το μέσα μου. Έτσι το είχαμε. Και αυτό δεν είναι άλλοθι.
Αυτό που ζήτησε ήταν δίλλημα, όπως «Ι.Χ. ή αστική συγκοινωνία»; Στάθηκα εκεί μπροστά και κοιτούσα το μητρικό στόμα που ανοιγόκλεινε. Ρεύματα ένιωσα να έχει παντού , αέρα δυνατό. Μια βροχή από χρώματα σκοτεινά που καταλήγανε σε λάσπη. Και δέχθηκα. Ανάγκη για την εξέλιξη θα είναι, μονολόγησα. Αντανάκλαση της πιο σοφής ζωής.
Θυμήθηκα την κουρελού. Αυτήν την κράτησα να συμμαζεύει την κάθε στιγμή, όταν τα τοπία του μυαλού αλλάζουνε αυθαίρετα την προοπτική, καθώς, βλέπεις, ο χρόνος υπακούει μόνο στην ψυχή και γράφει απομνημονεύματα με τον τρόπο που εκείνη ξέρει.
Όταν έκλεισα την πόρτα στο έρημο σπίτι, ήρθε η λέξη και με βρήκε. Άπρακτος θα μείνω, άπρακτος. Σαν να μην υπάρχω. Αν προχωρήσω έτσι, θα βλέπω τον εαυτό μου μονάχα από το τζάμι. Όπως ακριβώς ήταν η ζωή μέχρι τότε. Γεμάτη ψευδαισθήσεις και φαντασιώσεις. Έτσι χόρταινα τότε.
Όταν άδειασε το δωμάτιο κάθισα στην κουρελού. Εδώ γεννήθηκα. Άρχισα να ψάχνω μέσα στο παρελθόν μια λεπτομέρεια που να με δικαιώνει. Εμένα τον άτολμο, τον δαρμένο από αίσθημα κατωτερότητας, τον αδύναμο, τον μικρό και, εμφανώς, αδικημένο. Γιατί ήθελα να κάνω μια εξέγερση ενάντια στην άσχημη τάξη πραγμάτων της εποχής. Μα, δεν ήξερα το πώς και το πότε. Θέμα χτημάτων ήταν; Θέμα άγνοιας κινδύνου, ίσως; Ζήτημα υπακοής στη δειλία; Εκεί πάνω στην κουρελού θυμήθηκα την πικρή μου συνήθεια: να προσαρμόζομαι.
Τυλίχτηκα σφιχτά στην παρδαλή αγκαλιά της. Το πρωί θα το τολμήσω, είπα. Ό,τι είναι να γίνει ας γίνει. Κάποτε θα πρέπει να ξεκινήσω να με υποστηρίζω. Δε θ΄ αφήσω, τώρα που αρχίζω να καταλαβαίνω, την ιερή εικόνα που κρατώ να γλιστρήσει από τα χέρια μου. Δε θέλω πια ζωή συγκεχυμένη και ακαθόριστη, που ορίζεται από άλλους με όρους και διλλήματα. Θα το πάρω το μοντέλο, γκρι μεταλλικό, έστω με δόσεις.
Θα την ξανασυναντήσω, το ξέρω. Μα, αυτή τη φορά, χωρίς την υπόμνηση της διαδοχής των ημερών. Σ’ έναν άλλον βυθό. Όταν δεν θα φέρνει το βάρος της εποχής που δεν έκανα την επανάστασή μου. Σφίχτηκα πάνω στην κουρελού και αποκοιμήθηκα.
Χρόνια τώρα, ο πλανήτης νοσεί. Χρόνους αρκετούς η χώρα μας μετράει θύματα του φονικού ωχαδερφισμού στο τιμόνι. Η πόλη μας αγκιστρώθηκε στο κόκκινο του κινδύνου. Τραγικό. Στην μικρή μας κοινωνία οι μακάβριες ειδήσεις σκορπίζουν πόνο και θλίψη. Στους γειτονικούς νομούς τα ίδια και χειρότερα. Η κυβερνητική ολιγωρία συναντά την ατομική κοιμισμένη ευθύνη. Η κατάσταση είναι πια, της πολιορκίας.
Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών έχουν υποχρεώσει τους ένστολους να χτυπούν καμπανάκι απόγνωσης. Το «Κράτος» Κρήτη κι εκείνο των Ρομά έχουν τους δικούς τους νόμους και οπλοφορούν παρανόμως. Έχουν ασυλία. Από την άλλη, υγειονομικές βόμβες πλέον τα κρατικά νοσηλευτικά ιδρύματα. Το στάδιο λοίμωξης είναι σαρωτικό. Οι αριθμοί εφιαλτικοί και η απείθεια στα μέτρα προστασίας, εγκληματική.
Ποιος να το φανταζόταν. Ότι χρόνια μετά, θα κάθομαι σε χαλί, θα έχω παραχώσει σε κάποιο πατάρι την κουρελού – σχεδία απόδρασης από μια επιβαλλόμενη κατάσταση πολιορκίας, θα ασπάζομαι το «μένουμε σπίτι» , που μεταλλάχτηκε ταχύτατα σε σανίδα σωτήριας , και θα αναθεματίζω την εξέγερση: «θέλω να οδηγήσω στην Εγνατία, στον περιφερειακό», σαν ανόητη εγωκεντρική ενέργεια, σαν μια αδιανόητη πράξη ανθρώπων που εθελοτυφλούν στη συμφορά, στις καθημερινές απώλειες ζωών.
Αναζητείται, λοιπόν, η ατομική ευθύνη. Βολικό να εξαπολύουμε μύδρους εναντίον κυβερνώντων, αλλά ανοίγουμε και τον μπροστινό μας σάκο, όταν ο κόμπος φτάνει στο χτένι. Αυτοκριτική και επαναπροσδιορισμό στάσης ζωής. Τα απαιτεί η ζοφερή περίσταση.
Πόσοι, άραγε, από τους συμπολίτες μας έχουν αντιληφθεί τον όρο «ατομική ευθύνη» και τη σημασία του;Ίσως, την καλύτερη ανάλυση γι’ αυτόν να έχει δώσει- πριν από αιώνες – ο Μολιέρος, ο οποίος έχει πει το διαχρονικά επίκαιρο: «Είμαστε υπεύθυνοι όχι μόνο για ό,τι πράττουμε, αλλά και για ό,τι παραλείπουμε να πράξουμε». Σήμερα ακούμε και ενστερνιζόμαστε το : «θεωρούμαστε όλοι, δυνάμει, θύματα ταχύτητας, απροσεξίας, αμετροέπειας, επίδειξης με ή άνευ διπλώματος». Οφείλουμε να τηρούμε κανόνες και μέτρα προστασίας. Για τον εαυτό μας και για την κοινωνία.
Και, ναι, είμαστε σε κατάσταση πολιορκίας. Προσδοκούμε μια αναίμακτη έξοδο. Ήδη, το θανατικό έπεσε πολύ βαρύ στη μικρή μας χώρα. Καιρός να αναλάβουμε τις ευθύνες μας κι εμείς και να το δείξουμε. Τόσοι νέοι αφήνουν την τελευταία τους πνοή στους δρόμους. Δε φτάνει;
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ











