Γράφει ο Ανδρέας Χριστόπουλος
Το 2019 ο ελληνικός λαός ψήφισε αξιολογώντας δύο σημαντικές παραμέτρους. Η πρώτη ήταν να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ειδικά ο μεγάλος χώρος του κέντρου δεν άντεχε τα τερτίπια του Τσίπρα.
Ο Τσίπρας είχε την μεγάλη ευκαιρία να δημιουργήσει το νέο στην πολιτική ζωή του τόπου και μάλιστα με αριστερή χροιά και τι έκανε; Δημιουργούσε εχθρούς (εμείς και οι άλλοι) έστηνε σκευωρίες (Novartis), είχε επαναπαυτεί στο ότι επειδή ήταν “αριστερός” αυτό ήταν αρκετό για να τον συγχωρούν για όλα.
Η δεύτερη παράμετρος ήταν ο Μητσοτάκης. Οι πολίτες είδαν σε αυτόν μια εναλλακτική. Τους έπεισε και ο ίδιος με τις σταθερές θέσεις του και την ειλικρίνεια του.
Όμως σήμερα σχεδόν έξι χρόνια μετά, ο απολογισμός Μητσοτάκη ενώ έχει σαφώς σημαντικές επιτυχίες και πολιτικές υστερεί σε μεγάλα θέματα που του κοστίζουν δημοσκοπικά.
Το κράτος είναι πάντοτε ένα κράτος καθυστέρησης. Η διαφάνεια πλήττεται από τον πακτωλό των αναθέσεων και την ύπαρξη ενός πελατειακού κράτους που φαντάζει ανίκητο και σε πλήρη δράση και μια γραφειοκρατία που εμποδίζει και το ίδιο το κυβερνητικό έργο.
Ακόμα χειρότερα η χώρα μοιάζει να μην έχει σχέδιο για την ανάπτυξη της βιομηχανίας της (ακόμα και της πολεμικής), του πρωτογενή της τομέα, ο τουρισμός και η είσοδος ξένων κεφαλαίων π.χ. για αγορές ακινήτων δεν αρκούν.
Δεν έχουν αντιμετωπιστεί ούτε τα μεγάλα θέματα της Παιδείας, της υπογεννητικότητας, του περιορισμού της αστυφιλίας, των μεγάλων Συνταγματικών αλλαγών (το κράτος είναι ακραία πρωθυπουργοκεντρικό) και πολλά άλλα.
Ο κ. Μητσοτάκης τα γνωρίζει πολύ καλά όλα αυτά, είναι ιδιαίτερα συγκροτημένος δεν είναι τυχαίος. Είναι σίγουρο ότι θα κάνει εκλογές σε τρία χρόνια. Για να αλλάξει όμως την στάση των πολιτών απέναντι του, που σήμερα επιλέγουν αποχή ή διαμαρτυρία σε μικρά ασήμαντα κόμματα, θα πρέπει να δει τα μεγάλα της Ελλάδας που είναι ακόμα σε ακινησία. Είναι σε μονόδρομο.