του Παύλου Λεμοντζή
-Κλαίρρρ εσύ είσαι;
-Όχι, θείο. Ο Θύμιος είμαι.
Εκεί πάνω στο σουρεαλιστικό σκηνικό μπαίνει στο κάδρο η ασπρομαλλούσα ελαφρόμυαλη με το στόμα μπουκωμένο, πατάει κάτι μουγκανητά η συμπεθέρα απ’ τα Τίρανα, προσπαθεί η ομήγυρης να γελάσει με το ανόητο ελληνικό έργο της συμφοράς, αλλά κόβεται η βλακεία στη μέση και απλώνεται το ΕΚΤΑΚΤΟ στην οθόνη, ανοίγουν και τέσσερα παράθυρα με ανταποκριτές από τα μέτωπα της φωτιάς. Η απόλυτη φρίκη!
Ένα καυτό Σαββατοκύριακο από άκρη σε άκρη στη χώρα της πυρκαγιάς. Και της λαμογιάς. Και της πονηριάς και της καπατσοσύνης. Πώς γίνεται και παντρεύεται τόσο εύκολα η τραγωδία με την κωμωδία, το γελοίο με το σοβαρό, μόνο τα κανάλια το ξέρουν. Και οι τρακόσιοι της Βουλής.
Η κωμικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, την οποία επιχειρούσα να συζητήσω διαψεύδεται καθημερινά από την τραγική εμπειρία της απώλειας. Στην Ελλάδα του ζωογόνου πράσινου, στον υπόλοιπο κόσμο των ανθρώπινων ζωών.
Ταυτόχρονα όμως, το χιούμορ που θεματοποιούσε τον εγκλεισμό λόγω καύσωνα και τα παράδοξά του, άρχισε να κατακλύζει όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κι εμείς αρχίσαμε να γελάμε. Με το στανιό. Σαν κάτι να υπήρχε μέσα μας που αρνούνταν να παραδοθεί και επέμενε να μετατρέπει την τραγωδία σε κωμωδία. Τα ερωτήματα άρχισαν να ξεπηδούν ένα- ένα μέσα από αυτή την καθημερινή εμπειρία. Πώς γίνεται να διασκεδάζουμε τόσο πολύ με τον πόνο μας; Είναι άραγε όσα βιώνουμε αλήθεια κωμικά; Μπορεί το χιούμορ να αποτελέσει μέσο αντίστασης και ανατροπής της δυσμενούς πραγματικότητας; Μπορεί να αποτελέσει απάντηση στα ανθρώπινα αδιέξοδα; Σε τελική ανάλυση, είναι ο άνθρωπος ένα γελοίο ή ένα τραγικό ον;
Απαντήσεις, ίσως, στα «έκτακτα» δελτία των καναλιών. Μια Ελλάδα που φλέγεται κάθε καλοκαίρι. Μια κόκκινη ζώνη που καλύπτει Μεσόγειο και Ευρώπη και μια αντάρα στις ήρεμες ελληνικές θάλασσες, από τις βάρκες πλημμυρισμένες με ψυχές, ελπίδες, δάκρυα, πόνο κι αγανάκτηση.
Πώς γίνεται να τυλίγουν οι φλόγες καθημερινά τα δάση από τη μια ως την άλλη άκρη της χώρας; Ποιος δαίμονας κρατάει μηχάνημα με σπίθες, στουπί ή γκαζάκια, πόσα χέρια καθοδηγούνται από κλούβια κεφάλια και, εν μέσω καύσωνος, καίνε άχυρα, αδειάζουν κυψέλες, στήνουν εξέδρες, κάνουνε πάρτι σε δασύλλια, πετάνε σκουπίδια με χαρτιά και γυαλιά όπου να’ ναι ή αφήνουν χορταριασμένα τα οικόπεδα;

Δε νομίζω να φταίει τόσο το 40άρι του Κελσίου που βαράει το ρετιρέ το ασκεπές του μάστορα ή περιπατητή ή ολιγωρίας της ΔΕΔΔΗΕ, όταν το περιεχόμενό του είναι άδειο! Πυρκαγιές και καταστροφές είχαμε και παλιότερα, όταν το θερμόμετρο έδειχνε 33 βαθμούς Ιούλιο και Αύγουστο. Διότι η απερισκεψία, η επιπολαιότητα, ο ωχαδερφισμός και η κουτοπονηριά είναι ιδιότητες, πρωτίστως, του Έλληνα, ανεξαρτήτως ηλικίας, χρώματος κι αρώματος. Το λέει και το τραγούδι. Ολοι το ίδιο είμαστε, λαός και Κολωνάκι. Επομένως;
Πολλά τα κακά της μοίρας μας, δυο τα κυριότερα. Η διχόνοια που φέρνει μίσος και η αποποίηση ευθυνών. Με ή χωρίς πρόθεση, τα δάση καίγονταν και καίγονται επί όλων των κυβερνήσεων. Η εύκολη λάσπη (εργαλειοποίηση η μοντέρνα λέξη) πρωτοστατεί και στη Βουλή και στα social media. Τι ποτάμια χολής ρέουν και στα δύο. Εάν, όμως, ο επιμερισμός των ευθυνών αποκτούσε – εδώ και χρόνια – ίσες διαστάσεις δε θα φτάναμε σε τέτοιο θλιβερό σημείο να μετράμε ολόμαυρες ράχες, καμένες ζωές και περιουσίες. Οι κυβερνώντες στις υποχρεώσεις τους: καθαρισμός ρεμάτων, αντιπυρικές ζώνες, επάρκεια στις υπηρεσίας πυρόσβεσης, τιμωρία σκληρή στους συλληφθέντες και οι πολίτες στις δικές τους: καθαρισμός οικοπέδων, όχι στο μπάζωμα ρεμάτων και απόκτηση οικοδομών με υπόγειο τρόπο, τεράστια προσοχή στις γεωργικές δουλειές και ένα φιλότιμο που δεν υπάρχει.
Ελλείψει όλων των παραπάνω, μένουμε στην μικρή μας οθόνη, χαζογελάμε με τις απαράδεκτες ελληνικές κωμωδίες, σταυροκοπιόμαστε κάθε που τρέχουν οι ρεπόρτερ και μεταδίδουν καρέ- καρέ τις καταστροφές από την αδηφάγα φωτιά, σιχτιρίζουμε υπεύθυνους και ανεύθυνους τιτλούχους και περιμένουμε τον Χειμώνα, για να κλειδωθούμε και πάλι στα σπίτια μας. Το δέλεαρ μεγάλο. Πάνω από τριάντα ελληνικές σειρές σε όλα τα κανάλια ζητάνε σκλάβους. Θα τους αποκτήσουν. Στον βαθμό που το θέλει και το αντέχει ο καθείς.
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ