Γράφει η Άννα Ζανιδάκη
Θα αναφερθώ απλά και κατανοητά, θέλω να πιστεύω σε μια δική μου μαρτυρία, σε μια δική μου κατάθεση και παράθεση, ψυχής και βιώματος, που ευγνωμονώ, αυτούς τους διαγωνισμούς.
Τυγχάνει να λαμβάνω μέρος και να πρέπει να ενασχοληθώ, με ιερά τέρατα της λογοτεχνίας, της πεζογραφίας, της ποίησης, ώστε μέσα από αυτό το ξεσκόνισμα βιογραφίας τους που κάνω, θέτω και τον εαυτό μου, ένα σκαλί παραπάνω.
Λίγο παραπάνω από ότι άρχισα και συνεχίζω να θέλω να ενασχολούμαι, να παρατηρώ και να καταλήγω σε διάφορα συμπεράσματα ζωής, ύπαρξης.
Ακόμα κι αν τίθεμαι σε κρίση και απόκριση και εναγώνιων ερωτημάτων και ερωταποκρίσεών μας, πάνω σε όλα αυτά.
Δεν είχε αργήσει όλη αυτή η θέλησή μου και η επίμονή μου προσπάθεια, στο να καλυτερεύσω ως άνθρωπος, ως υπόσταση, υφή και πτυχών της προσωπικότητάς μου, να ψάχνω, να ξεθάβω τόμους.
Βιβλία, σχετικά πάντα με ότι μου ‘χε ζητηθεί και έπρεπε με όση συνειδητοποίηση με διακατείχε και με όση ωριμότητα σκέψης και συνέπειας.
Να καταπιαστώ και να εντρυφήσω σε εκείνες τις πτυχές του χαρακτήρα του, του σκιαγραφήματος της προσωπικότητάς του.
Ούτως ώστε να φανώ αντάξια και απόλυτα υπεύθυνη, σ’ αυτό που έπρεπε να αναλάβω και να το φέρω εις πέρας.
Δε θέλω να παραλείψω πως αυτό που μου είχε εξεγείρει και την περιέργειά μου αλλά και τη θέλησή μου, να ψάξω, να μάθω και να ασχοληθώ με μια τρομερή ιδανική περίπτωση ανθρώπου, που έτυχε ακόμα και να εκδιωχθεί, απ’ το Εκκλησιαστικό, μέχρι ενός σημείου, ποίμνιο, να τον αφορίσουν… πράγμα φυσικά που απεφεύχθη την τελευταία στιγμή.
Ως σημείο αναφοράς έθεσα αυτό το γεγονός, για να σας φανερώσω, το άτομο ,για το οποίο μου χε ζητηθεί και είχα προσφερθεί φυσικά άμεσα και ταχύτατα να ανταποκριθώ και να γράψω, ότι ο διαγωνισμός απαιτούσε και προσδοκούσε από μας, για το μέγιστό μας πεζογράφο, Νίκο Καζαντζάκη.
Όπως όλοι ξέρουμε το έτος 2017 κηρύχτηκε έτος του Νικολάου Καζαντζάκη και όλοι πρέπει, θα ‘πρεπε, μικρό, ελάχιστο, μεγαλύτερο ή μέγιστο, να δοθεί ένα λιθαράκι, ένας θεμέλιος λίθος, για το οικοδόμημα που λέγεται Πολιτισμός, Λογοτεχνία.
Ειδικά σ αυτές τις δύσκολες και σκληρές ψυχικά μέρες που διανύουμε, θα ήταν καλό και ωφέλιμο, να σκύψουμε και να ασχοληθούμε και λίγο και με την πνευματική μας τροφή, το διάβασμα, παρά να συγκλίνουν οι θέσεις μας και οι απόψεις μας, με αντίθετες θέσεις .
Να μη συνεχίσουμε να ‘μαστε τα γρανάζια μιας αχόρταγης μηχανής, παραγωγής ανθρωπίνων ειδών, αλλά με στόχο και σκοπό, την πνευματική μας ασιτία, νου σκέψης, την αφάνεια ιδανικών, στόχων και κυρίως της ελπίδας που θα ‘πρεπε να τρέφει και να ανατρέφει τα σωθικά μας, τα εσώψυχά μας, ώστε η καταναλωτική εδώ και χρόνια κοινωνία, να αποστασιοποιηθεί απ’ τα δήθεν τα τάχα και τα εικονικά και άμεσα προβαλλόμενα μέσα, αποσυντονισμού, εθισμού και καθόλου ενεργοποίησης και δραστηριοποίησης ατόμων που θα ‘ταν καλύτερο να προσφέρουν, παρά να υποφέρουν.
Η μοναξιά και η αναπάντεχη βαρεμάρα, συντροφιές, παρηγοριές, στα ανελέητα και ανεπανάληπτα λεπτά ανέχειας πνευματικής υπόστασης, ώστε να προστρέχουν σε ψευδή και ανυπόστατα σημεία αναφοράς τους, της ζωής τους ,της ύπαρξής τους.
Ασχολούμενη με αυτή την εργασία, θέλησα να δω και εγώ τα δικά μου θέλω, τις πεποιθήσεις μου, τις διαμαρτυρίες μου, καθώς και να ενασχοληθώ με ότι κάποια στιγμή παλαιότερα, θέλησα να ακολουθήσω, αλλά οι συνθήκες και οι δυσκολίες της ζωής ,μου απομάκρυναν εκείνο το όνειρο, την εισαγωγή μου, στο τμήμα βιβλιοθηκονομίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.
Από μικρή ξεχνιόμουν με τα βιβλία, καθώς ταξίδευα και μέσα απ τα απέραντα χαώδη σκεπτικά ξενάγησης και τοποθέτησης μου, απολύτως, σε εκείνα τα μέρη ,σε εκείνους τους μακρινούς τόπους .
Σχεδίαζα και τις δικές μου πορείες ,διαμαρτυρίες, ζωής, ύπαρξής μου και αντίθεσής μου με κάποιους κανόνες που ήταν σώνει και καλά, επιβεβλημένοι και απόλυτα κομμένοι και ραμμένοι στα μέτρα των ιθυνόντων και όπως λέμε των μεγάλων κεφαλιών.