του Παύλου Λεμοντζή
Πέντε ψυχές άτυχων νεκρών βρεφών αναζητούν δικαίωση. Για έναν χρόνο η συγκεκριμένη τραγωδία δίνει πολύωρη τροφή στην τηλεόραση. Πολλές μέρες το βιογραφικό της δύσμοιρης και, φανερά σαλεμένης νεαρής γυναίκας, έχει ξεχειλώσει από όλες τις πλευρές. Οι αρχισυντάκτες – είναι βέβαιο – αδημονούν για την έκβαση του γιγάντιου θέματος. Στο μεταξύ, οι εγχώριοι Μις Μαρλπ και Ηρακλής Πουαρό δεν τέλειωσαν ακόμη. Η συνέχεια έπεται.
Κτυπάει την πόρτα μας νέος φονικός ιός, παρότι πέρασαν χρόνια από το πρώτο κρούσμα της εφιαλτικής πανδημίας, οι δρόμοι ανοικτοί και στα ράφια οι υποχρεωτικές μάσκες.
Ωστόσο, ο θάνατος πουλάει πάντα και η ενημέρωση ξεπερνά την υπερμετάδοση του τραγικού, ξεπερνά τα αίτια της παραβατικής συμπεριφοράς ενηλίκων και ανηλίκων. Σημασία για τα ρεπορτάζ έχουν οι εικόνες που κατέγραψαν οι κάμερες στην καρέ- καρέ ληστεία, στην καμένη γη, στα κουφάρια σπιτιών και στα αποκαΐδια, στα παλιοσίδερα της καραμπόλας, στο αίμα της ασφάλτου, στον βιασμό της κοπέλας, στα δάκρυα των χαροκαμένων γονιών και όχι η τερατογέννηση του συστήματος που τρέφεται από μηχανισμούς εξουσίας.
Το αστυνομικό δελτίο , πουλάει. Οι άγριες δολοφονίες, πουλάνε. Οι διαρρήξεις, επίσης. Οι συμμορίες πάσης φύσεως. Είναι ειδήσεις που μεγεθύνονται, αξίζουν ή όχι τις διαστάσεις που τους δίνουν τα κανάλια, σε μια χώρα – καμαρούλα μια σταλιά.
Ισοπεδώνω την ενημέρωση, ιδίως αυτήν των ηλεκτρονικών μέσων; Δε νομίζω. Ακόμα και αν αποχρώσεις και ατομικές φωνές ή ξεχωριστοί επαγγελματικοί κώδικες διατηρούν πάντα αποθέματα αξιοπρέπειας, έχω την εντύπωση ότι τα εύκολα θέματα δίνουν, ως πραμάτεια, τον δραματικό τόνο. Η τηλεόραση, που υποδύεται έναν μηχανισμό παροχών, φωνάζει για τις «εθνικά ορθές» στάσεις ή μπερδεύει μονίμως το γραφείο του δημοσιογράφου με κείνο του καθηγητού Ιατρικής ή εγκληματολόγου, ή σεισμολόγου ή με ιδεολογική εξέδρα, ακόμα και με ένα βιονικό μάτι κλειδαρότρυπας, αυτή η τηλεόραση φαίνεται να απευθύνεται σε έναν απολιθωμένο κόσμο. Αντιγράφει τις παλιότερες πατέντες με τον πιο τρομολαγνικό τρόπο.
Το θέμα, όμως, είναι ότι έτσι χάνονται διαρκώς τα καλά στοιχήματα γι’ αυτή την εκπληκτική επινόηση που λέγεται «τηλεόραση». Αναβάλλεται πάντα η ευκαιρία για έναν ουσιαστικό και εκτός κυβερνητικών-συνδικαλιστικών βραχυκυκλωμάτων δημόσιο πομπό, ενώ δε βλέπουμε και μια ουσιαστική ιδιωτική τηλεόραση, όπου δεν έχει σταματήσει ο κάθε τηλε-δημαγωγός να εκμεταλλεύεται τις αγωνίες των πολιτών για την ανεργία, τη λαχτάρα του συνταξιούχου για τα αναδρομικά του ή την όποια παροχή υπό μορφή επιδόματος.
Δεν έχουν πάψει τα ρεπορτάζ να στρατεύονται στη μία ή την άλλη παραταξιακή λογική με τρόπο ρηχό και κραυγαλέο ούτε εμείς γυρίσαμε αποφασιστικά την πλάτη στα παρακμιακά πλάνα που ανακυκλώνονται και τροφοδοτούν τον τρόμο ή την φρούδα ελπίδα, ενώ συνεχίζουν να φέρνουν καθημερινά περισσότερη ασφυξία.
Η ελληνική πιάτσα δούναι- λαβείν είναι μικρή. Παραπέμπει, ατυχώς, σε μια μεγάλη οικογένεια, παρά στην απρόσωπη, καπιταλιστική μεγαλούπολη, που τόσες αρνητικές αντιδράσεις ξεσηκώνει από παλιά στους διανοούμενους και στους καλλιτέχνες.
Το κακό με τις μικρές πιάτσες είναι ότι η κίνηση των ιδεών και η αντίκρουση απόψεων παίρνει έναν χαρακτήρα «προσωπικής επίθεσης». Οι άνθρωποι μπερδεύουν την κριτική που τους ασκείται με προσωπικούς λογαριασμούς ή ψυχολογικά απωθημένα. Καθένας σπεύδει να αναγνωρίσει τον εαυτό του πίσω από μια φράση, που υποτίθεται ότι τον φωτογραφίζει.
Η μικρή πιάτσα παράγει αγανακτισμένες παρέες ή στρατόπεδα που επιτηρούν την περίμετρό τους, μήπως και κάποιος πάρει στραβή θέση. Γι’ αυτό και πολλές κουβέντες περί κοινότητας στην Ελλάδα μοιάζουν εξαιρετικά αφηρημένες. Αναζητούν μια κοινότητα που σέβεται την ατομική διαφωνία ή μια κοινότητα που τάχα προστατεύει, χωρίς να επιβάλλει ήθη συμμόρφωσης.
΄Έτσι, μεγάλες λυρικές λέξεις παραγνωρίζουν τη σκληρή πραγματικότητα, ότι οι παρέες λειτουργούν ως τα πιο παραφουσκωμένα «Εγώ» ή είναι έρμαια ενός αλόγιστου φανατισμού. Κλασσικό παράδειγμα οι μέρες εκλογών είτε για την εκλογή ενός κόμματος υπό διάλυση είτε για τη Βουλή, τα στρατόπεδα των φανατισμένων οπαδών μιας πλευράς έναντι της άλλης και το αντίστροφο.
Μια μικρογραφία της ελληνικής κοινωνικής συμπεριφοράς τα τηλε-ριάλιτι. Ομάδες σπαρασσόμενες σ’ έναν αμφιλεγόμενο στίβο διαγωνιστικό, ομάδες υποστηρικτών ( κατά κανόνα λάθος προσώπων) απαρτίζουν το τηλεοπτικό κοινό. Ανωριμότητα, χειραγώγηση και, το χειρότερο, συντήρηση gossip εκπομπών, όπου οι πανελίστες επιδίδονται σ’ έναν αγώνα σαθρών εκτιμήσεων πασπαλισμένων με χρυσόσκονη.
Το συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα είναι ότι οι κυβερνήσεις (όποιας απόχρωσης) επιζητούν μονίμως μια «βάση», ένα «σώμα», εύκολα ελεγχόμενα από εντελώς ίδιο τηλεοπτικό τοπίο, με απώτερο στόχο την χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Με άλλα λόγια, στρέφουμε με κάθε τρόπο τον κόσμο σε ήσσονος σημασίας ή μεγεθυσμένα αναίτια θέματα, τον αποπροσανατολίζουμε από τα ακανθώδη ζητήματα επιβίωσής του, κι εμείς καθόμαστε αναπαυτικά στην καρέκλα μας και κρατάμε σταθερά τα υψηλά νούμερα στα τηλεοπτικά σκουπίδια – gossip εκπομπές, μουχλιασμένα σήριαλ – και στις τρομολαγνικές ειδήσεις.
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ