Γράφει ο Ναπολέων Λιναρδάτος
Κάνατε δήλωση για το επίδομα ενοικίου; Για το επίδομα παιδιού; Εχετε κάνει αίτηση για το κοινωνικό τιμολόγιο της ΔΕΗ ή το επίδομα στέγασης; Για κοινωνικό τουρισμό; Αν στα χρόνια της επί πιστώσει ευημερίας αναπτύχθηκε το μοντέλο των διορισμών και των παροχών, στα χρόνια της χρεοκοπίας αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς το μοντέλο των επιδοματούχων Ελλήνων. Η παροχολογία αντικαταστάθηκε από την επιδοματολογία. Για την ελληνική πολιτική τάξη ισχύει η γνωστή φράση του Ταλεϊράνδου: «Δεν έμαθαν τίποτα, δεν ξέχασαν τίποτα».
Βασικά, αυτό που άλλαξε για την πολιτική τάξη είναι τα ποσά, και έτσι οι αθρόες προσλήψεις και οι πρόωρες και μεγάλες συντάξεις -όλα με δανεικά, φυσικά- έδωσαν τη θέση τους σε μια σειρά επιδομάτων που έχουν, όπως λέγεται δημοσιογραφικά, μικρότερο δημοσιονομικό εκτόπισμα. Αυτό που δεν έχει αλλάξει είναι ο τρόπος που βλέπουν οι πολιτικοί τον μέσο πολίτη, δηλαδή ως κάποιον που είναι τόσο μωρόπιστος, που μπορεί να εξαγοραστεί με τα χρήματα που ήδη του έχει δημεύσει το κράτος. Ο μέσος Έλληνας το 2018 δούλεψε από την 1η Ιανουαρίου έως τις 18 Ιουλίου για να πληρώσει φόρους, που τους αποκαλούμε εισφορές στο κράτος. Για καθένα ευρώ που βγάζεις τα 55 λεπτά καταλήγουν στο κράτος και σου μένουν τα 45 λεπτά. Τώρα που ο δανεισμός έχει περιοριστεί, η διαδικασία για την αφαίμαξη των 55 λεπτών ανά ευρώ στηρίζεται στη λεηλασία της ιδιωτικής εργασίας και παραγωγής.
Έτσι, το πολιτικό προσωπικό της χώρας έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια παγίδα φτώχειας για την Ελλάδα. Ένας πολίτης που θέλει να εργαστεί τιμωρείται φορολογικά. Αν θέλει να δημιουργήσει μια επιχείρηση, μικρή ή μεγάλη, τιμωρείται φορολογικά. Και στις δύο περιπτώσεις η φορολογική επιβάρυνση είναι άγρια και εξοντωτική. Για ένα αυξανόμενο κομμάτι του πληθυσμού η εξάρτηση από τα επιδόματα σε συνδυασμό με τη λεγόμενη μαύρη εργασία είναι η μόνη λογική διέξοδος επιβίωσης.
Ως πολίτης, αντιμετωπίζεις όλα τα αντικίνητρα για να παράγεις και να συσσωρεύεις πλούτο. Εχεις, επίσης, όλα τα κίνητρα για να στηθείς σε μια ουρά και ως επαίτης να αιτηθείς κάποιο επίδομα. Μια χώρα που αποτελείται κυρίως από δημοσίους υπαλλήλους, συνταξιούχους και επιδοματούχους δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα απέραντο πτωχοκομείο. Αναδιακατανέμει τη μιζέρια, προσπαθώντας να ξεγελάσει το πόπολο και την πραγματικότητα. Μια κοινωνία που δεν παράγει πλούτο είναι μια κοινωνία που πεθαίνει.
Η πολιτική τάξη, αντί να ασχολείται με το πώς θα αρχίσουμε να παράγουμε πλούτο για να ξεφύγουμε από τον φαύλο κύκλο της φτωχοποίησης, συνεχίζει να ζει στη μεταπολιτευτική φαντασίωσή της του κράτους ως πηγής εισοδήματος και πλούτου. «Δεν έμαθαν τίποτα, δεν ξέχασαν τίποτα».